Τραγούδι για μια σχισμένη εικόνα
Πίσω απ’ το τζάμι, το θλιμμένο τζάμι της λήθης,
υπήρχε, υπήρχε, υπήρχε κάποιος
που κοίταζε μακριά.
Πίσω απ’ το τζάμι, το λυπημένο τζάμι του δρόμου,
υπήρχε, υπήρχε, υπήρχε ένα πρόσωπο
που σκότωνε τις εικόνες.
Δεν με κοιτάς.
Ποτέ δεν με είδες.
Κι ωστόσο ξέρεις ότι μου άρεσες.
Πίσω απ’ το τζάμι, το θλιμμένο τζάμι των φιλιών,
υπήρχε, υπήρχε, υπήρχε μια σκλάβα
που έπλεκε τα χρόνια,
Έχεις το γέλιο της ερωμένης μου.
Το άρωμά σου είναι αυτό τα αυγής.
Ζωγραφίζω το στόμα σου.
Πίσω απ’ το τζάμι το θλιμμένο τζάμι του κήπου,
υπήρχε, υπήρχε, υπήρχε μια νεκρή
που έστεφε το πρωινό.
Το Κάλεσμα
Είχε –του φαινόταν– χίλια πράγματα
να πει
μ’αυτές τις λέξεις που δεν έλεγαν
τίποτα•
που περίμεναν στη σειρά•
μ’αυτές τις παράνομες λέξεις,
χωρίς παρελθόν και πεπρωμένο.
Κι η ταραχή του δεν είχε όρια•
σε σημείο να μην έχει ο ίδιος τίποτα
να πει
ήδη, ήδη.
Ψάξε τ’όνομά μου στις ανθολογίες.
θα το βρεις και δεν θα τό ’βρεις.
Ψάξε τ’όνομά μου στα λεξικά.
Θα το βρεις και δεν θα τό’βρεις.
Ψάξε τ’όνομά μου στις εγκυκλοπαίδειες.
Θα το βρεις και δεν θα τό ’βρεις.
Τι σημασία έχει.
Είχα ποτέ μου ένα όνομα;
Έτσι κι όταν πεθάνω μην ψάξεις
το όνομά μου στα κοιμητήρια
ή αλλού.
Και πάψε να βασανίζεις, σήμερα, εκείνον
που δεν μπορεί ν’απαντήσει στο κάλεσμα.
Μετάφραση: Νικόλας Σεβαστάκης