Θρήνος του φρουρού των συνόρων
Πλάι στη Βορινή Πύλη ο άνεμος φυσά γεμάτος άμμο
Μόνος απ’ την αρχή του χρόνου ως τώρα!
Πέφτουν τα δέντρα, η χλόη κιτρινίζει με το φθινόπωρο.
Σκαρφάλωσα πύργους και πύργους
να κοιτάξω τη βαρβαρική γη:
Έρημο κάστρο, ο ουρανός η πλατιά έρημος.
Δεν έμεινε ένας τοίχος στο χωριό αυτό.
Κόκαλα λευκά με μια χιλιάδα παγωνιές
Ψηλοί γλουτοί που σκεπαστήκαν με δέντρα και γρασίδι.
Ποιος τα έφερε όλ’ αυτά;
Ποιος έφερε την καίουσα αυτοκρατορικήν οργή;
Ποιος έφερε το κάστρο με τούμπανα και τουμπερλέκια;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια υπέροχη άνοιξη άλλαξε σ’ αιματοδιψασμένο φθινόπωρο.
Μια τύρβη από πολεμόχαρους ανθρώπους άπλωσε στο κεντρικό βασίλειο
Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες
Και λύπη, λύπη σαν τη βροχή.
Λύπη να φεύγεις, και λύπη, λύπη να ξαναγυρνάς
Έρημα, έρημα χωράφια
Και χωρίς τα παιδιά του πολέμου πάνω τους
χωρίς πια τους άνδρες για επίθεση και άμυνα.
Αχ, πως μπορείς να ξέρεις τη βαριά λύπη της βορινής πύλης
Με τ’ όνομα του Ριχοκού λησμονημένο
Κ’ εμάς τους φρουρούς βορά των τίγρεων.
Τραγούδι των τοξοτών από το Σιου
Να μας εδώ τσιμπολογώντας τους χλωρούς βλαστούς της φτέρης
Και λέγοντας: πότε θα γυρίσουμε στον τόπο μας;
Είμαστε ’δω γιατί έχουμε τους Κεν-νιν εχθρούς μας.
Δεν έχουμε ανάπαψη εξ’ αιτίας αυτών των Μογγόλων.
Τρώμε τους τρυφερούς βλαστούς της φτέρης.
Όταν κάποιον λέει «Επιστροφή» οι άλλοι γεμίζουνε με θλίψη
Θλιμμένα μυαλά, η θλίψη είναι δυνατή,
είμαστε νηστικοί και διψασμένοι.
Η άμυνά μας δεν είναι ακόμη βέβαιη,
κανείς δεν αφήνει τον φίλο του να γυρίσει.
Τρώμε τους παλιούς βλαστούς της φτέρης.
Λέμε: θα μας αφήσουν τον Οκτώβρη να γυρίσουμε;
Δεν υπάρχει γαλήνη στις βασιλικές δουλειές,
δεν έχουμε ανάπαψη.
Η λύπη μας είναι πικρή,
αλλά δεν θα γυρίσουμε στον τόπο μας.
Ποιο λουλούδι να έχει ανθίσει;
Ποιανού ’ναι το άρμα; Του στρατηγού.
Τ’ άλογα, ακόμη και τ’ άλογά του είναι κουρασμένα.
Ήσαν δυνατά.
Δεν έχουμε ανάπαψη, τρεις μάχες τον μήνα.
Μα τον ουρανό τ’ άλογά του είναι κουρασμένα.
Οι στρατηγοί είναι πάνω σ’ αυτά, οι στρατιώτες πλάι σ’ αυτά.
Τ’ άλογα είναι καλογυμνασμένα, οι στρατηγοί έχουν βέλη
από ελεφαντόδοντο, φαρέτρες στολισμένες με ψαρόδερμα|
Ο εχθρός είναι γρήγορος, πρέπει να είμαστε προσεχτικοί.
Όταν ξεκινήσαμε οι ιτιές έγερναν με την άνοιξη
Γυρίζουμε πίσω μες το χιόνι.
Προχωρούμε σιγά, πεινούμε και διψούμε
Ο νους μας είναι γεμάτος απ’ τη θλίψη, ποιος θα μάθει τον πόνο μας;
Μετάφραση: Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης