Και αίφνης, εδώ και καμιά δεκαριά μέρες, το κέντρο της πολιτικής εγχώριας συζήτησης έχει καταληφθεί από το «ζέον» ζήτημα της ρύθμισης του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και του τρόπου με τον οποίο θα μπορούν να συγκροτούν «οικογένεια» με απογόνους.
Μέσα σε ποιό σκηνικό; Βίαιη επιβολή προτεραιοτήτων
Σ΄ένα πρώτο επίπεδο το θέμα χρησιμοποιείται ως «προπέτασμα καπνού» μπροστά στα μεγάλα, κομβικά προβλήματα που γεννά το μοντέλο «ανάπτυξης» της χώρας που μας έχει επιβληθεί (και η κρίση όλων των όρων για την ευρύτερη ύπαρξή της οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε). Όμως πέραν των κινήσεων τακτικής, των κλασικού τύπου προσπαθειών αυτής και των προηγούμενων κυβερνήσεων για «αλλαγή ατζέντας» και απόσπαση της προσοχής του κόσμου, παρατηρώντας «τι παίζεται» προκύπτουν βαθύτερες, στρατηγικότερες επιδιώξεις και μοτίβα πολιτικής επιβολής που επανέρχονται όλο και συχνότερα και εντάσσονται στο πλαίσιο που λέγεται «woke» καπιταλισμός (ή σε μια κάπως ελληνικότερη απόδοση – «πολιτικές της ακύρωσης»).
Η «woke» δικαιωματική ατζέντα α λα ελληνικά. Αιχμές και ιδιομορφίες της
Μια αφετηριακή επισήμανση είναι αναγκαία. Το όλο ζήτημα της νομικής ρύθμισης του γάμου των ομοφύλων και όλες του οι ουρές δεν αφορούν αυτή την ώρα παρά οριακές μειοψηφίες (που τάχα «έχουμε την υπέρτατη υποχρέωση να τις προστατέψουμε αυτές και τα δικαιώματά τους»). Αυτό άλλωστε δηλώθηκε με τον χαρακτηριστικά και ομοιόμορφα κυνικό τρόπο των σημερινών ευρωελίτ, και από τα πρωθυπουργικά χείλη, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, εφόσον μάλιστα τα μηνύματα έρχονται σχετικά με το ότι οι τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» μπορούν να επιφέρουν μεγάλο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Επομένως προς τι άραγε η μεθοδευμένη ανάδειξη του ζητήματος σε μείζον και ο προβιβασμός του σε κομβική και αναγκαία μεταρρύθμιση; Τόσα και τόσα άλλα πραγματικά καίρια άλλωστε τα έχουν περάσει νύχτα και από την πίσω πόρτα.
Η προσεκτικότερη παρατήρηση οδηγεί σ’ ένα διπλό συμπέρασμα: ο ζήλος για την προώθηση της «γραμμής» προέρχεται από ισχυρά συστημικά κέντρα που στη δική τους ατζέντα αποσυναρμολόγησης των κοινωνιών και «αποκοινωνικοποίησής» τους δείχνει ότι είναι πραγματικά «στρατηγική προτεραιότητα». Οι σχετικές πρωτοβουλίες είναι άλλωστε συγχρονισμένα χορογραφημένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορούν και άλλες διαστάσεις (που δεν χωρούν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος). Η επιχείρηση ξεκινά ως ρύθμιση «δικαιωμάτων μειοψηφιών» αλλά οι επιδιώξεις δεν είναι περιορισμένα νομικές αλλά βαθύτατα κοινωνικοπολιτικές και αφορούν μοριακές λειτουργίες μέσα στο κοινωνικό σώμα και τη μετάλλαξη των αρμών που εξασφαλίζουν την κοινωνική επιβίωση. Ως προς αυτό το τελευταίο, ο κομβικός ρόλος που έχει παίξει η οικογένεια στην Ελλάδα, για την αντιμετώπιση της κρίσης των τελευταίων χρόνων, είναι καίριας σημασίας ζήτημα για όλες τις στρατηγικές των ελίτ που θέλουν να απογυμνώσουν, να ατομικοποιήσουν / να αποκοινωνικοποιήσουν (να «απελευθερώσουν» στην απεχθή «woke» διάλεκτο) τα εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας και να τα αποδώσουν στις «αγορές» (εργασίας, κατοικίας, καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών) αποδυναμωμένα ως προς την ικανότητα προβολής αντιστάσεων.
Είναι μεγάλη η αντίστιξη ανάμεσα στην «ευαισθησία» των κυβερνώντων για τα δικαιώματα της κάθε φορά κατασκευασμένης αποπολιτικοποιημένης μειονότητας και στην απίστευτη επιθετικότητα με την οποία την ίδια στιγμή αντιμετωπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων που παρουσιάζονται σταθερά ως εμπόδιο που φρενάρει την «απελευθέρωση» – των αναγκών του κεφαλαίου βεβαίως
Η προσπάθεια που γίνεται είναι για μια ετσιθελική «από τα πάνω» επιβολή (συχνά με διάθεση κοινωνικής ρεβάνς τώρα που οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι ευνοϊκοί) αξιών, προτύπων, ταυτοτήτων, διαχωρισμών καλού-κακού, προόδου-οπισθοδρόμησης. Καθόλου τυχαία, εκπέμπεται επαναληπτικά μια ιδιαίτερα αυτάρεσκη οπτικοποίηση του μηνύματος ακόμα και μέσω της κρατικής ΕΡΤ αυτές τις μέρες: η θετική πλευρά ταυτίζεται με την ομόφυλη οικογένεια, υψηλού εισοδήματος, ξένοιαστη, αποκλειστικά και μόνο νέα, προκλητικά απολαμβάνουσα τη ζωή της, χαρακτηριστικά δυτικοευρωπαϊκή-αγγλοσαξωνική. «Όχι σαν εσάς τους καθυστερημένους νότιους» που ο προορισμός σας είναι να λαχανιάζετε ατέρμονα για να εναρμονιστείτε με τις «ευρωπαϊκές προδιαγραφές» είναι το γενικότερο μήνυμα που υπονοείται από δέκα μεριές για άλλη μια φορά. Έτσι λοιπόν, πέρα από κινήσεις τακτικής απέναντι στις δυσκολίες της συγκυρίας, εδώ πρόκειται για μια επιθετική, προκλητική επίδειξη επιβολής προτεραιοτήτων που ακόμα και όταν η κοινωνία δεν τις απορρίπτει ρητά, της είναι ξένες και οπωσδήποτε δεν σχετίζονται με όσα την «καίνε». Κι αυτό γεννά μια υπόκωφη αποξένωση των συστημάτων εξουσίας από την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία με όλες τις δυνατότητες αλλά και τις δύσκολες αντιφάσεις μιας τέτοιας κατάστασης.
Τρία πράγματα είναι χαρακτηριστικά: Η αντίστιξη ανάμεσα στην «ευαισθησία» των κυβερνώντων για τα δικαιώματα της κάθε φορά κατασκευασμένης αποπολιτικοποιημένης μειονότητας και στην απίστευτη επιθετικότητα με την οποία την ίδια στιγμή αντιμετωπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων που παρουσιάζονται σταθερά ως εμπόδιο που φρενάρει την «απελευθέρωση» (των αναγκών του κεφαλαίου βεβαίως). Δεύτερος μεγάλος στόχος του ειδικότερα «έμφυλου δικαιωματισμού» είναι το γυναικείο ζήτημα, η βραχυκύκλωση των δυνατοτήτων συγκρότησης πολιτικού κινήματος αντιμετώπισης της διπλά άνισης θέσης της γυναίκας μέσα στον σημερινό κόσμο. Και κάτι τρίτο λιγότερο εμφανές: τα «δικαιώματα» ως μοχλός οικοδόμησης μιας σύγκρουσης γενεών που επιδιώκει να κλονίσει το σύνολο των διαγενεακών μεταβιβάσεων και τρόπων επικοινωνίας. Κρίσιμη πλευρά που επηρεάζει πολυεπίπεδα τις δυνατότητες προβολής αντιστάσεων.
Συνεργατικοί χειρισμοί
Θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην σημειώναμε τον ειδικό, οργανικό ρόλο που παίζει η «δικαιωματική αριστερά» μέσα σ’ αυτούς τους χειρισμούς. Αξιοποιώντας το θέμα της συγκυρίας, ΣΥΡΙΖΑ και «Νέα Αριστερά» διαγκωνίζονται προκειμένου να δώσουν διαπιστευτήρια στους «κυρίους τους» (όλους τους κρίκους με τους οποίους συνδέονται με το σύστημα της δυτικής παγκοσμιοποίησης-ευρωκρατία, ΜΚΟ, Σόρος, και λοιπές πηγές χρηματοδότησης και άσκησης πολιτικής επιρροής): Ότι είναι ικανότερα οχήματα αυξημένης χρησιμότητας –ότι μπορούν να ενσωματώνουν ευχερέστερα κρίσιμα τμήματα του κοινωνικού ιστού (τμήματα της κοινωνικής αριστεράς)– και ότι μπορούν να κάνουν «τη δουλειά μέχρι το τέλος». «Ναι με θάρρος» και σε όλα απέναντι στον Μητσοτάκη που τον κρατάει η «ακροδεξιά» (!). «Ναι» και στην «παρένθετη μητέρα» και στο πλήρες πακέτο ρυθμίσεων που ανοίγουν λεωφόρους μεγάλων παιγνίων και εμπορευματοποίησης γύρω από την αναπαραγωγή του είδους. Και έτσι συστηματικά γύρω από ένα «ακραίο» (και ακραία αντιδημοκρατικό και μισαλλόδοξο, δικαιωματικό) «κέντρο» επιχειρείται η συνάρθρωση διπολικών κατασκευασμένων ταυτοτήτων-προτύπων: στον «θετικό» πόλο οι «δικαιωματικοί», «κινητικοί-νομαδικοί», λάτρεις μιας ζωής που έχει τη δυνατότητα να αδιαφορεί για τα «οπισθοδρομικά σύνορα», υψηλής ειδκίκευσης (τεχνοκράτες και πιστοί στην «επιστήμη»), «ευρωπαίοι», «κοινωνικά και πολιτικά υπεύθυνοι».
Από την άλλη «μαύρος λύκος και λιγνός του πατέρα του καημός» (ο αντίποδας του προηγουμένου δηλαδή). Μια ολόκληρη «εργαλειοθήκη» συνεργατικών χειρισμών όλου του πολιτικού φάσματος (κεντρο-αριστεράς και κεντρο-δεξιάς) που επιδιώκει να οριοθετήσει-γκετοποιήσει έναν «αρνητικό πόλο» απονομιμοποιώντας και εξοστρακίζοντας («ακυρώνοντας» woke) όλες τις ανησυχίες, τους φόβους, τα ενδιαφέροντα και τις προτεραιότητες των πλειοψηφικών εργαζόμενων κοινωνικών μαζών που ασφυκτιούν πολλαπλώς συμπιεζόμενα, αποσυγκροτούμενα και πολιτικά ανέκφραστα. Όπως ο Μητσοτάκης είχε πει εκείνο το αμίμητο ότι για τον νέο από το Περιστέρι «ο προορισμός του είναι να γίνει ψυκτικός», έτσι για τα πληβειακά στρώματα η «ενδεικνυόμενη» από τις ελίτ διέξοδος του υποβόσκοντος αντισυστημισμού τους πρέπει να είναι η «ακροδεξιά» και ο χουλιγκανισμός ή και τα δύο μαζί.
Και τέλος κάτι ακόμα γενικότερο. Εντυπωσιάζει ο ακραία αυταρχικός (μακαρθικών τρόπων) χαρακτήρας αυτής της πλατφόρμας «δικαιωματισμών» και «ακύρωσης» στο σύνολό της, αλλά και ο πρωτογονισμός της μισαλλοδοξίας της και τα χαρακτηριστικά επιβολής «ενιαίας σκέψης». Είναι λοιπόν αναγκαία η αντίθεσή μας σ΄αυτό το κύμα. Είναι θέμα υπεράσπισης της δημοκρατίας και της διανοητικότητας – πνευματικότητας που ταλαιπωρούνται αφάνταστα.