Οι φωτογραφίες
Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε
προχτές που έψαχνα,
παλιά χαρτιά του Κόμματος
και κίτρινες φωτογραφίες▪
μια σύμπτωση με βύθισε
και αναστατώθηκα
μέσα στις κίτρινες φωτογραφίες▪
έβλεπα πόσα χρόνια έλαβαν σχήματα:
από το μέτωπό μου που αυλάκωνε,
από τα μάτια μου που βάθαιναν,
από τα χέρια μου που γίνονταν
όλο και πιο δισταχτικά.
Θέλησα να ξεφύγω στα τοπία:
να ξαναπλανηθώ στο θόρυβο της θάλασσας,
πάλι να αιχμαλωτισθώ
μες στις πυκνές ομολογίες της θάλασσας,
μέσα στις νύκτιες υπόκωφες σιωπές της•
θέλησα να ξεφύγω στις διαδηλώσεις,
στις κόκκινες σημαίες, στα ιδεώδη λάβαρα:
συνθήματα με ώριμες διεκδικήσεις,
χέρια υψωμένα και άνθρωποι με απόφαση•
τόσοι πολλοί και πρόθυμοι άνθρωποι,
που ήξεραν άπταιστα πώς να δοθούν,
σα να ζητούσαν να δοθούν στο θάνατο.
Θέλησα να ξεφύγω, μα με κρατούσαν•
όχι το μέτωπό μου που αυλάκωνε,
όχι τα μάτια μου που βάθαιναν,
όχι τα χέρια μου που έδειχναν στα φανερά
πως δύσκολα πια σήμερα αποφασίζουν•
με κρατούσαν τα ερειπωμένα ενδύματα,
μέσα σε τόσα χρόνια, όλο τα ίδια ενδύματα:
έβλεπα το σακάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,
τους άγκωνες, τα δυσαρεστημένα πέτα,
το παντελόνι μου άχαρο, γονατισμένο –
άρχισα, δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,
τη φτώχεια τη βαθιά, που δε διαμαρτύρεται.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι,
τα υψηλά μου ιδανικά,
τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια•
να σκέφτομαι πώς φτώχυναν, πώς φύραναν
πώς κύρτωσαν τραυματισμέν’ απ’ τη φθορά
σαν τα ερειπωμένα ενδύματα•
ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,
πολλά ακόμη άλλα, ηρωικά και πένθιμα,
μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,
που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω•
όχι, δε θα παραδεχτώ ποτέ,
να τα ομολογήσω.