Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (1821-1867)
L’ Albatros
Πολλές φορές οι ναυτικοί για να ψευτογλεντάνε
πιάνουν τους άλμπατρους — πουλιά της θάλασσας τρανά —
που ανέμελοι συντροφευτές του ταξιδιού ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα κυλάει τ’ αλγεινά.
Μόλις τους απιθώσουνε μέσα στην κάμαρά τους,
οι βασιληάδες τ’ ουρανού, δειλοί κι’ άχαροι πειά,
αφίνουνε τα κάτασπρα πελώρια φτερά τους
να σέρνονται στο πλάϊ τους σα θλιβερά κουπιά.
Αυτός ο τόσο εξαίσιος αιθεροβάμων κείται
άσχημος πειά κι’ αδέξιος, νωθρός και κωμικός,
το ράμφος με την πίπα του τού καίει ένας κακός
κι’ άλλος τις παληές πτήσεις του κουτσαίνοντας μιμείται.
Μ’ αυτό το νεφοπρίγκηπα μοιάζει κι’ ο Ποιητής
που κατοικεί στις θύελλες και περγελά τα μίση,
εξόριστος μες στη στενή χλεύη της γης αυτής
τον εμποδίζουν τα πλατειά φτερά του να βαδίση !
Ο Αυτοτιμωρούμενος
Θα σε χτυπήσω τώρα μονάχο
σαν τον χασάπη χωρίς οργή
και μίσος, σα Μωϋσής το βράχο,
κι’ από τα μάτια σου θα κάνω να βγη
τη Σαχάρα μου για να ποτίσω
του υπόφορου πόνου το νερό,
τον πόθο μου ολέλπιδο ν’ αφίσω
να πλέη στο δάκρυ σου τ’ αλμυρό
σαν πλοίο σ’ άπλετα πελάη·
και στην καρδιά μου ως θα μεθούν
οι ωραίοι λυγμοί σου θ’ αντηχούν
σαν τύμπανο που έφοδο καλάει.
Ο παράφωνος δεν είμαι τόνος
μες στη θεσπέσια Συμφωνία;
αφού είτε μ’ άλλους είτε μόνος
με τρώει η αχόρταγη Ειρωνία;
Απ’ την τραχειά φωνή μου γεννιέται,
κι’ ολάκερος είμαι ένα φαρμάκι,
το γρουσούζικο είμαι καθρεφτάκι
που αυτή η μέγαιρα κυττιέται.
Είμαι το τραύμα και το μαχαίρι
το μάγουλο και το χαστούκι
ο τροχός και το κομμένο χέρι
το θύμα κι’ ο δήμιος του και το ματσούκι.
Τ’ άγριο στοιχειό είμαι πούχω ξεβράσει·
κάποιος πολύ εγκαταλειμμένος,
σ’ αιώνιο γέλιο καταδικασμένος
που δεν μπορεί ποτέ να γελάση!
Μετάφραση: Λεωνίδας Πολυδεύκης
Σχόλια