[Θυμούμαι τη στιγμή της τόσης ευτυχίας!]
Θυμούμαι τη στιγμή τής τόσης ευτυχίας!
Μπροστά μου τότε πρόβαλες εσύ,
Σαν όραμα και οπτασία περαστική,
Κι ωσάν το όργιο πλούσιας φαντασίας.
Μια καλλονή ασύγκριτης μαγείας.
Στον ποιητή
Ποιητή! Η αγάπη του λαού να μη σε πάει στην τρέλα.
Παρέρχεται η φήμη της στιγμής κι από επαίνους ενθουσιασμού.
Θ’ ακούσεις του ανόητου την κρίση, τα κρύα γέλια
Των πολλών, μα μείνε σταθερός και ήρεμος, σε θέση σκυθρωπού.
Εσύ ’σαι Ρήγας, ζήσε μόνος, τον λεύτερο ν’ ακολουθήσεις, έλα,
Δρόμο, στου πνεύματός σου δώσ’ σου τη ροή, στου στοχασμού,
Των λατρευτών σου ιδεών τους καρπούς φτάνοντας στην εντέλεια,
Για πράξεις ευγενικές παράσημα μη ζητάς του πρόσκαιρου συρμού.
Τα έχεις μέσα σου: κριτής ανώτατος του εαυτού σου.
Ξέρεις να κρίνεις αυστηρά τους κόπους τους δικούς σου.
Σου δίνει.
Καλλιτέχνη απαιτητικέ, χαρά των κόπων σου ο ιδρώς;
Πετάς από αγαλλίαση; Ας βλαστημάει το πλήθος,
Κι ας φτύνει στο βωμό, όπου η φωτιά σου καίει. Κι ο μύθος.
Με μπρίο παιδιού τον τρίποδα κραδαίνει ο τυφλός εσμός.
[Σηκώσου και πάλι σύσσωμη, Ελλάδα]
Σηκώσου και πάλι σύσσωμη, Ελλάδα,
Ότι μάταια δεν κίνησες ουρανό και γη,
Ότι μάταια δε φούντωσες πολέμου δάδα
Κι ο Όλυμπος, κι ο Πίνδαρος με σε μαζί.
Στον ίσκιο των αρχαίων σου ψηλών κορφών
Η νέα γεννήθηκε λευτεριά του ιερού σου πάθους,
Κι από του Περικλή και του Θεμιστοκλή τους τάφους
Και μες στη λάμψη των μαρμάρων σου κρυφών.
Ανέσπερης ηρώων δόξας και θεών πατρίδα
Σπάσε τις αλυσίδες σου, στη γόνιμη φωτιά πήδα
Με θούρια φλογερά μεγάλων βάρδων:
Του Ρήγα, του Τυρταίου και του Μπάιρον.
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος