Πάσχα των Ελλήνων
ΧΙ
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Άνεμος, άνεμος χαράς με ζώνει, με κυκλώνει,
άνεμος σει τα σπλάχνα μου, στα στήθη μου σκιρτά,
κι όπως νερώνε βροντισμός, κι ως του πλατάνου οι κλώνοι
αχολογάνε γύρα μου, κι ως πέλαο τα σπαρτά
τα κυματίζει μια πνοή κι ακρούρανα τα σμίγει
ανεβοκατεβαίνοντας χωρίς αναπαμό,
μια πνοή, η πνοή Της, με φωτάει, με ζώνει, με τυλίγει
τον άμετρο της γνώρας σου, ω Αγάπη, λυτρωμό!
Τι, καθώς σέρνει ο ποταμός των άνεμων, τα χνούδια
του σπόρου που φορτώσανε τα δέντρα – θεία πνοή –,
αγάλλομαι όλος, τα’ άγια Σου ξεχύνοντας τραγούδια,
να νιώθω πως ακέριο μου το πνέμα ανθορροεί.
Μιαν ώρα, κι όλα γύρα μου θα ρέψουνε τα φύλλα,
το ξέρω, στον αθάνατο που μου φυσάει σκοπό.
Μα, στη λαμπρή, τα μάτια μου που κλείνει, ανατριχίλα,
μες στην πηγή του δάκρυου μου, χωρίζω ένα καρπό.
Κ’ εκεί που κάθομαι ψηλά, γαλήνιος, κι ωριμάζω
το νόημα, φέρνει ο άνεμος θαμπούς κυματισμούς
καμπάνας μεσ’ απ’ τα χωριά: λογιάζω κι απεικάζω
που κράζει για της Χάρης Της τους θείους Χαιρετισμούς.
Όλα ως ν’ανοίγοντ’ άξαφνα με τ’άκουσμα τα φρένα,
πηγή ο αχός στη μέση τους κι αδιάκοπα σκιρτά,
σήμαντρα, πλάτανοι, νερά, όλα μιλούν σαν ένα:
η Ελλάδα που, τη Χάρη Της, ξυπνάει, και χαιρετά.
Στεριές, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάνα,
η Ελλάδα, στην αθάνατη, γονατιστή, πλαγιά
που τρέμει μπρος της η άβυσσο, ακούοντας την καμπάνα,
τα θεόρατα τα μάτια Σου στυλώνει, Παναγιά!
Μικρή παιδούλα, Σε κοιτά• και Σε κοιτάζει, κόρη•
και Σε κοιτάζει, ολόμεστη γυναίκα φωτεινή•
και Σε κοιτάζει, άμα κρατείς στο χέρι Σου το δόρυ,
κ’ είναι πολέμου σάλπιγγα στα χείλη Σου η φωνή!
Και Σε κοιτάει στο μέτωπο, και Σε κοιτάει στα χέρια:
το μέτωπό Σου, σκέπει το του μαντιλιού η σκεπή•
κ’ είναι τα χέρια Σου γυμνά σαν τα μεγάλα αστέρια,
στα χέρια Σου ειν’ η δύναμη, η αγρύπνια, η προκοπή!
Και Σε κοιτάει στα γόνατα, και Σε κοιτάει στα στήθια:
τα γόνατά Σου είναι σμιχτά, της αρετής θρονί•
κι από τα στήθια Σου άσωτος τρέχει κρουνός η αλήθεια,
η αγάπη τρέχει αστέρευτη με την υπομονή!
Και Σε κοιτάει στα κράσπεδα, και Σε κοιτάει στα πόδια:
σαν τα δικά της πέλαγα, τα κράσπεδά Σου ανθούν•
κ’ είναι βουνό, στα πόδια Σου, τα μήλα και τα ρόδια,
ολ’ οι καρποί στα πόδια Σου, για να φανερωθούν!
Ολ’ οι καρποί στα πόδια Σου• κι αυτή μαζί τους είναι,
καθώς Εσύ σαν έστεκες μπροστά στην Κιβωτό…
Μάνα• λογάριασε καλά, και ζύγιασε και κρίνε,
και γραψ’ Εσύ, της μοίρας της, το νέο κατεβατό!