Φόροι
Βάλετε φόρους, εις την πτωχή μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι,
κι εμείς να σας κυττάζουμε με μάτι σαν γαρίδα.
Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει,
βάλετε φόρους, βάλετε, κι η ράχη μας αντέχει.
Ό,τι καλό κι αν έχουμε απάνω σας ας μείνει,
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα,
μ’εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει,
φορολογήσετε κι αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
Ό,τι κι αν τρώνε οι πτωχοί, το έθνος ας τα τρώγει,
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί, το έθνος ας το πίνει•
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’εμάς το σκυλολόγι,
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες πούμαστε αντέχουμε εις όλα,
και ούτε τόσο εύκολα τινάζουμε τα κώλα…
Μ’αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει,
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία•
δεν ειμπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει,
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία.
Φτώχεια και πλούτος!… ζήτημα του καθενός αιώνος,
ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
να’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Εις την Πατρίδα
Ελλάς πατρίς μου, δεν σ’ αγαπώ,
για σε δεν καίω κι εγώ λιβάνι,
πάντα για σένα κακά θα πω,
κι ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι.
Όμως συγχώρει τον μισητόν,
πατρίς γλυκεία και τροφοδότις,
κι εις τόσο πλήθος πατριωτών
ας είναι κι ένας μη πατριώτης.