Ελεύτερα Δωδεκάνησα
Μες στην ιερή τριήρη, στο άμετρα απλωμένο Αιγαίο,
σμίγει απαλά ο Διόνυσος τα βλέφαρα, και μέσαθέ τους
το θείο Του βλέμμα γεύεται τη Λευτεριά, του κόσμου την ουσία…
Μα οι Τυρρηνοί που λάμνουν τα κουπιά, με γεννημένη
δούλου ψυχή, θαρρούν ο Θεός αποκοιμήθηκε, κι αναλογιούνται
τ’ άγιο βασίλειό Του, τ’αθάνατα Του Δωδεκάνησα δικά τους,
και το Θεόν ακόμα, από τους ίδιους, σκλαβωμένο…
Μα να• ως ζυγώνουν ν’απιθώσουν πάνω Του τα χέρια,
το ξύλο αναστενάζει, αγαλινό μεμιά κινάει μελτέμι,
κι ώσπου ν’ανοίξει σιγανά ο Διόνυσος τα βλέφαρά Του,
σύγνεφο μαύρο χύνετ’αποπάνω τους που πυκναστράφτει,
και μονομιά η σβιλάδα πέφτει απάνω στη σβιλάδα…
Τρέχουν να πιάσουν τότε το μεσαίον ιστό και να μουδάρουν
πιο κάτου λίγο τα πανιά, να μη μπατάρει το καράβι,
κι αντί για ιστό, γιγάντιο ξάφνου κλήμα πιάνουνε στα χέρια,
κι απ’ τους σκαρμούς πηδάν κρουνοί κρασί πολύ, απ’ ολούθε,
κι ο Θεός ολότρος στέκει ανάμεσά τους, λιόντας και βρουχιέται:
«Ανάξιοι του Θεού, κι ανάξιοι της ουσίας του κόσμου.
της Λευτεριάς, στου θείου του πελάου το γλυκόν αέρα•
μια και ξαπλώσατε άσεβα τα χέρια προς εμένα
και στα νησιά μου στρέψατε άσελγα τη δούλα σκέψη,
’δέστε πως η άβυσσο να φτάσει ώσμε τ’ αστέρια
μπορεί, με το στερνό βυθό του πόντου
να σμίξει ο θόλος τ’ουρανού, κ’ η απλωσιά η μαγεύτρα,
μαύρη ρουφήχτρα τώρα, ανίλεα να Σας συνεπάρει.
Μα, πριν χαθείτε, ανοίχτε τα λαρύγγια και γευτείτε
μέσα στις φούχτες Σας τ’ αθάνατο πιοτό που Σας κερνάω
στην τρικυμία• γευτείτε το, ληστές, απ’ την ουσία του κόσμου,
Τη Λευτεριά, μια θύμηση να πάρετε μαζί Σας!»
……………
Έτσι, συχνά μέσα στους αιώνες, βάρβαροι πολλοί, την άγια
|ρέμβη του Θεού, ενώ γεύεται του κόσμου την ουσία,
τη Λευτεριά, να την πατήσουν άξαφνα ζητάνε
κι απλώνουν χέρια απάνω Του, και το ιερόν Αιγαίο
και τα νησιά Του τ’άγια τα νειρεύονται δικά τους.
Μα, καθεμιά φορά, καινούρια τρικυμιά υψωμένη,
καινούρια μέθη αθάνατη της Λευτεριάς, κορφώνει
τα βουνοκύματά της, το’να πίσω απ’ τ’άλλο,
κ’ οι βάρβαροι καταβουλιάζουνε τρελοί στον πάτο!
Μα τώρα, πια, της Λευτεριάς που η άγια Μέθη
περνά τους ωκεανούς και σπάει τις αλυσίδες
όλων των λαών• τώρα που ο πόντος όλος
βογκάει κι αφρίζει σύγκορμος, και βάθος και ύψος
στο ίδιο σημείο κορφώνονται, ποια τάχατ’ είναι
τούτ’ η κραυγή π’ απ’ όλα τα έθνη τρέχει απάνω;
Ιερή βροντή τ’αρχαίου Θεού, ή μη απ’ της Πάτμου
τη θεία σπηλιάν, ο βρυχηθμός καινούριος του Ιωάννη,
μια πιο παρθέναν Αποκάλυψη στα σύμπαντα μηνώντας;
«Ανατολή και Δύση, ακούστε: Η ώρα έχει σημάνει.
Η μια στην άλλη απάνω οι πόρνες πέφτουν και βουλιάζουν.
Σε λίγο πέφτει μες στην άβυσσο κ’ η πόρνη η πιο μεγάλη.
Ανατολή και Δύση, βάλτε βύσσινο χιτώνα,
βαμμένο στο αίμα Σας, χαρούμενο, καινούριο,
και τ’ “Αλληλούϊα” ας αντηχήσει απ’ τη μιάν άκρη
της γης στην άλλη, κι ο αντίλαλος ας κράξει
το “Ευοί κ’Ευάν” ώσμε τα πέρατα της Οικουμένης!»
………………….
Και να• ως ετούτη σταματά η φωνή, στου Αιγαίου την άπλα
όραμα μέγα ξεσκεπάζεται στα μάτια όλου του κόσμου:
Η αρχαία τριήρη μοναχή αρμενίζει τώρα πάλι,
με το Θεό το Διόνυσο απλωμένο στο τιμόνι,
χωρίς κουπιά, με μοναχά το μεσιανό της φουσκωμένο
μέγα πανί, απ’ της Λευτεριάς τον άνεμο ολοτέντωτο σαν τόξο•
κι απάνω απάνω, στον αφρό του Αιγαίου, γιγάντια ρόδα
απ’ της αβύσσου τα βαθύτερα στον αέρα ανεβασμένα,
ολανοιχτά στο μέγαν ήλιο και τη θείαν αρμύρα,
τα Δωδεκάνησα τα Ελεύτερα τα σύμπαντα ευωδάνε!