Του Θανάση Αποστόλου
Κοινοτισμός, αναρχισμός, η ελευθεριακή θέσμιση της κοινωνίας, παρουσιάζονται ως άπιαστα όνειρα, διαψεύδονται ωσάν να επρόκειτο για προτάγματα ανέφικτα και ανεδαφικά όταν πρακτικές του παλιού κόσμου επαναλαμβάνονται εν είδει φαρσοκωμωδίας από κάποιους που δηλώνουν ότι θέλουν έναν καινούργιο κόσμο.
Ρωμαϊκά αγάλματα παραταγμένα εν σειρά στο φως του μεσημεριού. Ο συλλέκτης μαρμάρινων μυτών, που κάθε τόσο φυσά την μύτη του σε ένα μαντίλι, σπάει με το καλάμι του τις μύτες των αγαλμάτων τις οποίες συσσωρεύει στον δερμάτινο σάκκο του. Ο αρχιτέκτονας Στούρλεϋ Κράκλαϊτ πλησιάζει και τον ρωτά εάν τον ενοχλεί να τον παρακολουθήσει επί το έργον.
Αυτός που μουτζούρωσε τον τοίχο της Καπνικαρέας δεν έχει –όπως και τα σκουλήκια– μάτια: δεν είναι σε θέση να δει αποτυπωμένα σε κάθε εκατοστό αυτού του τοίχου που του ανήκει, την καταστροφή και την ομορφιά, την εναλλαγή των εξουσιών, τα κυρίαρχα μυθεύματα, την πτώση και τον αφανισμό τους, την τέχνη και την αγάπη, τον ανθρώπινο μόχθο. Αυτός που μουτζούρωσε τον τοίχο της Καπνικαρέας είναι τυφλός, ανήμπορος, και κρατά το μπαστούνι της ανοησίας.
Οι ακρωτηριασμένες μύτες των αγαλμάτων εκτίθενται, από τον συλλέκτη τους, παραταγμένες εν σειρά σε μικρό πάγκο, παρόμοιο με εκείνους που στήνουν οι υπαίθριοι μικροπωλητές. Καθώς ο διερχόμενος αρχιτέκτονας κοντοστέκεται για να τις παρατηρήσει, ο συλλέκτης περιεργάζεται την μύτη του αρχιτέκτονα και του χαρίζει το θραύσμα που θεωρεί ότι ταιριάζει με την τυπολογία της· έπειτα φυσά ξανά την μύτη του στο μαντίλι.
Αυτός που αποκεφάλισε το άγαλμα της Κυβέλης, εκείνος που λέρωσε τους βυζαντινούς τοίχους, όλοι όσοι ξέρουν μόνον να πασαλείβουν τις μύξες τους πάνω στην πόλη, αντί να την ελευθερώσουν, αντί να την κατακτήσουν, να την αναμορφώσουν και αναδομήσουν, αντί να την οικειοποιηθούν εξ ονόματός τους, με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, έχουν προδιαγράψει το μέλλον τους.
Από το ύψος του υπερώου, που βρίσκεται στο εσωτερικό του Μνημείου του Βίκτορα Εμμανουήλ του Δεύτερου στη Ρώμη, ο άρρωστος Στούρλεϋ Κράκλαϊτ οπισθοχωρεί ακόμη δύο βήματα προς το ανοιχτό παράθυρο και βουτά στο κενό ως άλλος Αρχιμάστορας Σόλνες.
Η ομορφιά βρίσκεται στα οδοφράγματα των εξεγέρσεων, στα έργα των ανθρώπων, στα μνημεία των πολιτισμών, στο πιο ταπεινό αντικείμενο, στο πιο απλό εργαλείο, στις πιο απλές πράξεις, και στη θέληση να γκρεμίσεις όσο και να χτίσεις. Εν αντιθέσει με τα συνθήματα των εξεγέρσεων, στις μουτζούρες των κενολογιών και της τυφλής μανίας βρίσκεται μόνον η δυσωδία της σήψης του παλιού κόσμου· εν αντιθέσει με την ζωογόνα βία της επανάστασης, στις αναίτιες καταστροφές βρίσκεται η πολλαπλή αυτοκτονία εκείνων που τις διαπράττουν.
Υ.Γ.
Σε αυτή την πόλη όπου «κοσμείται» από κτήρια και αγάλματα όπως αυτά των Μπάμπη Βωβού, Κώστα Βαρώτσου και Βαγγέλη Μουστάκα, και την ίδια ώρα όπου κάποιοι ντύνουν με πλεκτά πουλοβεράκια τα δέντρα ενώ άλλοι φυσούν την μύτη τους πάνω σε ότι έχει απομείνει, οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια συνεχίζουν απρόσκοπτα την δουλειά τους.
Είναι η Αθήνα του 2015, είναι η ταινία του Πήτερ Γκρήναγουεϊ, Η κοιλιά του αρχιτέκτονα του 1987· είναι η νόσος και ένα έργο για την νόσο.