Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η παρουσίαση των πρακτικών του Συνεδρίου για «το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στη τροχιά του 21ου αιώνα», την Τετάρτη 05/02, στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ στην Αθήνα. Την εκδήλωση παρακολούθησαν πάνω από 100 άτομα δια ζώσης και περισσότερα από 200 διαδικτυακά από όλα τα κανάλια μετάδοσης του Συνεδρίου. Στα πλαίσια της συνέχισης των δράσεων του εγχειρήματος και με την επιδίωξη περαιτέρω συνάντησης, συζήτησης, εμπλοκής και συμμετοχής πάνω στα φλέγοντα ζητήματα που άνοιξε το Συνέδριο, αυτή η εκδήλωση ήρθε να παρουσιάσει τα κεκτημένα του πρώτου Συνεδρίου, την κίνηση που ακολούθησε πανελλαδικά, αλλά και τους στόχους που τίθενται για το επόμενο διάστημα.
Μνεία στον Βαγγέλη Πισσία
Κατά την εκκίνηση της παρουσίασης, ιδιαίτερη και συγκινητική στιγμή ήταν η μνεία στη ζωή και το έργο του προσφάτως εκλιπόντος Βαγγέλη Πισσία, για τον οποίο προβλήθηκε βίντεο με στιγμιότυπα της ομιλίας του στο Συνέδριο τον Μάιο του 2024 και με άλλες στιγμές της ζωής και της δραστηριότητάς του.
Γιώργος Τασιόπουλος: «Να ανακτήσουμε ως λαός την ηγεμονία»
Την εκδήλωση άνοιξε ο Γιώργος Τασιόπουλος, εκπαιδευτικός, ο οποίος κατά την ομιλία του έκανε μια κριτική ανασκόπηση τόσο των πεπραγμένων του Συνεδρίου του περασμένου Μαΐου, όσο και του συγκεντρωμένου πλούτου που περιλαμβάνεται στον τόμο των πρακτικών και αποτελεί ένα σημαντικό εφόδιο στην αναζήτηση εναλλακτικής πορείας της χώρας και του λαού. Με αναφορές σε αποσπάσματα του συνόλου των εισηγήσεων που περιλαμβάνονται στον τόμο, σκιαγράφησε τον κοινό τόπο εκτιμήσεων και πολιτικών απόψεων που αποτυπώθηκε στη διαδικασία του Μαΐου. Αυτόν τον «κοινό τόπο» πρότεινε ως οδοδείκτη και για τα επόμενα βήματα, κλείνοντας την ομιλία του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θα πρέπει στις “αγορές μας” με την αρχαία τους έννοια δηλαδή, να γνωριστούμε, να διαλεχθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, γιατί είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το υπαρξιακό μας πρόβλημα μέσα από τα like. (…) Να γίνουμε οι δεξαμενές καταγραφής των προβλημάτων και να καταθέσουμε τις προτάσεις μας για την επίλυση του υπαρξιακού προβλήματος του τόπου μας. Δεν μας ταιριάζει το πυραμιδωτό αθηνοκεντρικό μοντέλο, έδωσε εξετάσεις στο κράτος και στο κομματικό σύστημα και μας οδήγησε στην τραγωδία που βιώνουμε. Για να βρούμε το δρόμο μας, να νοηματοδοτήσουμε τον κοινωνικό μας βίο όπως μας αξίζει, να δημιουργήσουμε ιδέες και σχέδιο και να το επιβάλλουμε ως την ατζέντα του διαλόγου από κάτω ενάντια στο σύστημα της υποτέλειας. Έτσι θα ανακτήσουμε ως λαός την ηγεμονία».
Μαρία Καραμανώφ: «Είμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο»
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο η Μαρία Καραμανώφ, ε.τ. αντιπρόεδρος του ΣτΕ και πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας. Μεταξύ άλλων η Μ. Καραμανώφ είπε: «Αν σε προσωπικό επίπεδο το υπαρξιακό πρόβλημα είναι το δυσκολότερο ερώτημα που μπορεί να θέσει κανείς τον εαυτό του και οι περισσότεροι προσπαθούμε να το αποφύγουμε, δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε το ίδιο όταν πρόκειται για τη χώρα, γιατί η απάντηση που θα δώσουμε σήμερα εμείς σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, […] πρώτον, θα είναι το υπόβαθρο για όλες τις μελλοντικές μας επιλογές και, δεύτερον, θα προδικάσει και την τύχη όλων των επομένων. Είμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο που θα αποφασίσουμε για όλες τις επόμενες γενιές και αυτή η απόφαση δεν μπορεί να αφήνεται στην τύχη της». Στη συνέχεια αφού αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα του σχεδιασμού για το μέλλον του πλανήτη («σχεδιασμός ή καταστροφή»), τόνισε την ανάγκη ανάπτυξης συγκεκριμένων μεθοδολογιών που θα συστηματοποιούν τη σκόρπια πληροφορία και παράγουν την απαραίτητη γνώση στις διάφορες πτυχές του «υπαρξιακού προβλήματος» για να μπορέσει στη συνέχεια να υπάρξει οποιαδήποτε πρόταση. Κλείνοντας επέστησε την προσοχή στην εξαγγελθείσα και επικείμενη αναθεώρηση του συντάγματος συνιστώντας εγρήγορση διότι «πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ ούτως ώστε βασικές αξίες αυτού του πολιτεύματος που κατοχυρώνονται στο σύνταγμα να μη θιγούν και να μην αλλοιωθούν».
Ρούντι Ρινάλντι
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Ρούντι Ρινάλντι, εκδότης της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς. Αφού αναφέρθηκε στη διεθνή γεωπολιτική κατάσταση και ειδικά στις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν με την εκλογή Τραμπ και την αναδιάταξη του δυτικού στρατοπέδου, αναφέρθηκε στη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτή τη διεθνή κρίση. Η δύσκολη οικονομική και γεωπολιτική θέση της χώρας πλέον συνοδεύεται και από μια σοβούσα πολιτική κρίση, ένα «ενεργό ρήγμα», το οποίο εκφράστηκε γύρω από την αντίδραση του κόσμου για «το έγκλημα των Τεμπών, το οποίο πλέον παίρνει διαστάσεις ενός πολιτικού παράγοντα που επενεργεί και λειτουργεί και σαν καταλύτης για διάφορες εξελίξεις». Έπειτα επικεντρώθηκε στο μέγα ζητούμενο κάθε διαφορετικής πορείας των πραγμάτων, στο ζήτημα του υποκειμένου. Επέμεινε πως το Συνέδριο είναι ένα εγχείρημα που συνέχισε τη δραστηριοποίησή του μετά τον Μάιο και μέχρι σήμερα έχει προκαλέσει συζητήσεις, αρθρογραφία, εκδηλώσεις σε μια προσπάθεια συγκρότησης μιας κίνησης που να συμβάλλει στην επίλυση του υπαρξιακού προβλήματος του λαού και της χώρας. Τέλος, αναφέρθηκε στην επιθυμία της οργανωτικής επιτροπής να προχωρήσουμε προς τη διοργάνωση ενός δεύτερου Συνεδρίου που θα διεξαχθεί τον Νοέμβρη του 2025, το οποίο θα έχει και πάλι έναν χαρακτήρα συζήτησης και αναζήτησης, από τη μία μεριά, ενώ από την άλλη θα επιχειρεί να έχει ένα πιο έντονο πολιτικό στίγμα εστιάζοντας (όπου αυτό είναι δυνατό) σε προτάσεις και απαντήσεις.
Οι παρεμβάσεις της εκδήλωσης
Πρώτος παρενέβη ο Λαοκράτης Βάσσης, ο οποίος αναφέρθηκε στο μεγάλο (βαθιά πολιτιστικό) κενό, που «ο λαός μας το συνειδητοποιεί ως στέρηση οξυγόνου»: «είμαστε πια ένας λαός με πυξίδα χωρίς βελόνα». Το Συνέδριο δεν είναι παρά «απαρχή αυτής της συνειδητοποίησης και η απαρχή διαμόρφωσης μιας ζητούμενης νέας εθνικής αυτοσυνείδησης», τόνισε. Το δεύτερο Συνέδριο θα πρέπει να επιχειρήσει απαντήσεις (πολιτικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές) στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας, έχοντας φυσικά κατά νου ότι «δεν θα απαντήσουμε σε αυτό με τα δικά μας ιδεολογικά αποφάγια της μεταπολίτευσης. […] Το τραπέζι του μέλλοντος δεν πρέπει να στρωθεί με τα ληγμένα της μεταπολίτευσης αλλά με νέα υλικά το μέλλον».
Έπειτα πήρε τον λόγο ο Βασίλης Ξυδιάς, ο οποίος τόνισε την ανάγκη και τη σημασία της εφαρμογής και οργανικής ενσωμάτωσης ορισμένων πρακτικών που θα κάνουν τη διαδικασία του Συνεδρίου πιο συμμετοχική και διαδραστική. Δηλαδή να γίνει μια προσπάθεια να καλυφθεί η απόσταση ανάμεσα στους ομιλητές και το ακροατήριο συμβάλλοντας στη διαδικασία της υποκειμενοποίησης και του δημοκρατικού διαλόγου στο Συνέδριο. Κλείνοντας ενώ αναγνώρισε τον κίνδυνο που συνιστά η αναθεώρηση του συντάγματος από το παρόν πολιτικό σύστημα, υποστήριξε ότι οι κινήσεις των πολιτών θα έπρεπε να υποστηρίξουν την ενσωμάτωση θεσμών, ως «θεσμικά προγεφυρώματα δημοκρατίας», στο Σύνταγμα, που να προσθέτουν βαθμούς δημοκρατίας, δίνοντας περισσότερες δυνατότητες παρέμβασης από τους πολίτες.
Στη συνέχεια, ο Κωνσταντής Κυριακού αναφέρθηκε στην ανάγκη της συνάντησης της προβληματικής και της αγωνίας του Συνεδρίου με το πιο νέο ηλικιακά κομμάτι των ζωντανών δυνάμεων του τόπου, ανανοηματοδοτώντας όλες αυτές τις θεματικές της ύπαρξης μιας χώρας, που συνήθως καταχράζονται οι ελίτ και τις κάνουν αντικείμενο μικροπολιτικής διαχείρισης. Από αυτή την άποψη η γεωπολιτική δεν πρέπει να αφορά απλώς τις πολιτικές ελίτ της χώρας αλλά και η ίδια η κοινωνία να λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έκλεισε την παρέμβασή του τονίζοντας την ανάγκη προσέγγισης διάφορων ετερογενών χώρων που επίσης αγωνιούν, με τον δικό τους τρόπο και ιδιοσυγκρασία, για το μέλλον αυτού του τόπου.
Η επόμενη παρέμβαση έγινε από την Καίτη Μυλωνά. Το θέμα της παρέμβασής της ήταν η ανυπαρξία αλλά και η αναγκαιότητα ενός κινήματος για την ειρήνη, τουλάχιστον αντίστοιχου και ανάλογου τον τάσεων προς τον πόλεμο και τη γενίκευση αυτού. Κατά τη γνώμη της είναι κυρίως δύο οι παράγοντες στους οποίους οφείλεται αυτό: πρώτον στην παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα, όπως αυτή διεξάγεται με συντονισμένο τρόπο από τα ΜΜΕ και, δεύτερον, η κραυγαλέα απουσία της Αριστεράς, η οποία έχει ενσωματωθεί εντυπωσιακά στο σύστημα. «Η ειρήνη», υποστήριξε, «δεν είναι μόνο η απουσία σύγκρουσης, απαιτεί επίσης μία θετική δυναμική συμμετοχική διαδικασία. […] η θετική ειρήνη ορίζεται ως οι στάσεις οι θεσμοί και οι δομές που δημιουργούν και συντηρούν ειρηνικές κοινωνίες. Ένα κίνημα ειρήνης πρέπει να περιλαμβάνει όλα αυτά και επιπλέον την ευαισθητοποίηση των πολιτών ώστε να συμμετάσχουν και να το υποστηρίξουν».
Σε αυτό το σημείο παρενέβη διαδικτυακά η Νέλλη Ψαρρού. Υποστήριξε πως σωστά μέχρι στιγμής το Συνέδριο δεν «έθεσε πρόωρα το ερώτημα: τώρα τι κάνουμε;». Πρώτα θα έπρεπε να περάσουμε εμείς και η κοινωνία από ένα ενδιάμεσο σκαλί: αυτό μιας αυτοκριτικής εξέτασης του τι δεν πήγε καλά ως τώρα. Τόσο το 2015 που αντί να αντισταθούμε στη θεσμική εκτροπή και την καταπάτηση του δημοψηφίσματος περιπέσαμε σε παραίτηση και μελαγχολία, όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας με την πειθήνια υπακοή στις εντολές της κυβέρνησης, όσο κι αν αυτές παραβαίνανε λογική και δίκαιο. Έκλεισε επισημαίνοντας μια πολύ ζημιογόνα τάση των ανθρώπων: το «δεν θέλω να ξέρω». Η παραπάνω ενδοσκόπηση και αυτοκριτική εξέταση είναι όπως είπε «προϋπόθεση οποιασδήποτε νέας προσπάθειας που θα επιδιώξει διέξοδο από αυτό το τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα».
Στη συνέχεια, ο Ιορδάνης Σινιόσογλου αναφέρθηκε στο εγχείρημα του Συνεδρίου μια φωτεινή στιγμή μέσα στην κατρακύλα των τελευταίων 15 χρόνων, ως ένα ξεκίνημα, ως μια προσπάθεια αρχικά λίγων ανθρώπων που κατάφερε να παράξει πολιτική ξανά. Το ότι η χώρα βιώνει υπαρξιακό κίνδυνο φανερώθηκε και ως βίωμα του κόσμου στις συγκεντρώσεις των Τεμπών οι οποίες, υποστήριξε, «αποτέλεσαν ένα δημοψήφισμα» που δηλώνει ότι ο κόσμος «αυτή τη στιγμή βιώνει ένα τέτοιο αδιέξοδο […] κοινωνικό πολιτικό υπαρξιακό, που δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση αλλά και γενικότερα τις πολιτικές δομές καθώς και τη δικαιοσύνη».
Η τελευταία παρέμβαση ήταν αυτή του Γιάννη Τσούτσια. Υποστήριξε ότι παρότι το Συνέδριο του Μαΐου ξεπέρασε κάθε προσδοκία, τώρα βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη ενός συλλογικότερου προσανατολισμού, αναγνωρίζοντας ότι «το δεύτερο συνέδριο δεν μπορεί να είναι σαν το πρώτο», αλλά πρέπει να είναι «κάτι πιο ουσιαστικό που θα αναδείξει τα καίρια και θα μετατρέψει την ακρόαση σε συμμετοχή». Ταυτόχρονα, πρότεινε πως «σήμερα, που οι πολιτικές ανάγκες γίνονται πιο επιτακτικές, η προσφυγή στην επιστήμη μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη πολιτικοποίηση και να αντισταθμίσει την πολύμορφη ανυπομονησία για πολιτική εξαργύρωση και εργαλεία, όσο το εγχείρημα θα μεγαλώνει και θα γίνεται πιο πολιτικό, αν καταφέρουμε η όσμωση πολιτικού και επιστημονικού να εστιάσει με εποικοδομητικό τρόπο σε συγκεκριμένα στρατηγικά ζητήματα».
Δείτε το βίντεο της εκδήλωσης
Προμηθευτείτε τον τόμο των πρακτικών
Αναζητείστε τον τόμο των πρακτικών σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία. Για παραγγελίες από το ηλεκτρονικό κατάστημα των εκδόσεων Α/συνέχεια, υπάρχει έκπτωση 30% – www.asynechia.gr