Ο Βράχος και το Κύμα
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ! – το κύμα αντρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλιού θολό μελανιασμένο –
μέριασε, μες στα στήθη μου, πούσαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βορειάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι άρματα, κούφια βοή γι αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, πούπε τώρα,
βράχε, θα πέσης, έφτασεν η φοβερή του ώρα,
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδερμένο
και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα με κύτταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδή την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι’ αντίς εγώ κρυφά – κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στην άμμο.
Σκύψε να ιδής τη ρίζα σου στης θάλασσας τη βύθη,
τα θέμελά σου τάφαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήση στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι».
Ο βράχος εκοιμώτουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, πούταν χλωμό, μισόσβυσταις αχτίδαις.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάραις ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιαις φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήση•
Και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα ψυχομαχήση.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κ’ ετόλμησες αντί να με δροσίζης,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνης
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένης,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος, κι αν είσαι, μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω».
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα κύτταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύννεφο ψυχαίς, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα σε ζητούν του άδη μου ταχνάρια…
Μ ’έκαμες ξυλοκρέββατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ ερριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω εμπρός σου!».
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λυώνει,
σαν νάταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγηξε για λίγο αγριωμένη
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο πούταν το στοιχειό κανείς παρά του κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.