Γράφει ο Δημήτρης Β. Προύσαλης 

Περιοδικά τα χρονικά ορόσημα, αποτελούν μια ανθρώπινη επινόηση δημιουργίας προϋποθέσεων-ευκαιριών που θα οδηγήσουν σε αναστοχαστικές διεργασίες, αποσκοπώντας στην ενεργοποίηση ποικίλων σημαντικών επικεντρώσεων σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία έφεραν καθοριστικές συνέπειες στη ζωή λαών καθώς και δραστικές επιδράσεις σε τοπογεωγραφικές περιοχές. Παράλληλα επιθυμούν να ενεργοποιήσουν ανακλητικά την ανθρώπινη μνήμη, πολυποίκιλα, σε επίπεδο ιστορικό συλλογικό αλλά και ατομικό-βιωματικό. Πρόκειται για γεγονότα αναφοράς μεγαλύτερων ή μικρότερων χρονικών περιόδων, με αρνητικό ή θετικό πρόσημο που έγιναν αφορμή για ριζικές αλλαγές, με πολύπλευρες αντανακλάσεις, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές (βλ. 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, 100 χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής, 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, 50 χρόνια από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο).

Ο ΛΑΪΚΟΣ πολιτισμός υπενθυμίζει άδηλα τις ρίζες, τις ιστορικές διαδρομές, τα μετερίζια, τις παρακαταθήκες, τα ποτισμένα «δέντρα» και τα άνυδρα παρόντα, με τα προς ιστορική «ερημοποίηση» μέλλοντα. Μια παλιά αραβική παροιμία λέει πως τη μέρα που θα έχει κάποιος ξεχάσει για πού τραβά στο δρόμο του, είναι καλό τουλάχιστον να θυμάται από πού ξεκίνησε. Αν λοιπόν σε τούτο συμβάλλει, είναι στην επαφή και γνώση των πολυεπίπεδων ριζών, και αυτό έρχεται να σηματοδοτήσει, με πολλές διαφορετικές μορφές, την ιδιότυπη «υπενθύμιση» που συμπεριλαμβάνει και επιβάλλει ταυτόχρονα την κριτική τοποθέτηση και όχι την άκριτη παραδοχή ή οικειοποίηση μιας μονόπλευρης προβολής, σκύλευσης και εκμετάλλευσής τους.

Τα λαϊκά παραμύθια ενός πολιτισμικού κύκλου με κοινές ιστορικο-πολιτισμικές αναφορές και διαδρομές, αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα εκφραζόμενα μέσα από τον κόσμο της γλώσσας, συνιστώντας ιδιότυπη σκυταλοδρομία παράδοσης και παραλαβής, χρήσης και αξιοποίησης, αποτύπωσης και διαλόγου, μια ιδιαίτερη εκδήλωση της έκφρασης του συλλογικού φαντασιακού που «συνομιλεί» ταυτόχρονα με το άχρονο και τα ιστορικά πλαίσια των ανθρώπων, οπουδήποτε αυτοί ζουν, κινούνται, αλληλεπιδρούν και εκφράζονται, μπόλι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ένα διαρκές «Αχ!» βγαλμένο απ’ της ζωής το μετερίζι, στα ανταμώματα των κοινοτήτων. Ρίζωμα-αποκούμπι εθνικής ταυτότητας σε προβολή και αντανάκλαση μυθοπλαστική, και ταυτόχρονα πεδίο διαπολιτισμικού διαλόγου και οικουμενικού προβληματισμού πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, γίνονται αφορμή αναστοχασμού, άδηλης συμβουλευτικής, ψυχοσυναισθηματικής αναπλαισίωσης με επίφαση πάντα την εφήμερη σύμβαση της οργανωμένης ή περιστασιακής προφορικής αφηγηματικής ψυχαγωγίας.

ΠΑΛΙΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ και αφηγηματικά σώματα δοκιμασμένα στο πέρασμα των καιρών, αφανείς, επίμονοι και υπομονετικοί συνοδοιπόροι της ανθρώπινης εμπειρίας, ταπεινοί αφουγκραστές του εσωτερικού πολυδαίδαλου ψυχισμού μας, τα λαϊκά παραμύθια γίνονται καμβάδες νέων διαδρομών σε παλιά χιλιοπερπατημένα μονοπάτια, που οδηγούν σε κόσμους με συνεχείς μετασχηματισμούς, θετικούς και αρνητικούς στο παρόν και στο μέλλον της ύπαρξης, λοξοκοιτάζοντας μέσα από το ασφαλές και αποστασιοποιημένο «Μια φορά κι έναν καιρό…» που διαγκωνίζεται και ταυτόχρονα αγωνιά, να έχει αξία και θέση αναγνωρίσιμη στο σύγχρονο «τώρα». Στη διάρκεια τούτης της διαρκούς, ασταμάτητης διαδρομής γεννούν πολύμορφα συναπαντήματα των ειδών: Υιοθετούν υποθέσεις, άλλοτε ενσωματώνουν επιρροές από αρχαίες γραμματείες, απηχούν λαϊκές παραδόσεις, θυμίζουν μυθολογικές ιστορίες, ανταμώνουν χρωματιζόμενα από λόγιες μορφές κειμένων, περικλείουν έμμεσες ιστορικές αφηγηματικές παρακαταθήκες και αναφορές, πολλαπλασιάζουν ανώνυμες αφηγήσεις με δημοφιλή ταυτότητα, γίνονται αφορμή γνωριμίας με κοινότητες: Μεταποιώντας αφηγηματικά, παλιά λογοτεχνικά «πατρόν» με καινούργιες μυθοπλαστικές σταυροβελονιές ιστόρησης, διεκδικώντας νέο χρόνο στον κοινοτικό διαμοιρασμό, επιθυμώντας να φέρουν στο προσκήνιο του παρόντος θέματα παλιά ή ασταμάτητα επίκαιρα της διαδρομής του ανθρώπου από τα σκοτάδια στο φως.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα παρατηρείται διεθνώς έξαρση των λαογραφικών καταγραφών, εστιασμένων κύρια στον προφορικό πολιτισμό, απόρροια της διάλυσης των μεγάλων αυτοκρατοριών και της προσπάθειας των εθνών να ορίσουν την ταυτότητά τους μέσα στις νέες κρατικές αναδύσεις, οριοθετήσεις και υποστάσεις που παρουσιάζονται σποραδικά εντός αλλαγών, πολυποίκιλων αναταράξεων και συγκρούσεων κοινωνικοπολιτικών. Η καταγραφή της ταυτότητας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, δρομολογώντας σταδιακά τη μελέτη του, ακολουθεί σχεδόν σε μια παραλληλία τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, από ένα νεοσύστατο κουτσουρεμένο νεοελληνικό κράτος που διεκδικεί και κερδίζει ολοένα εδάφη, επεκτείνοντας την κρατική του κυριαρχία πέρα από τα στενά περιοριστικά όρια της πρώτης συνοριακής γραμμής Μαλιακού-Αμβρακικού.

Η ΚΥΠΡΟΣ, ζωντανό και αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού με τα δικά της ιδιαίτερα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά και τις γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιοτυπίες, γίνεται από πολύ νωρίς (βλ. Αθ. Σακελλαρίου 1855, αργότερα Γ. Λουκά, Σ. Μενάρδος, Ξ. Π. Φαρμακίδης) πεδίο επιτόπιων λαογραφικών καταγραφών και μελετών του πολιτισμικού της αποτυπώματος, ακολουθώντας την ιστορική της πορεία (Οθωμανοκρατία 1570-1878, Αγγλοκρατία 1878-1959, περίοδος εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1955-1959, πρώτα χρόνια της εύθραυστης Κυπριακής Δημοκρατίας). Συνδέεται με τη μητροπολιτική Ελλάδα πολύ νωρίς, μέσα από πολλαπλές αναφορές, αναγωγές, συνοδοιπορίες στους κοινούς αγώνες. Ήδη στα 1821πάνω από χίλιοι Κύπριοι αγωνιστές έρχονται στην επαναστατημένη Ελλάδα να συμμετάσχουν, όταν δεν υπήρχε ακόμη η έννοια της ελληνικής Πολιτείας, δίχως οι Κύπριοι να απουσιάσουν έκτοτε από κανέναν εθνικό αγώνα. Η ίδρυση ενώσεων, πνευματικών ομίλων και επιστημονικών περιοδικών ως αντίλογος και αντίδραση στην πολιτική αφελληνισμού της Κύπρου, επιβεβλημένης στα χρόνια της Παλμεροκρατίας (1933-1939), ως συνέπεια της εξέγερσης των Κυπρίων το 1931, έφερε την κυκλοφορία σειράς περιοδικών (Κυπριακαί Σπουδαί, Κυπριακά Γράμματα, Κυπριακά Χρονικά, Πάφος – Παγκύπριο Περιοδικό).Ανέδειξαν έτσι την Κυπρολογία ως ανεξάρτητο κλάδο έρευνας (προώθηση, υποστήριξη κυπρολογικής μελέτης – καταγραφή, διάσωση, έκδοση και μελέτη σχετικού υλικού), υπηρετώντας-επικεντρώνοντας στην ανάδυση-προβολή επιστημονικών εργασιών με άξονα τη γλώσσα, τη λαογραφία, την ιστορία, την αρχαιολογία, τη θρησκεία, αναδεικνύοντας σειρά προσωπικοτήτων που συνέβαλαν κύρια στη συλλογή λαϊκών παραμυθιών (Γ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Ν. Κονομής, Ν. Κληρίδης, Κ. Π. Χατζηιωάννου, Κ. Ιωαννίδης. Μ. Χριστοδούλου, Α. Ρουσουνίδης).

Η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974 και η κατοχή του 38% των εδαφών δημιούργησε καινούργια δεδομένα, εθνικά και λαογραφικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δρομολογείται η συγκρότηση προγράμματος δημιουργίας επιστημονικά οργανωμένου Αρχείου Προφορικής Παράδοσης των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου, συμβάλλοντας στην προετοιμασία έναρξης μελέτης υλικού με συγκέντρωση λεπτομερών στοιχείων από τις εν λόγω περιοχές. Παράλληλα αξιοποιούνται τα λαογραφικά αρχεία στην Ελλάδα, στην ανάλογη έρευνα των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου (βλ. 105 πολυσέλιδα –κυρίως– χειρόγραφα με λαογραφικές καταγραφές στην περίοδο 1918-1979, με αντιπροσώπευση 58 διαφορετικών τόπων των κατεχόμενων), και ταυτόχρονα προβάλλεται το υλικό των καταγραφών σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ιδρυμένου το 1962.Στα νεότερα χρόνια (2003-2011) έχουν εκδοθεί από πρόσφυγες των κατεχόμενων, συλλογές με λαϊκά παραμύθια από συγκεκριμένες τοπογεωγραφικές περιοχές (βλ. Μεσαορία, Γέρι-Πυρόι, Άσσια Αμμοχώστου), ενώ έχουν δημοσιευτεί επίσης στο περιοδικό Λαογραφική Κύπρος.

ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ μοναδική περίπτωση αποτελεί η έκδοση της συλλογής «Παραμύθια λαϊκά από τα κατεχόμενα της Κύπρου 1868-1973: Μια φορά τζι έναν τζαιρόν είσσεν…» που κυκλοφορήθηκε το περασμένο καλοκαίρι, πενήντα οκτώ κυπριακών παραμυθιών από χώματα 28 τόπων σήμερα σκλαβωμένων, περιλαμβάνοντας όλες τις ειδολογικές κατηγορίες (Μύθοι Ζώων, Μαγικά, Θρησκευτικά, Ρεαλιστικά, Ξεγέλασμα δράκων, Κλιμακωτά) με κριτήρια: αντιπροσωπευτικότητα περιοχών, ποικιλία των παραμυθιακών τύπων, νοηματική-αφηγηματική πληρότητα, μορφική υπόσταση, ανεξαρτησία τύπου-συμφυρμός, παραλλαγές, πηγών σπανίων και δυσεύρετων. Στο υλικό της αναφερόμενης συλλογής συναντώνται: Αντανακλάσεις των Αισώπειων μύθων, ελληνική μυθολογία και αρχαία γραμματεία, Βυζαντινές και μεσαιωνικές απηχήσεις, παροιμιακός λόγος, συναντήσεις με άλλες προφορικές λογοτεχνίες των λαών, λαϊκά θρησκευτικά στοιχεία, πλήθος κοινωνικών όψεων, αντιλήψεων και εθιμικών εκδηλώσεων, αντανακλάσεις συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, πραγματολογικές-πολιτισμικές αναφορές και γλωσσικές αποτυπώσεις, έρχονται ως κέρασμα μνήμης να μας θυμίσουν πως χειρότερος εχθρός δεν είναι ο εισβολέας, αλλά η λήθη, και επιτακτική ανάγκη να θυμίζουν πως «Η Κύπρος δεν κείται μακράν…»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!