Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Σουλιώτικο
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ’πο κάτω από το Σούλι.
Τόνα ’ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μητσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε ν’ από ψηλή ραχούλα:
― Πούστε του Λάμπρου τα παιδιά, πούστε ν’ οι Μποτσαραίοι
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει.
Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν,
ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:
― Παιδιά, σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα,
γιατ’έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες.
Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια.
Το Ζέρβα και το Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας:
― Παιδιά μ’ ήρθ’ ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι.
Κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκες των σπαθιών τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν: ― Πασά μου, ανάθεμά σε.
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαήδες κι Αρβανίτες.
Δεν είν’ έδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα,
εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι.
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι:
Έλα, πασά, τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ εδώ στον τόπο μας, στην έρημη την Κιάφα,
εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις και σουλτάνος.
Της Δέσπως Μπότσαρη
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
― Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι,
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
― Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι -ν- άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
― Σκλάβες Τούρκων μη ζήσουμε, παιδιά μ’, μαζύ μου ελάτε.
Και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Της Λένως Μπότσαρη
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες στην Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
― Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
― Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
― Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ ’μαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των τουρκών τα χέρια.