Ο καταιγισμός γεγονότων, ο ιδιαίτερος ρόλος των ΜΜΕ και του διαδικτύου στην ακατάσχετη ροή εικόνων και πληροφορίας, και ο δυσμενής συσχετισμός δύναμης ανάμεσα από τη μια σε δυνάμεις και ελίτ που έχουν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία, και από την άλλη στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, έχουν οδηγήσει σε ένα νέο τοπίο, αυτό μιας «γυμνής μετάβασης». Η «γυμνή μετάβαση» σημαδεύεται από κολοσσιαίες αναδιαρθρώσεις κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής, της οικονομίας, των μεταφορών, του χρόνου, του χώρου, της επικοινωνίας, των μορφών συλλογικής ύπαρξης, της συνείδησης, του πνεύματος, του πολιτισμού κ.λπ.
Κύρια οχήματα της «γυμνής μετάβασης» είναι η ψηφιακή τεχνολογία, η 4η βιομηχανική επανάσταση, η εισβολή της τεχνητής «νοημοσύνης» σε πολλαπλά πεδία. Επειδή όλα αυτά συμβαίνουν με πρωτοβουλία του κεφαλαίου και σε πλανητική κλίμακα, έχει ορθωθεί ένα ιδεολογικό πλέγμα που διευκολύνει, στηρίζει και λιπαίνει αυτή τη «γυμνή μετάβαση». Μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν ολοκληρωμένο ιδεολογικό μηχανισμό, με απίστευτες διασυνδέσεις και απολήξεις, ο οποίος υπηρετεί τη νέα «υλική βάση».
Ο καταιγιστικός ρυθμός βέβαια δεν μπορεί να καταργήσει όλες τις ενυπάρχουσες αντιθέσεις. Αντιθέτως, τις οξύνει. Αλλά έχει ήδη πολλές επιτυχίες σε επίπεδο συνείδησης, ιδιαίτερα μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι πως κατατεμαχίζονται και ακυρώνονται οι «μεγάλες αφηγήσεις», γκρεμίζεται ό,τι θεωρούνταν σταθερό και λογικό σε ένα προηγούμενο στάδιο (έθνος-κράτος, έθνος, τάξη, κοινωνία, δίκαιο κ.λπ). Η διαδικασία αυτή περνά πρώτα από μια φάση «ρευστοποίησης» (όπως λέει και ο Μπάουμαν), και μετά επιβολής νέων νορμών σε όλα τα πεδία. Επιλέγονται και επιβάλλονται νόρμες που να είναι συμβατές με το γκρέμισμα κοινωνικών δικαιωμάτων, εθνικής κυριαρχίας, εργασιακών σχέσεων και κατακτήσεων, αναδιάταξης του χώρου και χρόνου με τις νέες ιδιαίτερες παραγωγικές ανάγκες και τα σχήματα αξιοποίησης, και φτιάχνεται ένα δυστοπικό τοπίο που θυμίζει το ντεκόρ και τις εικόνες από έργα επιστημονικής φαντασίας – όπου τα πιο προηγμένα τεχνολογικά επιτεύγματα και ανακαλύψεις (μέχρι και τα cyborg ή οι ρέπλικες ανθρώπων-ρομπότ) συνυπάρχουν με αρχαϊκές μορφές και δομές σκλαβιάς και δουλοπάροικων ανακατεμένων πληθυσμών.
Μια διαπίστωση που δεν (πρέπει να) μας τρομάζει
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ρευστοποίησης και επιβολής, είναι λογικό ολόκληρες κοινωνίες να βρίσκονται μετέωρες, να νοιώθουν χωρίς νόημα, χωρίς λόγο ύπαρξης, να χυλοποιούνται και να ακολουθούν τυφλά τη νέα θέση που τους αναλογεί στη νέα τάξη πραγμάτων του ψηφιακού «μεταβιομηχανικού» καπιταλισμού. Η χώρα μας, έχοντας το «προνόμιο» να ανήκει στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», ευρισκόμενη στον Δυτικό κόσμο, ακολουθεί την τροχιά που επιβάλλει η «γυμνή μετάβαση». Παράλληλα όμως η μεθοριακότητά της, η ιδιαίτερη θέση της ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, η ταυτόχρονη ευρωπαϊκή, μεσογειακή και βαλκανική της διάσταση, και κυρίως η ιστορία και ο πολιτισμός της, κάνουν την «αλλαγή» που προωθείται παράγοντα μεγάλου ταραγμού, εθνικού και κοινωνικού.
Οι προηγούμενες δόσεις του μεταπρατικού εκσυγχρονισμού προωθήθηκαν με μια κάποια συναίνεση, «να φθάσουμε και να συγκλίνουμε με την Ευρώπη». Ακολούθως, με την Ολυμπιάδα του 2004, νομίσαμε ότι αναβαθμιστήκαμε σε μια άλλη κατηγορία ανεπτυγμένων χωρών. Όμως με την κρίση και τα μνημόνια περιπέσαμε απότομα σε μια κατάσταση μετανεωτερικής αποικίας. Κι αυτά μέσα από μια επιταχυνόμενη μετάλλαξη όλου του επίσημου πολιτικού συστήματος, που κατάπιε εύκολα και αμάσητα προηγούμενες αντιθέσεις, πολιτικές και ιδεολογικές (Δεξιά – Αριστερά, προοδευτικός χώρος κ.λπ.). Η κοινωνία, ή μεγάλο μέρος της, έμεινε χωρίς φωνή, σε πλήρη σύγχυση, ακέφαλη, χωρίς διανόηση, χωρίς μπούσουλα. Ακόμα εκεί είμαστε: χωρίς μπούσουλα, ακέφαλοι, άστεγοι, αδέσποτοι, και ίσως άβουλοι.
Ο στίχος του Ν. Καββαδία «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» εκφράζει αρκετά παραστατικά την κατάσταση που βιώνει ο ελληνικός χώρος, η ελληνικότητα και η ελλαδικότητα, ο ελληνικός λαός. Μετέωρος, χωρίς πυξίδα, εκτεθειμένος σε χίλιους ανέμους και με ανοικτό ένα υπαρξιακό πρόβλημα. Αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να μας τρομάζει. Αντίθετα, πρέπει να μας παρακινεί: πρώτα να τη διαπιστώσουμε και στη συνέχεια να συλλάβουμε το πώς θα μπορούσε να είναι μια διαφορετική πορεία. Αν είναι αναγκαία μια διαφορετική πορεία, και υπό ποίες προϋποθέσεις. Με ποια περπατησιά και με ποιους τρόπους θα ανοιχθούν νέοι δρόμοι ή θα ακολουθηθούν μονοπάτια που θα ανοίξουμε, και αν χρειαστεί θα σκάψουμε εκ νέου με τα ίδια μας τα χέρια.
Επιλέγονται και επιβάλλονται νόρμες συμβατές με το γκρέμισμα κοινωνικών δικαιωμάτων, εθνικής κυριαρχίας, εργασιακών σχέσεων και κατακτήσεων, αναδιάταξης του χώρου και χρόνου… και φτιάχνεται ένα δυστοπικό τοπίο που θυμίζει έργα επιστημονικής φαντασίας
Οι προτεραιότητες του μεταπρατικού κόσμου
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας, αποδεχόμενες πλήρως τις συντεταγμένες του νέου ρόλου της Ελλάδας ως κόμβου ενέργειας, υπηρεσιών, τουρισμού, logistics, και ΝΑΤΟ, προωθούν τον εκσυγχρονισμό του μεταπρατικού χώρου με «αναγκαίες» μεταρρυθμίσεις – έτσι ώστε να είναι συμβατός ο χώρος (όχι η χώρα), ακόμα και συρρικνωμένος ή δορυφοριοποιημένος αν χρειαστεί, με τις διεθνείς δυτικές προδιαγραφές. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει αναλάβει πρωτοβουλία να προωθήσει τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» και την «πράσινη οικονομία» και προχωρά σε ένα μπαράζ νομοθετικών ρυθμίσεων, που εντάθηκαν τον τελευταίο μήνα του περασμένου χρόνου (εργασιακό, μεταναστευτικό, ασφαλιστικό) και συνεχίζονται άμεσα τώρα. Για παράδειγμα, ψηφίζονται εντός ολίγου η επιστολική ψήφος, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο νέος ποινικός κώδικας, ο νέος χάρτης της υγείας, ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών. Πρόκειται όντως για μπαράζ! Παράλληλα, με την επίσκεψη Ερντογάν στις 7 Δεκεμβρίου μπήκαν οι βάσεις περαιτέρω «προσέγγισης», οικονομικής και πολιτικής, με την Τουρκία, και υπόκλισης στον ηγεμονικό της ρόλο στην περιοχή.
Η κοινωνία όμως έχει ακόμα αντισώματα. Αυτά πρέπει να εξαφανιστούν ή να τύχουν μιας ορισμένης διαχείρισης: Σε όλες τις έρευνες εταιρειών φαίνεται ότι υπάρχει μια μεγάλη και εκτεταμένη δυσαρέσκεια που αφορά την οικονομική δυσκολία. Περίπου το 80% όσων ρωτούνται ομολογούν ότι με μεγάλη δυσκολία τα βγάζουν πέρα οικονομικά. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, κοντά στο 70%, πιστεύει ότι το 2024 οι συνθήκες διαβίωσης θα χειροτερεύσουν περαιτέρω. Ο φόβος αγκαλιάζει μεγάλα ποσοστά: φόβος και αβεβαιότητα για το αύριο, φόβος από έλλειψη ασφάλειας και εξάπλωσης της παραβατικότητας κ.ο.κ. Επίσης δεν είναι φανερό το σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένη η κοινωνία να συναινέσει σε μια συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας για την επίτευξη μιας συμφωνίας υπό τουρκική επεκτατική ηγεμονία.
Αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που η εκτέλεση του συμβολαίου (κατά τα πρότυπα που εκτελέστηκε το προηγούμενο, της συνθήκης των Πρεσπών) δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα χωρίς ένα κάποιο «περιτύλιγμα» που να παρουσιάζει τη συρρίκνωση κυριαρχίας ως επιτυχία. Κάτι ανάλογο ισχύει και σε άλλα ζητήματα: για παράδειγμα, ακόμα και μετά την τεράστια πλύση εγκεφάλων που έχει προωθηθεί στην υπόθεση των ιδιωτικών ΑΕΙ, πάλι φαίνεται πως σχεδόν το μισό, ίσως και παραπάνω, της κοινωνίας είναι δύσπιστο με την «απελευθέρωση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Διότι κατανοεί ότι το δικαίωμα στη μόρφωση θα περιοριστεί όλο και περισσότερο σε αυτούς που θα έχουν να πληρώσουν, ενώ το πιο φτωχό τμήμα της κοινωνίας θα αποκλείεται από τα ΑΕΙ, ιδιωτικά και δημόσια.
Επομένως δεν έχουν γίνει όλα «αλοιφή».
Χρειαζόμαστε μια ταυτόχρονη τριπλή κίνηση: Πρώτον, να αποκτήσουμε έναν μπούσουλα με δικές μας προτεραιότητες. Δεύτερον, να γίνει το 2024 χρονιά κατανόησης και οικοδόμησης προϋποθέσεων. Και τρίτον, να είναι χρονιά ανάτασης ενός πνεύματος αξιοπρέπειας και αντίστασης
Η ατζέντα των ντόπιων ελίτ και των πολιτικών υπαλλήλων τους
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας (ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους) για να υπάρξουν πρέπει να προχωρήσουν τους σχεδιασμούς που προαναφέραμε και να εκτελέσουν διάφορα «συμβόλαια». Για να έχουν μια ορισμένη υπόσταση πρέπει να διαμεσολαβήσουν ό,τι υποβάλλει το ΝΑΤΟϊκό και αμερικανικό επιτελείο (Πρεσβεία), και ταυτόχρονα να προωθήσουν όλες τις μεταρρυθμίσεις ώστε η ροή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας να συνεχιστεί απρόσκοπτα. Καμία εκταμίευση δόσεων δεν γίνεται αν προηγουμένως δεν υπάρξουν «μεταρρυθμίσεις» στο εσωτερικό. Κανένα δάνειο δεν δίνεται χωρίς να ανοιχτούν διάπλατα όλες οι πόρτες για ιδιωτικοποιήσεις και λεηλασία δημόσιου πλούτου. Αυτό το ξέρουν και οι δικοί μας και οι διεθνείς κυρίαρχοι. Κοινωνικός οδοστρωτήρας εσωτερικά και συρρίκνωση κυριαρχίας όσον αφορά τα εθνικά, αφού κάτι τέτοιο φέρνει την Τουρκία πιο κοντά στη Δύση και μετατρέπει καλύτερα τη χώρα σε Δυτικό-ΝΑΤΟϊκό ορμητήριο.
Το κοινωνικό ζήτημα εσωτερικά έχει πολλές πλευρές. Καταρχήν την οικονομική, με την έννοια μιας προχωρημένης φτωχοποίησης και συγκέντρωσης πλούτου και δύναμης σε μια μειοψηφία. Ήδη, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι Έλληνες είναι φτωχότεροι κατά 22,5% σήμερα σε σχέση με το 2009. Ταυτόχρονα το πλουσιότερο 5% του πληθυσμού έχει στα χέρια του το 1/3 του πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% του πληθυσμού κατέχει μόλις το 10%. Ο δε στόχος να γίνουμε Ευρώπη, ή να φθάσουμε την Ευρώπη, δεν σημαίνει διόλου εξάλειψη της φτώχειας, αφού εκεί η ανισότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη: το πλουσιότερο 5% κατέχει το 41,5% του πλούτου και το φτωχότερο 50% μόλις το 5%! Από αυτό το γεγονός καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σηκώνει κι άλλη «απολίπανση» η ελληνική κοινωνία, με καταστροφή στρωμάτων μικρομεσαίων. Οι άλλες πλευρές του κοινωνικού ζητήματος σχετίζονται με το πολιτειακό ζήτημα, δηλαδή τι είδους πολιτεία (άρα και κοινωνία θα έχουμε), και με το θέμα της δημοκρατίας και της συμμετοχής των πολιτών σε όλα τα κοινά – αντί για την παραμονή σε ένα μοντέλο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που είναι κενό περιεχομένου και ταυτίζεται περισσότερο με το λόμπινγκ και την επιχειρηματική πολιτική, αποστερώντας με διάφορους τρόπους κάθε πραγματική συμμετοχή και έλεγχο.
Σχετικά με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, από το σημερινό στάτους μιας μετανεωτερικής αποικίας με ορισμένα επιχρίσματα κυριαρχίας και με μια πολιτεία που αρνείται να εφαρμόσει την κυριαρχία και την επικράτειά της, είναι αναγκαίο να γίνουν βήματα αύξησης των βαθμών κυριαρχίας (και όχι μείωσής της, όπως σχεδιάζουν πολιτικές και οικονομικές ελίτ, ο τουρκικός επεκτατισμός και οι δυτικοί επικυρίαρχοι ΗΠΑ και Ε.Ε.). Ενώ λοιπόν οι μηχανές έχουν φουλάρει και οι Πρεσβείες έχουν βάλει πιεστικές ημερομηνίες υλοποίησης, η κοινή γνώμη μένει απληροφόρητη, χωρίς καμία ενημέρωση για το τι ετοιμάζεται και τις προωθείται. Ο Μητσοτάκης είχε κάνει λόγο για «υποχωρήσεις», τώρα βλέπει καλές σχέσεις με Τουρκία (άσχετα αν μόλις προχθές ο Ερντογάν επανέλαβε τα πάντα για τη Γαλάζια Πατρίδα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο), και στην πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ είπε πως «δεν είμαστε κοντά στο να πάμε στη Χάγη, αλλά σίγουρα δεν είμαστε τόσο μακριά όσο ήμασταν πριν από έναν χρόνο».
Αυτή είναι πάνω κάτω η κυρίαρχη ατζέντα στην οποία συγκλίνουν σήμερα οι ελληνικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η «αντιπολίτευση» των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Ξανά ο μπούσουλας!
Το 2024 θα είναι καλύτερο από το 2023; Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει ή να το εγγυηθεί. Μόνο να το ευχηθεί. Πρόσφατα, όταν ευχήθηκα σε φίλο «καλή χρονιά», μου απάντησε «εμείς να γίνουμε καλύτεροι». Αν το ψάξουμε, το να γίνουμε καλύτεροι σημαίνει μια ταυτόχρονη τριπλή κίνηση: Πρώτον, να αποκτήσουμε έναν μπούσουλα με δικές μας προτεραιότητες, που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και του τόπου. Δεύτερον, να γίνει το 2024 χρονιά νέας συνείδησης, να συμβάλλουμε στο να είναι χρονιά κατανόησης και οικοδόμησης προϋποθέσεων, ώστε να τεθούν όσο είναι δυνατόν οι βάσεις ενός σημαντικού εγχειρήματος. Και τρίτον, να είναι χρονιά ανάτασης ενός πνεύματος αξιοπρέπειας και αντίστασης.
Θα δανειστούμε από ένα κλασικό σαββοπουλικό τραγούδι τρεις χρόνους που πρέπει να διατρέξουμε:
«Η πλατεία ήτανε άδεια και τρελός απ’ τα σημάδια»: Παροντικός χρόνος, η σημερινή κατάστασή μας.
«Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό»: Παρόν και προσωρινός μέλλοντας, αναγκαίο στάδιο. Δεν είμαστε μηδέν, αλλά είμαστε «μισοί»
«Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά»: Το συμβάν της αλλαγής των συσχετισμών, το αποτέλεσμα της νέας συνείδησης και της αντίστασης.
Το τι θα είναι τελικά το 2024, εξαρτάται και από εμάς. Από το «εμείς» και τον μπούσουλά μας!