Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο. Είχα καιρό να απολαύσω τόσο βαθιά ένα βιβλίο με όλες τις αισθήσεις μου. Η Γάτα του Πορτοβέκιο της Μαρίας Στράνη–Ποτς (Κέδρος) είναι ένα αναπάντεχο βιβλίο, που καταφέρνει να σε κερδίσει από πολλές πλευρές…
Πρώτα απ’ όλα είναι οι ιστορίες και οι χαρακτήρες που ζωντανεύουν στις σελίδες του, μετά είναι η σε βάθος καταγραφή της κοινωνίας στην Ελλάδα του ’50, είναι οι γεύσεις της Κέρκυρας. Τα αρώματα, οι εικόνες. Η ζωή η ίδια. Διαβάζω πως η Μαρία Στράνη-Ποτς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1946. Αποφοίτησε από τη Σχολή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ταξίδεψε πολύ σε όλον τον κόσμο και σε αρκετά μεγάλη ηλικία κυκλοφόρησε στα αγγλικά τη Γάτα του Πορτοβέκιο, με τον υπότιτλο Ιστορίες της Κέρκυρας. Πρωταγωνιστές βασικοί στην ιστορία είναι ένα μικρό κορίτσι, η Λουίζα, που χάνει νωρίς τη μητέρα της και προσπαθεί στην ουσία μόνη να μπορέσει να αναμετρηθεί με την απώλεια. Είναι ο φιλήδονος και καταδότης παπά-Αντώνης, που δεν διστάζει να στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα τον κομμουνιστή ερωτικό αντίζηλο, να κλέψει, να βιάσει. Καθόλου ειδυλλιακή, αλλά μάλλον ακριβής εικόνα της εκκλησίας και του ρόλου της στην κρίσιμη δεκαετία. Τέλος, είναι η Γάτα του Πορτοβέκιο. Παρατημένη από τα αφεντικά της, είναι η γάτα όλου του χωριού. Ζει «κλέβοντας», αλλά και αγαπώντας. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα πλήθος χαρακτήρων που εκφράζουν την εποχή. Και δυο σημεία-σύμβολα: Το σφαγείο του χωριού, όπου μέρα παρά μέρα γίνεται η σφαγή των ζώων και η θάλασσα γίνεται κόκκινη από το αίμα τους, και το νησί Λαζαρέτο, όπου κάθε τόσο ακούγονται οι τουφεκιές από τις εκτελέσεις κομμουνιστών… Χωρίς να υιοθετεί αριστερή οπτική, κριτικάροντας σε κάποια σημεία σκληρά και τους κομμουνιστές, καταφέρνει με τον τρόπο της να παραμείνει «αντικειμενική», όσο μπορεί να γίνει αυτό. Η ίδια θεωρεί πως η συμπεριφορά των δυο πλευρών του εμφυλίου, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο της, δεν είναι μοναδική, αλλά «διαχρονική και διεθνής, παντού και πάντα».
Και η ζωή πίσω από τις πόρτες των σπιτιών, τα μικρά και μεγάλα δράματα, οι αταίριαστοι γάμοι, η κόλαση και η χαρά των παιδιών, αλλά και η αγάπη. Αν και προσδιορισμένη σε τόπο και χρόνο, αν και περιγράφει έθιμα και τοπικές συνταγές, το βιβλίο απέχει πολύ από το να είναι μια «ηθογραφία».
Τι είναι αυτό που σας έκανε να γυρίσετε πίσω στην Κέρκυρα του ’50, μετά από τόσα χρόνια με περιπλανήσεις σε όλον τον κόσμο; Είναι μόνον η νοσταλγία;
Αν θέλετε να μάθετε ποια είναι ακριβώς τα αισθήματά μου και ποια η νοσταλγία μου για την Κέρκυρα, διαβάστε το άλλο μου βιβλίο Το πούλημα της Πανωραίας (2008).
Ποτέ δεν άφησα την Κέρκυρα, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το πέρασα εκτός Ελλάδας. Πάντα είχα το νησί μου στη σκέψη μου. Η ιστορία της γάτας δεν είναι νοσταλγική ιστορία. Μου αρέσει να λέω ιστορίες, παραμύθια κ.λπ. Αλλά όχι άσκοπα. Είναι μερικά θέματα που με απασχολούσαν πάντα και ήθελα να τα εκφράσω: Π.χ. ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν φέρνει την ευτυχία. Ή πως η φυσική ομορφιά γύρω μας επηρεάζει τον τρόπο σκέψης μας επομένως και το πώς αντιδρούμε. Επίσης ότι η εκκλησία και η πολιτική είναι παγίδες. Ή πως το φαγητό είναι καθημερινή ανάγκη – η προετοιμασία του έχει ατελείωτες πιθανότητες.
Συχνά μοιάζει να βλέπετε τον κόσμο με τα μάτια των παιδιών. Είναι κάπως έτσι τα πράγματα;
Όχι καθόλου. Μόνο σε τούτη την ιστορία το κάνω αυτό. Στη Γάτα, η Λουίζα (ένα μικρό κοριτσάκι) είναι κάπως ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας. Η Θεοδώρα είναι σχετικά μικρή και αυτή. Θέλω να πω ότι τα παιδιά βλέπουν τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Τα παιδιά είναι πιο δυνατά από τους μεγάλους. Η προσαρμογή τους είναι εντυπωσιακή. Όμως αυτή η παιδική ικανότητα, δύναμη αν θέλετε, όπως μεγαλώνει κανείς φεύγει λόγω εμπειριών. Όταν είμαστε μικροί έχουμε όλοι μεγάλες ελπίδες λόγω άγνοιας που μας δίνουν απέραντη δύναμη. Όσο μεγαλώνουμε η ελπίδα χάνεται, και η δύναμη κάπως χαλαρώνει.
Η γάτα είναι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας σας, ωστόσο οι απόψεις σας για κάποια είδη «ζωοφιλίας» μοιάζουν μάλλον αρνητικές. Ποια είναι τα όρια της υγιούς αγάπης για τα ζώα;
Πρέπει να σεβόμαστε τα ζώα όπως πρέπει να σεβόμαστε τον άνθρωπο, τη φύση, το περιβάλλον. Όμως «ζωοφιλία» που εξυπηρετεί μόνο εμάς, που ξεχνάμε ότι το ζώο είναι ζώο και έχει άλλο τρόπο ζωής και ανάγκες από εμάς, ανήκει στην κατηγορία των βασανιστηρίων. Π.χ. αγαπάμε τα πουλιά πολύ, έτσι από την τρομερή αγάπη αποφασίζουμε να βάλουμε ένα καναρίνι στο κλουβί στο μπαλκόνι μας και να το ταΐζουμε και να το ποτίζουμε καθημερινά. Άλλο παράδειγμα είναι φίδια, χελώνες κ.λπ. στα κλουβιά ή στους ζωολογικούς κήπους. Αυτό κάθε άλλο παρά ζωοφιλικό συναίσθημα είναι.
Καταφέρνετε να «δέσετε» την κουζίνα της Κέρκυρας και τις γεύσεις της με την καθημερινότητα, χωρίς αυτό να ξενίζει. Τα αρώματα της κουζίνας διατρέχουν τις σελίδες σας… Τι θα λέγατε για τη μόδα που μας κατακλύζει με τις συνταγές;
Νομίζω ότι αυτή η μόδα είναι καλή. Εξάλλου καλύτερα να ασχολούμεθα με τη μαγειρική και τις συνταγές παρά με το πότε και πώς θα επιτεθούμε στον δίπλα μας. Έχω όμως την εντύπωση πως, όταν και η μαγειρική βρίσκεται στο δρόμο της πολυτέλειας και της απερίσκεπτης αφθονίας, γίνεται επικίνδυνη.
Είσαστε αρκετά επικριτική σε ό,τι αφορά την εκκλησία και τους «επί της γης» εκπροσώπους της. Πιστεύετε πως και σήμερα περισσεύει η υποκρισία;
Το πιστεύω ακράδαντα. Η εκκλησία γενικά καταστρέφει τον χριστιανισμό. Έχει φθάσει στα άκρα και αν δεν αλλάξει πορεία ο χριστιανισμός θα εξαφανισθεί. Φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο παπάς του Πορτοβέκιο δεν είναι η εξαίρεση, αλλά φυσικά ούτε και ο κανόνας.
Πολλοί λένε πως η Ελλάδα γυρίζει πίσω και το σήμερα έχει πολλές ομοιότητες με τη δεκαετία του ’50. Συμφωνείτε;
Όχι καθόλου. Συμφωνώ με τον Ηράκλειτο και το γνωστό του: «τα πάντα ρει».