Θερινή Νύχτα
Τώρα που η λάμψη της Σελήνης
στα δάση κρέμεται κι αρώματα
με της φιλύρας την ευωδιά πνέουν
στον πνέοντα άνεμον,
η σκέψη του τάφου των αγαπημένων
ρίχνει τη σκιά της πάνω μου και βλέπω
στο δάσος μόνο σύθαμπο, και τ’ άνθη
πια δεν τα νιώθω.
Την ώρα τούτη τη γευόμασταν, ω πεθαμένοι,
μαζί. Πώς έπνεαν γύρω μας τα μύρα
κ’ οι αύρες! Πόσον ομόρφαινε η Σελήνη
την όμορφη πλάση!
Οι πρώιμοι τάφοι
Ω φεγγάρι ασημένιο, καλώς ήρθες,
όμορφε, σιωπηλέ σύντροφε της νύχτας!
Φεύγεις; Μη βιάζεσαι, φίλε της σκέψης, μείνε!
Δείτε, μένει, το σύννεφο έφευγε μονάχα.
Του Μάη το ξύπνημα είναι μόνον
απ’ τη νύχτα τη θερινή πιο όμορφον, όταν
ως φως μαρμαίρουσα, από τους βοστρύχους του ρυακίζει
η δροσιά, και πορφυρό έρχεται απ’ τον λόφο πάνω.
Ευγενείς φίλοι, αλλοίμονο! Φυτρώνει κιόλας
στους τάφους σας σοβαρό βρύο!
Πόσο ήμουν ευτυχής, όταν, μαζί σας,
έβλεπα να ροδίζει η μέρα, ν’ απαστράπτει η νύκτα!
Ο Θάνατος
Μας τρομάζει
ο λυτρωτής μας, ο θάνατος. Απαλός έρχεται
αργά, μέσα στα νέφη του ύπνου,
πλην μένει σοβαρός και θεωρούμε μόνο
τον τάφο, αν και μας οδηγεί, πέρα απ’ της νύχτας
τις καλύπτρες, στη χώρα της γνώσης
για να τελειωθούμε.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος