Αυτοπροσωπογραφία

Ανάμεσα στον υπολογιστή ένα μολύβι και μια γραφομηχανή
περνάει η μισή μου μέρα. Μια μέρα θα έχει περάσει μισός αιώνας.
Ζω σε παράξενες πόλεις και μερικές φορές μιλάω
με αγνώστους για θέματα που μου είναι άγνωστα.
Ακούω πολύ μουσική. Μπαχ, Μάλερ, Σοπέν, Σοστακόβιτς.
Διακρίνω τρία στοιχεία στη μουσική: αδυναμία, δύναμη και πόνο.
Το τέταρτο δεν έχει όνομα.
Διαβάζω ποιητές, ζωντανούς και νεκρούς, που μου μαθαίνουν
την αντοχή, την πίστη, την υπερηφάνεια. Προσπαθώ να καταλάβω
τους μεγάλους φιλοσόφους – αλλά συνήθως συλλαμβάνω μόνο
θραύσματα από τις πολύτιμες σκέψεις τους.
Μου αρέσει να κάνω μεγάλους περιπάτους στους δρόμους του Παρισιού
και να παρατηρώ τους συνανθρώπους μου, συνεπαρμένους από τον φθόνο,
τον θυμό, την επιθυμία να παρακολουθώ ένα ασημένιο νόμισμα
να περνάει από χέρι σε χέρι, καθώς αργά
χάνει το στρογγυλό του σχήμα (το προφίλ του αυτοκράτορα έχει σβηστεί).
Δίπλα μου δένδρα που δεν εκφράζουν τίποτα
παρά μια πράσινη, αδιάφορη τελειότητα.
Μαύρα πουλιά πηγαινοέρχονται στα χωράφια,
περιμένοντας υπομονετικά σαν ισπανίδες χήρες.
Δεν είμαι νέος πια, αλλά κάποιος άλλος είναι πάντα μεγαλύτερος.
Μου αρέσει ο βαθύς ύπνος, όταν παύω να υπάρχω,
και οι γρήγορες βόλτες με το ποδήλατο στην εξοχή, όταν οι λεύκες και τα σπίτια
διαλύονται σαν σωροί τις ηλιόλουστες μέρες.
Μερικές φορές στα μουσεία οι πίνακες μου μιλάνε
και η ειρωνεία ξαφνικά χάνεται.
Μου αρέσει να κοιτάω το πρόσωπο της γυναίκας μου.
Κάθε Κυριακή τηλεφωνώ στον πατέρα μου.
Κάθε δεύτερη εβδομάδα συναντώ φίλους,
αποδεικνύοντας έτσι την αφοσίωσή μου.
Η χώρα μου απελευθερώθηκε από ένα κακό. Εύχομαι
μια άλλη απελευθέρωση ν’ακολουθήσει.
Μπορώ να κάνω κάτι γι’αυτό; Δεν ξέρω.
Αλήθεια δεν είμαι παιδί του ωκεανού,
όπως έγραψε για τον εαυτό του ο Αντόνιο Ματσάδο,
αλλά παιδί του αέρα, της μέντας, του τσέλου
κι όλοι οι δρόμοι του ανώτερου κόσμου
δεν διασταυρώνονται με τη ζωή που-μέχρι στιγμής-
ανήκει σε μένα.

Ο Ροβεσπιέρος μπροστά στον καθρέφτη

Έχω λεπτά χείλη και σουβλερή μύτη.
Το πρόσωπό μου έχει κάτι το αυστηρό.
Το βλέμμα μου είναι βλοσυρό
και αμείλικτο.
Οι ιστορικοί της μεγάλης μας επανάστασης
σίγουρα θα με περιγράψουν ως εξής:
«Αδίστακτος, αμείλικτος, φιλόδοξος».
Εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να πω ποιος είμαι,
αλλά τώρα, ένα πρωινό του Ιουνίου,
στο χωριό όπου στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
ρόδινος από τον ήλιο που ανατέλλει,
διακρίνω στο πρόσωπό μου το χαμόγελο
και την τρυφερότητα
που συνήθως συνδέει κανείς
με το συναίσθημα και την αδυναμία.
Στο αριστερό μου μάγουλο φέρω ένα μαύρο σύννεφο.

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!