Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885-1968)
Πάθος
Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια – τα χέρια σου –
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι αντρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο…
Έρωτας Τάχα….
Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ’ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ’ναι η συφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που ’χει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ’ναι, το ποθώ,
και καλώς νά ’ρθει το κακό
που είν’ από σένα.
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.
Χωρισμός
Χρυσό μου αγόρι, θέριεψεν ο πόνος
μεσ’ στη δοκιμασμένη μου καρδιά.
Για συλλογίσου! Πέρασ’ ένας χρόνος
που μ’ άφησες να πας στην ξενιτειά.
Η ορφανή αγκαλιά μου σε γυρεύει
– φωλιά δίχως τη ζέστα του πουλιού –
το στόμα μου για σε κρυφοσαλεύει
κι ακούω τον κούφιον ήχο του φιλιού.
Μέρα τη μέρα σώνουνται τα χάδια
που γιόμιζαν για σε τα δυο μου χέρια,
κι έτσι σφιχτοδεμένα τώρα κι άδεια
μοιάζουν σα να τα λάβωσαν μαχαίρια…