Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ(1893-1930)
Ακούσετε!
Ακούσετε!
Για ν’ ανάβουν τ’ αστέρια
σημαίνει πως κάποιος τα έχει ανάγκη;
Σημαίνει πως κάποιος επιθυμεί να υπάρχουν;
Σημαίνει πως κάποιος αυτά τα φτυσίματα μαργαριτάρια τα λέει;
Και, φέρνοντας
την καταιγίδα στο κατασκονισμένο μεσημέρι,
βουλιάζει ως το Θεό,
φοβάται μη φτάσει πολύ αργά,
κλαίει,
φίλα το ροζιασμένο του χέρι,
παρακαλεί —
του χρειάζεται ένα αστέρι! —
ορκίζεται
πως δε μπορεί να υποφέρει αυτό το μαρτύριο δίχως αστέρια.
Μετά,
σουλατσάρει την αγωνία του,
τον ήρεμο προσποιείται.
Λέει σε κάποιον:
«Τώρα πηγαίνεις καλύτερα, δεν είναι έτσι;
Πια δε φοβάσαι;
Ε;»
Ακούσετε!
Για ν’ ανάβουν
τ’ αστέρια —
σημαίνει πως κάποιος τα έχει ανάγκη;
σημαίνει πως είναι — απαραίτητο,
κάθε βράδι
πάνω από τις στέγες
ν’ αρχίζει να λάμπει ένα τουλάχιστον αστέρι;
Τελευταίοι Στίχοι
Κοντεύει στις δυο.
Θα έχεις πλαγιάσει ίσως.
Μέσα στη νύχτα,
σαν ασημένιος Όκα
κυλά ο Γαλαξίας.
Έχω όλον τον καιρό
και οι αστραπές των τηλεγραφημάτων
δε θα ρθούν πια
να σε ξυπνήσουν,
να σε βασανίσουν.
Το επεισόδιο έληξε,
καθώς λένε.
Η βάρκα του έρωτα
τσακίστηκε στην καθημερινή ζωή πάνω.
Ξοφλήσαμε
εμείς οι δυο.
Δεν ωφελεί να ξαναθυμάσαι
τους πόνους,
τις δυστυχίες
και τις αμοιβαίες αδικίες.
Κοίτα,
πόση ειρήνη βασιλεύει στο σύμπαν.
Η νύχτα
έχει επιβάλει στον ουρανό
μια δουλεία από τόσα
και τόσα
αστέρια.
Είναι η ώρα
που σηκώνεται κανείς και που μιλάει
στους αιώνες
στην ιστορία,
στο σύμπαν…
Μετάφραση: Άρης Δικταίος