Οι «Νύχτες Πρεμιέρας» διαμορφώνουν εδώ και τρεις δεκαετίες τους νέους εραστές της Έβδομης Τέχνης. Στη φετινή επετειακή διοργάνωση, βαρύτητα δόθηκε στις πρεμιέρες, όπως «Ανόρα» (Μπέικερ), «Το Διπλανό Δωμάτιο» (Αλμοδόβαρ) και «Megalopolis» (Φ.Φ. Κόπολα), παραγκωνίζοντας το Διαγωνιστικό, από το οποίο ωστόσο σολντάουτ υπήρξε η τρυφερή γιαπωνέζικη ταινία «Η Ηλιαχτίδα μου», που μόλις βγήκε στις αίθουσες, αλλά και η συναρπαστική λετονική ταινία κινουμένων σχεδίων «Flow», του Γκιντς Ζιλμπαλόντις, που βραβεύτηκε με τη «Χρυσή Αθηνά». Αλγεινή εντύπωση έκανε η λακωνική δήλωση του καλλιτεχνικού διευθυντή της διοργάνωσης περί ακύρωσης, μετά από «παρεμβάσεις», των δυο προγραμματισμένων προβολών του ρωσικού ντοκιμαντέρ «Ρώσοι σε πόλεμο», που χαρακτηρίστηκε προπαγανδιστικό.
Τη «Χρυσή Αθηνά Καλύτερου Ντοκιμαντέρ» κέρδισε το συνταρακτικό ισραηλινο-παλαιστινιακό ντοκιμαντέρ «Καμιά άλλη γη», των Μπαζέλ Άντρα, Χαμντάν Μπαλάλ, Γιουβάλ Αμπραχάμ, Ρέιτσελ Ζορ, που η βράβευσή του είχε προκαλέσει αντιδράσεις στο φεστιβάλ Βερολίνου, το οποίο από αυτή την εβδομάδα προβάλλεται στις αίθουσες. Ο νεαρός Παλαιστίνιος Μπαζέλ Άντρα, δικηγόρος και ακτιβιστής δημοσιογράφος, καταγράφει διαρκώς τα εγκλήματα των Ισραηλινών δυνάμεων κατοχής στη γη των προγόνων του, με σύμμαχο τον συνομήλικο ισραηλινό ερευνητή-δημοσιογράφο Γιουβάλ Αμπραχάμ. Στο ντοκιμαντέρ αποτυπώνεται ο βίαιος μεθοδικός ξεριζωμός Αράβων από τους Ισραηλινούς, μεταξύ 2019 και 2023, στην περιοχή Μασαφέρ Γιάτα, στα νότια της Δυτικής Όχθης. Βαφτίζοντας τους οικισμούς παράνομους, οι Ισραηλινοί γκρεμίζουν με μπουλντόζες τα σπίτια των Παλαιστινίων, χτίζοντας νέους οικισμούς για τους εποίκους. Οι εξοργιστικές εικόνες των εκτοπισμών γίνονται το μαρτυρικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε παραλλαγές. Ο Μπαζέλ αναδεικνύει την αντίσταση των Παλαιστινίων, που στήνουν τα νοικοκυριά τους σε σπηλιές. Όσο ο ισραηλινός στρατός κατεδαφίζει τα σπίτια τους το πρωί, αυτοί πεισματικά τα ξαναχτίζουν το βράδυ, με τη βοήθεια του Γιουβάλ. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με παλιότερα φιλμάκια από ανάλογες επιχειρήσεις στο χωριό του Μπαζέλ, όταν ακόμα ήταν μικρό αγόρι, σε μια αδιάκοπη για δεκαετίες, αποσιωπημένη εγκληματική υφαρπαγή γης. Με δεδομένο ότι οι Άραβες στο Ισραήλ δουλεύουν κυρίως στις οικοδομές, σχολιάζεται η αντίφαση πως «οι Άραβες χτίζουν τα σπίτια των Ισραηλινών, ενώ οι Ισραηλινοί κατεδαφίζουν τα σπίτια των Αράβων». Όσο η χαοτική καθημερινότητα των εκτοπισμών αποτυπώνεται με γρηγορότερο μοντάζ, ο φακός στέκεται στη ρατσιστική πινακίδα «δρόμος μόνο για Ισραηλινά οχήματα», αποκαλύπτοντας ένα αναίσχυντο απαρτχάιντ. Ο Μπαζέλ αναδεικνύει έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε διαχωρισμούς. Τα αμάξια των Ισραηλινών με τις κίτρινες πινακίδες κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά απαγορεύεται να τα οδηγούν Παλαιστίνιοι, οι οποίοι περιορίζονται σε αυτοκίνητα με πράσινες πινακίδες, που απαγορεύεται να βγουν από τη Δυτική Όχθη. Οι εντάσεις κλιμακώνονται και η καταγραφή σταματάει πριν την 7η Οκτώβρη 2023, παρουσιάζοντας ωστόσο τα τελευταία συγκλονιστικά πλάνα της εισβολής ένοπλων Ισραηλινών εποίκων στους Παλαιστινιακούς οικισμούς, διαψεύδοντας τραγικά το όνειρο των δυο φίλων του ντοκιμαντέρ, πως κάποτε η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί.
Ελληνική πρεμιέρα έκανε το νέο ντοκιμαντέρ του Τίμωνα Κουλμάση «Το βράδυ υποχωρεί», διπλό πορτρέτο δυο συναρπαστικών καλλιτεχνών, του διάσημου γλύπτη Μέμου Μακρή, δημιουργού της περίφημης κεφαλής στο Πολυτεχνείο, και της συζύγου του Ζιζής Μακρή, διακεκριμένης χαράκτριας. Ο Κουλμάσης συγκεντρώνει συνεντεύξεις, σχόλια, στοχασμούς, πλούσιο φωτογραφικό υλικό για τους πρωταγωνιστές του, αλλά και αρχειακό υλικό για τα τρανταχτά ιστορικά γεγονότα της εποχής τους -Ουγγρική Επανάσταση (1956), γεγονότα της Πράγας (1968)- παρουσιάζοντας παράλληλα τα επιβλητικά χάλκινα γλυπτά μνημεία του Μέμου, τα εκθαμβωτικά ουμανιστικά ψηφιδωτά και τα πολύχρωμα χαρακτικά της Ζιζής.
Συμμετέχοντας ενεργά στην Ελληνική Αντίσταση, ο Μέμος Μακρής εγκαταλείπει την εμφυλιακή Ελλάδα, καταφεύγοντας στο μεταπολεμικό Παρίσι του 1946, όπου γνωρίζεται με επιφανείς διανοούμενους και εξόριστους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και την σύντροφό του, την γαλλοσέρβικης καταγωγής Ζιζή, φοιτήτρια χαρακτικής στην Καλών Τεχνών του Παρισιού. Το γαλλικό κράτος τους απελαύνει για πολιτικούς λόγους στην Ουγγαρία, το 1951, εγκαθίστανται στη Βουδαπέστη μέχρι το ’70, συμμετέχοντας ενεργά στην εικαστική ζωή της χώρας, ενώ η Ζιζή ταξιδεύει μεταξύ 1956 και 1966 σε Κίνα, Σοβιετική Ένωση και Κούβα. Στο πλαίσιο κομματικής αποστολής, η Ζιζή εισέρχεται παράνομα στην Ελλάδα, όπου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ (1960-61). Σε μια ζωή γεμάτη διώξεις, παρακολουθούμε πώς ουτοπία, ιδεολογία και εξορία τροφοδότησαν το καλλιτεχνικό τους όραμα.
Με τίτλο εμπνευσμένο από ποίημα του Ελυάρ, το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε κεφάλαια που προσδιορίζουν τη χρονική περίοδο των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν το έργο των δυο σπουδαίων καλλιτεχνών. Στη Βουδαπέστη, όπου μεγαλούργησε ο Μέμος, σύγχρονες λήψεις αποκαλύπτουν τα κομβικά σημεία της πόλης, όπου βρίσκονται τα γλυπτά του. Παράλληλα, οι παρεμβάσεις του σκηνοθέτη με ανεγέρσεις αγαλμάτων του Στάλιν αντιπαραβάλλουν τον πρωτοποριακό Έλληνα γλύπτη με τις μεγαλεπίβολες τάσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Παρά τις αντινομίες, ο Έλληνας γλύπτης έχαιρε μεγάλης αποδοχής στην Ουγγαρία, ενώ σχολιάζεται πως συγχώνευσε την αρχαία Ελλάδα με τη σχολή του Παρισιού, δημιουργώντας φόρμες έξω από τα καθιερωμένα σοσιαλιστικά στερεότυπα. «Ο μόνος τρόπος για να βγει ένας καλλιτέχνης από το νατουραλιστικό πλαίσιο του ρεαλισμού, επισημαίνει ο Μακρής, είναι να δουλέψει με ένα σκληρό υλικό». Φωτογραφίες της Βουδαπέστης ζωντανεύουν την αίσθηση της πόλης, ενώ όταν η Ζιζή ταξιδεύει στην Κίνα, η οθόνη γεμίζει με φιλμάκια σε αργή κίνηση και ασπρόμαυρες φωτογραφίες κινέζων εργατών ή αγροτών, σε αντιπαραθετικά πλάνα με τα πολύχρωμα χαρακτικά της, με το μοντάζ να αποκαλύπτει την επίδραση ενός επαναστατικού κοινωνικού συστήματος, στο καλλιτεχνικό βλέμμα της. Τα ιστορικά γεγονότα στην Ουγγαρία φωτίζει ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος, με τα αιματηρά γεγονότα να παρουσιάζονται χρωματισμένα, συνοδεία ατονικής μουσικής. Κατά τον εγκλεισμό της Ζιζής, διαβάζονται αποσπάσματα των επιστολών της, την ίδια περίοδο που ο Μέμος ετοιμάζει το συνταρακτικό «Μνημείο των Ούγγρων μαρτύρων του Μαουτχάουζεν» (1959-1962), επεξηγώντας πως επέλεξε να δημιουργήσει ένα έργο ενεργητικό, γεμάτο οργή και αγωνιστικότητα, ακριβώς επειδή ο ίδιος είχε την εμπειρία της Αντίστασης, σε αντίθεση με αντίστοιχα μνημεία, που είναι τεθλιμμένα, επειδή αναφέρονται στο τραύμα.
Όσο ο φακός εστιάζει στο περίτεχνο ψηφιδωτό της Ζιζής «Βιομηχανικό Τοπίο» (1963-1965), εμπνευσμένο από εργοστασιακές εγκαταστάσεις και πετρελαιοπηγές, ο συγγραφέας Σάββας Μιχαήλ αναφέρεται στην υπέροχη χρωματική σφαίρα μοντερνισμού και σοσιαλιστικού ρεαλισμού, παρομοιάζοντας τους κόκκινους και μαύρους άξονες με «οδύνες ενός άλλου κόσμου». Ο υπερήλικας σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας αναφέρεται με πίκρα στα γεγονότα της Πράγας, το 1968, με τον Νικολακόπουλο να σχολιάζει «μέσα σε λίγους μήνες διαλύθηκε και η τελευταία ελπίδα να δείξει το καθεστώς ανθρώπινο πρόσωπο». Κλείνοντας, ο Σάββας Μιχαήλ αναφέρθηκε στο «ανοιχτό τραύμα της ιστορίας», για τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του ζεύγους, που συνέπεσε με την ψυχροπολεμική περίοδο.
Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, στην οποία παρευρέθηκε και η Κλειώ Μακρή, κόρη των δυο καλλιτεχνών, ακολούθησε συζήτηση μεταξύ του σκηνοθέτη και της Εύας Στεφανή, σκηνοθέτριας και καθηγήτριας. Ο Κουλμάσης τόνισε πως «Το σινεμά είναι η συνάντηση ήχου και εικόνας, οπότε, όλα τα διαφορετικά μέσα που χρησιμοποίησε είναι συναντήσεις, που δημιουργούν ένα χώρο όπου αισθήσεις, αντιλήψεις και συναισθήματα του θεατή αντηχούν με τα γεγονότα και τις εικόνες». Η Στεφανή μίλησε για τη μελαγχολία μιας επανάστασης που δεν έγινε και τον ουμανιστικό κόσμο που υπενθυμίζει η ταινία, επισημαίνοντας πως πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η φόρμα του ντοκιμαντέρ ακολουθεί το ιδεολόγημα. Τη βραδιά έκλεισε ο Σάββας Μιχαήλ, αναφερόμενος στην πραγματική ιστορία που είναι γραμμένη από τη μεριά των προσωρινά νικημένων, υπενθυμίζοντας πόσο αγωνίστρια υπήρξε μέχρι τέλους η Ζιζή Μακρή, παρά τις τραυματικές διαψεύσεις, δηλώνοντας «Η φωνή της Ζιζής και το έργο της, είναι η φωνή μιας επανάστασης που δεν έχει τελειώσει ακόμα.»
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com