Δέκα Ανδαλουσιανά Κόπλας

1

Στο μπαλκόνι σου έβγα, αγάπη,
την ψυχή μου που κολάζεις.
της Σεβίλλιας πορτοκάλι,
του τριγυστή σου, ελπίδα.

2

Να’μουν μια φεγγαραχτίδα
νά’μπω απ’ το παράθυρό σου,
τα μαλλιά τα καστανά σου
με το φως μου να χαϊδέψω.

3

Μπρος στην πόρτα του σπιτιού σου
άι και νά’μουν βοτσαλάκι,
κάθε πρωί να με πατείς
και να σου φιλώ το πόδι.

4

Άι και νά’μουν εγώ ο τάφος
που μια μέρα θα σε βάλουν:
Αιώνια μες στην αγκαλιά μου
θα κρατούσα το κορμί σου.

5

Τη γης πόσο τη ζηλεύω,
πώς ζηλεύω τα σκουλήκια
που θα φάνε μιαν ημέρα
το κορμί που με κολάζει.

6

Κάθε που το συλλογούμαι
πως μια μέρα θα πεθάνω,
στη γη απλώνω το καπότο
και του αξύπνητου κοιμούμαι.

7

Της μητρός σου ήταν το λάθος
που άφησε ανοιχτή την πόρτα,
λάθος μου ήτανε που μπήκα
κ’ η σιωπή το λάθος σου ήταν.

8

Θάνατος σαν με κοιτάζεις,
χάνομαι αν δε με κοιτάξεις.
Κοίταζε με, αγαπημένη:
διάλεξα το θάνατό μου.

9

Δίχως χαίρε, δίχως λύπη,
μα για να τα σπάσεις όλα,
έφυγες κ’είμαι έτσι μόνος
όπως είναι ο αριθμός Ένα.

10

Με τις βρύσες κείνες μοιάζεις
που στη μέση στις πλατείες
άπαυτα και μάταια τρέχουν
κι ο καθένας πάει και πίνει.

Μετάφραση:  Άρης Δικταίος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!