Tης Σοφίας Κολοτούρου
Η γενιά μου μεγάλωσε με την επίσημη εκδοχή που μάθαμε στα σχολεία: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν ένας από τους κορυφαίους μας ποιητές, δημοσίευσε, τελευταία φορά, ποιήματα στη συγκεντρωτική του έκδοση το 1971 (και τη συλλογή Υ.Γ. το 1983) και στη συνέχεια βυθίστηκε στη σιωπή, μέχρι το 2005 που πέθανε. Τελεία.
Δεν ήταν παρά στα 2008 όταν μου το «ψιθύρισαν» μυστικά στο Ίντερνετ. «Μανούσο Φάσση έχεις διαβάσει;» «Ποιος είναι αυτός;» είπα εγώ. «Μα, δεν ξέρεις; Είναι ψευδώνυμο του Αναγνωστάκη με το οποίο είχε δημοσιεύσει μερικά σατιρικά στη δεκαετία του 1980». Δεν ήξερα. Έψαξα πολύ για να τα βρω, καθώς δεν υπήρχαν πουθενά. Τελικά, ένας φίλος είχε την καλοσύνη να μου δωρίσει το δικό του βιβλίο την ημέρα της γιορτής μου, σημειώνοντας στο εξώφυλλο: «Δεν βρήκα αντίτυπο κανένα στο εμπόριο, γι’ αυτό το λόγο σου χαρίζω το δικό μου…».
Το περί ου ο λόγος βιβλίο έχει τον τίτλο: Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, η ζωή και το έργο του-Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη και εκδόθηκε το 1987 από τις εκδόσεις Στιγμή. Στο βιβλίο αυτό ο Αναγνωστάκης, με απόλυτα σοβαρό-δοκιμιακό ύφος μας πληροφορεί ότι είχε έναν παιδικό φίλο και συμμαθητή που μεγάλωσαν μαζί και τον έλεγαν Μανούσο Φάσση. Ο Μανούσος -υποτίθεται- ήταν το πειραχτήρι της τάξης και σκάρωνε διαρκώς πειρακτικά-σατιρικά στιχάκια, δείχνοντας έφεση στις παραδοσιακές μορφές ποίησης, στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία, δεχόμενος επιρροές κυρίως από τον Καρυωτάκη (αλλά και τους άλλους ποιητές του Μεσοπολέμου), καθώς και από τα λαϊκά σουξέ της εποχής.
Καθώς προχωράμε στην ανάγνωση, αντιλαμβανόμαστε, ξεκάθαρα, ότι ο Αναγνωστάκης χρησιμοποιεί αυτό το ψευδο-δοκίμιο ως φάρσα, μόνο και μόνο για να εκφράσει χωρίς ενοχές τη σατιρική πλευρά της ποίησής του, την οποία είχε θαμμένη στο συρτάρι για χρόνια. Φαίνεται ότι νωρίτερα (το 1980) είχε κυκλοφορήσει ένα μικρό βιβλιαράκι με τον τίτλο Παιδική Μούσα, όπου παρουσιάζονταν ποιήματα δήθεν παιδικά, αλλά στην πραγματικότητα με έντονα ερωτικά υπονοούμενα (εξάλλου και ο τίτλος παραπέμπει στα παιδεραστικά ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας). Η Παιδική Μούσα κυκλοφόρησε υπό το ψευδώνυμο Μανούσος Φάσσης, χωρίς άλλα σχόλια, οπότε και όλοι έψαχναν να βρουν ποιος ποιητής κρύβεται κάτω από το ψευδώνυμο.
Μερικά ακόμη ποιήματα ενδέχεται να είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό Θούριος ή να είχαν κυκλοφορήσει από χέρι σε χέρι στους φοιτητικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, δημιουργώντας επίσης ένα μικρό σκάνδαλο και την απορία ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο.
Άρα, η περιώνυμη «σιωπή» του Αναγνωστάκη, όπως τη μάθαμε στα σχολεία, δεν υπήρξε και τόσο σιωπηρή τελικά. Ο Αναγνωστάκης φαίνεται να διέγραψε έναν πλήρη «καρυωτακικό» κύκλο, έχοντας ως αφετηρία -στα προπολεμικά, μαθητικά του διαβάσματα- τον Καρυωτάκη. Στη συνέχεια, ο «ώριμος» ποιητής της Αριστεράς που όλοι γνωρίζουμε, ακολούθησε κυρίως τον ελεύθερο στίχο ως προς τη μορφή και τις αριστερές ιδέες του ως προς το περιεχόμενο, για να επιστρέψει και πάλι, στα χρόνια της «σιωπής» του, στην καρυωτακική ειρωνεία και σάτιρα (και, μάλιστα, εκ νέου στην έμμετρη μορφή), ακριβώς για να μπορέσει να «μιλήσει», αν όχι ο ίδιος ο Αναγνωστάκης, τότε το παιδικό του alter ego, ο Μανούσος Φάσσης, που διατηρούσε ακέραιο το «πειρακτικό» πνεύμα του εφήβου Αναγνωστάκη. Εκεί, δηλαδή, που ο Αναγνωστάκης «σιώπησε» (ίσως γιατί είχε φτάσει «από εκατό δρόμους στα όρια της σιγής») , ανέλαβε το μικρό πειραχτήρι, ο Μανούσος, να μιλήσει για την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και για τα κακώς κείμενα στο λογοτεχνικό συνάφι της εποχής, όπως και για τα διαψευσμένα οράματα ενός αριστερού, με έντονη πολιτική δράση. Αν σκεφτούμε ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε, επίσης, το 1990 (από τις εκδόσεις Νεφέλη) και μια προσωπική ανθολογία με ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές, με τίτλο: Η Χαμηλή Φωνή, όπου συμπεριλάμβανε ποιητές όπως ο Φιλύρας, ο Κοτζιούλας και ο Τέλλος Άγρας, γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την επίσημη άποψη περί της «σιωπής» του. Γιατί, πριν πεθάνει, μίλησε ολοκάθαρα αντ’ αυτού ο Μανούσος Φάσσης, με όχι και τόσο Χαμηλή Φωνή. Αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει, σήμερα, στο εμπόριο. Μέχρι να αποφασίσουν οι εκδόσεις Στιγμή να το ανατυπώσουν (κάτι που θεωρώ απαραίτητο να γίνει για να συμπληρωθεί η γνώση της δικής μου γενιάς, αλλά και των επόμενων για τον Αναγνωστάκη), προτίθεμαι να χαρίσω το δικό μου αντίτυπο (σε μορφή φωτοτυπίας) σε όποιον αναγνώστη το επιθυμεί.