Του Σταύρου Γεωργά.
Από την Πλατεία Ταχρίρ ώς την Πλατεία Συντάγματος η αίγλη του Facebook, του Twitter, των bloggers πήρε διαστάσεις εξαγνισμού. Χάρη σ’ αυτά τα -εξ ορισμού- υπέροχα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα πετύχαμε όλα! Ώστε (καθώς πηγαίνουμε από αναγωγή σε αναγωγή, αυτονοήτως κι απρόσκοπτα) η πλατεία, η κάθε πλατεία, μοιάζει διπλότυπο: προϋποθέτει, συμπυκνώνει και συμβολίζει, υλοποιημένον, έναν διευρυμένο, άυλο «δημόσιο χώρο», που φαίνεται να συμπίπτει με την «μπλογκόσφαιρα». Οι ανοιχτές συνελεύσεις μοιάζει να προεκτείνουν τις άυλες συζητήσεις, «κατεβάζοντας» (downloading) το ρεπερτόριο και τα στερεότυπά τους κι αναμειγνύοντάς τα ελεύθερα με τα στερεότυπα και το ρεπερτόριο που κομίζουν, από άλλην οδό, οι παλιές καραβάνες των συνελεύσεων και των ανοιχτών
συζητήσεων. Κι όλα είναι ωραία και (προ)επαναστατικά…
Κάποιος πρέπει και λίγο να γκρινιάξει μες στην ωραία ατμόσφαιρα, οπότε θα διερωτηθώ δημοσίως τι απέγινε με προβλήματα που είχαν ήδη ανακύψει στην άυλη Bαϊμάρη της «μπλογκόσφαιρας». Συμφυής προς την έννοια του δημοσίου χώρου μου φαίνεται, φερ’ ειπείν, η «γραφή παρανόμων»: το ότι εσύ μεν είχες, όπως όλοι, δικαίωμα να εισηγηθείς κάτι στην εκκλησία του δήμου και να πετύχεις να εγκριθεί, ταυτοχρόνως όμως η εκκλησία είχε το δικαίωμα να ξανασκεφτεί αν αυτό που εισηγήθηκες έβλαψε την πόλη – και να σε τιμωρήσει: εσένα, προσωπικά. Για να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, συνεπώς, προαπαιτείται η επώνυμη, δημόσια παρουσία σου: θανάσιμη για τη δημοκρατία (και για την ίδια την έννοια του δημόσιου χώρου) πρέπει να θεωρείται η ανωνυμογραφία. Kαι γελοιογραφία μόνο (αλλά φριχτή, απειλητική γελοιογραφία) της εκκλησίας του δήμου μπορεί να είναι η συρροή ψευδο-πολιτών μειωμένης (εξ ορισμού, εφόσον γράφουν με ψευδώνυμο) ευθύνης, στην «μπλογκόσφαιρα»…
Ξέρουμε όλοι ότι το πρόβλημα υπάρχει, υπό μορφήν επιδημίας μάλιστα. O πάλαι ποτέ «αυριανισμός» μοιάζει πια αντικείμενο νοσταλγίας (σαν τη χούντα σε ταινία του Περράκη, ας πούμε). Eδώ – τείνουμε προς το απόλυτο μηδέν: βλέπουμε τη φόδρα, ας το πω έτσι, της αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου (που, τάχα, θα ήταν η λύση: έτσι πρέπει να πιστέψουμε). Eδώ – το λιντσάρισμα είναι, λέει, η νέα μορφή δημοσίου ελέγχου, που την υιοθετούμε εσπευσμένα, ώστε να είμαστε «μέσα», συμβατοί προς το Zeigeist: το «πνεύμα των καιρών»… Διερωτώμαι, λοιπόν, τι απ’ αυτά τα ήθη «κατεβαίνει» κι αν υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικού anti-virus. Γιατί η αγανάχτηση είναι ευρύτατη έννοια και πολυσχιδής. Κι οι ανωνυμογράφοι αγαναχτισμένοι υποθέτω πως είναι. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως παρών και ανώνυμος. Η συμμετοχή σε μια ανοιχτή συνέλευση επανενεργοποιεί τους παλιούς μηχανισμούς αυτο-ελέγχου του δημόσιου λόγου (και χώρου). Μπορεί παραταύτα η ανωνυμογραφία να είναι το «ήθος του ρήτορος». Όπως το δικό μου είναι να γκρινιάζω μες στην ωραία ατμόσφαιρα, ας πούμε.
συζητήσεων. Κι όλα είναι ωραία και (προ)επαναστατικά…
Κάποιος πρέπει και λίγο να γκρινιάξει μες στην ωραία ατμόσφαιρα, οπότε θα διερωτηθώ δημοσίως τι απέγινε με προβλήματα που είχαν ήδη ανακύψει στην άυλη Bαϊμάρη της «μπλογκόσφαιρας». Συμφυής προς την έννοια του δημοσίου χώρου μου φαίνεται, φερ’ ειπείν, η «γραφή παρανόμων»: το ότι εσύ μεν είχες, όπως όλοι, δικαίωμα να εισηγηθείς κάτι στην εκκλησία του δήμου και να πετύχεις να εγκριθεί, ταυτοχρόνως όμως η εκκλησία είχε το δικαίωμα να ξανασκεφτεί αν αυτό που εισηγήθηκες έβλαψε την πόλη – και να σε τιμωρήσει: εσένα, προσωπικά. Για να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, συνεπώς, προαπαιτείται η επώνυμη, δημόσια παρουσία σου: θανάσιμη για τη δημοκρατία (και για την ίδια την έννοια του δημόσιου χώρου) πρέπει να θεωρείται η ανωνυμογραφία. Kαι γελοιογραφία μόνο (αλλά φριχτή, απειλητική γελοιογραφία) της εκκλησίας του δήμου μπορεί να είναι η συρροή ψευδο-πολιτών μειωμένης (εξ ορισμού, εφόσον γράφουν με ψευδώνυμο) ευθύνης, στην «μπλογκόσφαιρα»…
Ξέρουμε όλοι ότι το πρόβλημα υπάρχει, υπό μορφήν επιδημίας μάλιστα. O πάλαι ποτέ «αυριανισμός» μοιάζει πια αντικείμενο νοσταλγίας (σαν τη χούντα σε ταινία του Περράκη, ας πούμε). Eδώ – τείνουμε προς το απόλυτο μηδέν: βλέπουμε τη φόδρα, ας το πω έτσι, της αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου (που, τάχα, θα ήταν η λύση: έτσι πρέπει να πιστέψουμε). Eδώ – το λιντσάρισμα είναι, λέει, η νέα μορφή δημοσίου ελέγχου, που την υιοθετούμε εσπευσμένα, ώστε να είμαστε «μέσα», συμβατοί προς το Zeigeist: το «πνεύμα των καιρών»… Διερωτώμαι, λοιπόν, τι απ’ αυτά τα ήθη «κατεβαίνει» κι αν υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικού anti-virus. Γιατί η αγανάχτηση είναι ευρύτατη έννοια και πολυσχιδής. Κι οι ανωνυμογράφοι αγαναχτισμένοι υποθέτω πως είναι. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως παρών και ανώνυμος. Η συμμετοχή σε μια ανοιχτή συνέλευση επανενεργοποιεί τους παλιούς μηχανισμούς αυτο-ελέγχου του δημόσιου λόγου (και χώρου). Μπορεί παραταύτα η ανωνυμογραφία να είναι το «ήθος του ρήτορος». Όπως το δικό μου είναι να γκρινιάζω μες στην ωραία ατμόσφαιρα, ας πούμε.
Σχόλια