ότι σχεδόν ένα χρόνο μετά θα ήταν αληθινό αίμα που θα πότιζε ένα αληθινό δέντρο…
Γεννητούρια
Ουρλιάζουνε κακόφωνα τα θάματα της γέννας
και πίδακες από αίματα βάφουν τους ουρανούς
Στα δέκα, εφτά πεθαίνουνε μα τ’ άλλα θα βαστήξουν
να θάψουνε τους άταφους και τους παλιούς νεκρούς
Κι εσύ που κουκουλώνεσαι μέσα στα δυο σου χέρια
να μη βραχείς, να μην τα δεις, να μην τσαλακωθείς
Αβάφτιστος κι ολόιδιος θα φύγεις για τα ξένα
αφού δεν εκολύμπησες στην άγρια γιορτή
Μη φέρετε χρυσαφικά, λουλούδια και μετάξια
Μη φέρετε γραμματικούς, παπάδες και γιατρούς
Τι να τους κάνουν τους σταυρούς αυτοί που το γνωρίζουν
ότι θα ανέβουν στο σταυρό και δεν θα αναστηθούν
Μόνο να πείτε στις γριές που θα ’ρθουν με τα μαύρα
να φέρουν κείνα που ’θαψαν μια νύχτα βροντερή
Ένα ντουφέκι αντάρτικο απ’ τα βουνά της πείνας
κι από τη γη του Σηκωμού ένα παλιό σπαθί
Κόψε με τη λεπίδα του της μάνας τα λουριά
να μην ξαναγυρίσουνε, να μην τα ξαναδείς
Δεν είναι στοργική αγκαλιά για τις δικές τους πλάτες
Σκόνες, τσιμέντα, σίδερα, γκρεμίσματα της γης
Κι άμα θα βγουν και τέρατα φριχτά και Εφιάλτες
θα ’χουν ντουφέκια έμπειρα του πόνου οι καρποί
Η μοίρα λέει να γίνουνε σκληροί κι αδερφοκτόνοι
και πάλι από τα κλάματα θα γεννηθεί κραυγή
Γιατί το ξέρεις πως νερό ταιριάζει για το δέντρο
της ομορφιάς, της σύνεσης, όχι της λευτεριάς
Αυτό στα βράχια πιάνεται, ριζώνει και καρπίζει
αν το ποτίσουν άδικες, θανάσιμες πληγές
Γ.Π.