Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
(1909-1990)
Οι γειτονιές του κόσμου
Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει.
Δεν είταν εύκολο — μην πεις — δεν είταν εύκολο.
Μια ώρα μονάχα — μια στιγμή μονάχα ακόμα
μ’ ένα φιλί — μ’ ένα δέντρο — ένα φιλί,
ένα άσπρο σεντόνι που μυρίζει σαπούνι,
το γυμνό σώμα της αγάπης,
το μεσημέρι με τα τζιτζίκια του στα γυμνά πόδια της αγάπης,
η μυρουδιά του πεύκου στα μαλλιά της αγάπης,
το μικρό περιστέρι της βραδιάς στη φούχτα της αγάπης,
η μεγάλη κραυγή στην κάμαρα την ώρα της αγάπης
και το μικρό αχ στο κουρασμένο στόμα της αγάπης,
ο ζεστός ύπνος στην ιδρωμένη μασκάλη της αγάπης
και τ’ αστέρια και τα λουλούδια νυχοπατώντας γύρω στο κρεβάτι της αγάπης —
Δεν είταν εύκολο — μην πεις — δεν είταν εύκολο.
Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει.
Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές
δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράματα
οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα
τα φώτα του Χαϊδαριού. Η συσκότιση.
Το φιλί είταν πικρό και βιαστικό.
Ύστερα πέφτανε τα χέρια στο πλάι.
Μια πιστολιά στο δρόμο. Η νύχτα. Κ’ η τρεχάλα.
Η νύχτα. Κ’ η καρδιά που χτυπάει δυνατά
όπως χτυπάει μια γροθιά πάνου στο τραπέζι.
Ύστερα πάλι η σιγαλιά. Μονάχα
τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο
κ’ ένα χέρι που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας
κ’ ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο
κ’ ένα χέρι που ράβει μια σημαία
κ’ ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι
και τ’ άστρα που δείχνουν τα σφιγμένα τους δόντια
πάνω απ’ τον κυρτό σταυρό που ανεμίζει στην Ακρόπολη
κι ο άνεμος που αρχίζει τα μεσάνυχτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι ο Αλέκος είπε:
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της και συ να λείπεις
νάρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα και συ να λείπεις
νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα και συ να λείπεις
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι και συ να λείπεις
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση την οδό Σταδίου
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος και συ να λείπεις
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει — η κάμαρα νάναι σκοτεινή
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο και συ να λείπεις
σκέψου δυο κορμιά να παίρνονται και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα
κ’ η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λυώνει
όταν ή καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θάχει λυώσει».
Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κ’ είπε με τη βαθειά του τη φωνή: «Να λείπεις,
δεν είναι τίποτα να λείπεις,
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».