Ο τόπος μας

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Αναστημένη αφέλεια

Λησμονημένες διαφάνειες· ένα ρόδινο σύννεφο
επάνω απ’ το ετοιμόρροπο μπαλκόνι· ένα φύλλο
ένα ήσυχο φύλλο, ευγενικό, ολομόναχο. Πάνω στο φύλλο
κάθεται μια μικρή σταγόνα· λάμπει. Πάνω στη σταγόνα
κάθεται ένα παιδί και χτυπάει την καμπάνα.

Παρουσία

Ψηλά βουνά, ψηλότερα σύννεφα, συναντημένα
ανάμεσα σε δέντρα και σε μύθους, σε κοφτές πλαγιές,
εκεί που αντήχησε υγιής, πανίσχυρος ο λόγος
χωρίς το φόβο της έμφασης, ενώ, πιο κάτω,
σε δυό σειρές αντικριστές, τ’αγάλματα σωπαίναν,
μες στα κίτρινα σύννεφα των ανθισμένων σπάρτων,
ολόγυμνα πάνω απ’ το θάνατο, με θηλές ορθωμένες.

Ορίζοντας

Ένα πρωί με νησιά και με μαρμάρινα λιοντάρια,
ο τόπος τούτος που ματώνει και σε πονάει,
με τα κίτρινα αγκάθια ως κάτω στο τελωνείο,
όταν το κριάρι κατηφορίζει το λόφο
με διεσταλμένα ρουθούνια, μ’ ένα λουλούδι στα δόντια,
κι οι πέτρες πίσω του κυλούν προς τη θάλασσα, εκεί
που κολυμπούν ολόγυμνοι οι ωραίοι λιποτάχτες
κοιτάζοντας πέρα, μπροστά τους, μες στ’ άσπρο νερό,
την κόκκινη γραμμή απ’ το χτυπημένο δελφίνι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!