«Στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις» λέει το σύνθημα, αλλά για κάποιους μόνο στο βαθμό που αυτές είναι ήδη αρκούντως ώριμες. Και πάντα με την προϋπόθεση να υπάρχει μια πρωτοποριακή και ολοκληρωμένη συνείδηση που θα δίνει τα φώτα της. Δεν χωράει στα σχήματα κάποιων το αυθόρμητο, το ανεξέλεγκτο, το αδέσμευτο της εποχής. Η βιασύνη να χαρακτηριστεί μια κίνηση και ένα γεγονός με τις υπάρχουσες βαθμονομίες, συνιστά βαθύτερο ιδεολογικό ζήτημα. Η γραφειοκρατική αντίληψη και ο φόβος για τις μαζικές εκδηλώσεις δεν υπάρχουν μονάχα στην κυβερνητική αριστερά. Οι αγωνιούντες και οι αγωνιζόμενοι πρέπει να ταιριάζουν με τα σχήματα που έχουμε εμείς για αυτούς. Ακόμα χειρότερα, με τις δικές μας φάτσες.

Η απάντηση ότι υπήρξαν και υπάρχουν φασιστικά κινήματα και ακροδεξιές διαδηλώσεις, πετάει απλά την μπάλα στην εξέδρα. Προφανώς και όλο αυτό θα αποτελέσει φυτώριο ακροδεξιών. Προφανέστατα και όλος ο εσμός του εθνικισμού θα κάνει τα πάντα για να εκπροσωπήσει κατιτίς. Και πώς αλλιώς δηλαδή θα μπορούσε να γίνει; Χρειάζεται όμως μια χοντρική εκτίμηση. Με μεγάλο κίνδυνο απλοποίησης: Η βασική διαλυτική κατεύθυνση για τα σημερινά δεδομένα της χώρας είναι η εθνικιστική ή η κεντροαριστερή πολιτική;

Γιατί η ταύτιση με την κυβέρνηση και τους κυρίαρχους κύκλους που εμπλέκονται στο ζήτημα θα έπρεπε να απασχολεί κάπως το μυαλό μας. Πριν την απόφανση για το εάν οι «Μακεδονομάχοι» έχουν δίκιο, θα απαιτούνταν μια γνώμη για το εάν η κυβέρνηση πορεύεται σωστά. Κι εδώ οι σιωπές είναι απελπιστικές. Μπορεί ο καθένας να έχει την ιδιαίτερη γνώμη του αλλά στο επίπεδο της πολιτικής, των συσχετισμών, του αντικυβερνητικού αγώνα, της σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα, δεν είναι λεπτομέρεια η αντικειμενική συμμετοχή κάποιων στο μέτωπο ενάντια στον εθνολαϊκισμό.

Είναι εποχή μεγάλης ρευστοποίησης, ασάφειας και απώλειας των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα πολιτικά ρεύματα. Όποιος είναι «εύκαιρος» μπορεί να δώσει φωνή. Με τον ίδιο τρόπο που ένα κόμμα όπως ήταν ο ΣΥΝ εξέφρασε στην προηγούμενη φάση τις αντιμνημονιακές διαθέσεις και τον ριζοσπαστισμό που υπήρχε στην ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει αποδοχή και πόσω μάλλον επένδυση σε έναν τέτοιο ρηχό τρόπο εκπροσώπησης. Σημαίνει όμως αναγνώριση. Υπάρχουν βέβαια και απόψεις που θεωρούν ότι οι υποτελείς αξίζει να εκπροσωπηθούν μονάχα στη βάση των ταξικών τους συμφερόντων, ξεφεύγοντας από την εθνική παγίδα: «Πού είναι ρε όλοι αυτοί με τους πλειστηριασμούς; Άφαντοι». Άποψη ιδεαλιστική, ανιστορική και δογματική. Όχι μόνο γιατί προσπερνά όσα χτίζουν την υποτέλεια. Αλλά γιατί αγνοεί τις ιστορικές νοηματοδοτήσεις, την υλικότητα τους, τον ενεργητικό τους χαρακτήρα.

Το ότι καθετί μαζικό δεν είναι και προοδευτικό, δεν είναι και καμιά σπουδαία σοφία. Αν όμως αυτό σημαίνει ότι το προοδευτικό είναι αυτό που συμφωνεί με τους -κατά δήλωσή τους- προοδευτικούς, τότε υπάρχει ζήτημα. Αν το προοδευτικό αναζητιέται σε μια καθαρότητα αδύνατη να υπάρξει σήμερα, πάλι υπάρχει πρόβλημα. Ωραία που θα ήταν αν η αντιστασιακή διάθεση των λαών εκφραζόταν ως συνιστώσα μιας κομμουνιστικής προοπτικής. Το πρόβλημα όμως στην πραγματικότητα είναι -και ήταν πάντα- το ανάποδο. Ποτέ δεν οικοδομήθηκε μια τέτοια προοπτική πέρα από τις διαθέσεις, τις ανάγκες και τους καημούς των πολλών ανθρώπων. Κι αυτό το «πέρα» δεν έχει σχέση με το «εδώ υπάρχει ψητό».

Η αδιαφορία για τα εθνικά ζητήματα, η κατάργησή τους, η καταγραφή τους ως «τζιζ» λειτουργεί για πολλά χρόνια αφοπλιστικά για τις συνειδήσεις και την κατάσταση πνευμάτων. Το πρόβλημα δεν είναι το εθνικιστικό αλλά το εθνικό καθεαυτό. Καλύτερα να το παραδεχτούμε και να το συζητήσουμε παρά να σκιαμαχούμε

Αλλά ποιος είναι ο φασίστας ώστε να τον τοποθετήσουμε στην αντίπερα όχθη και να τον τσακίσουμε; Όσοι νιώθουν εθνική ταπείνωση; Όσοι διαισθάνονται ότι η χώρα απειλείται; Όσοι ακόμα ευρύτερα νιώθουν Έλληνες; Όσοι έβλεπαν τους δολοφόνους της Χρυσής Αυγής να παρελαύνουν και δεν τους έδειραν; (Πόσο αστείο επιχείρημα…). Όσοι φωνάζουν το «Η Μακεδονία είναι ελληνική»; Κάπως όλα αυτά πρέπει να απαντηθούν. Από την άλλη, φασίστας δεν είσαι αλλά άνετα μπορείς να γίνεις. Το ίδιο και μεταλλαγμένος αριστερός, μνημονιακός, σφουγκοκωλάριος κ.ό.κ. Τα πράγματα έχουν τη δυναμική τους.

Ο καθένας μπορεί να ονομάζεται όπως θέλει. Και στη λέξη «καθένας» τσουβαλιάζονται τα πάντα. Άνθρωποι, κράτη, έθνη, γενικώς κι αορίστως. Και ποιος είναι αυτός ο «καθένας»; Γιατί το θέλει; Προϊόν ποιων διεργασιών είναι τα βαφτίσια και πώς τον εντάσσει στο περιβάλλον το όποιο του όνομα; Η δημοκρατία καταντά αυτοπροσδιορισμός και κέλυφος. Δεν απαιτεί και δεν οσμώνεται με περιεχόμενα, υποκείμενα και τρόπους συγκρότησής τους. Ανάλαφρη παρένθεση: Ολόκληρη η Αριστερά έχει δώσει μάχες επί μαχών για το ποιος θα κρατήσει την τάδε σφραγίδα και το δείνα όνομα και τώρα δεν νοιάζει μερικούς αν κάποιοι θέλουν να ονομαστούν Μακεδονία…

Όταν σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα συναντιούνται τόσες διαφορετικές δυνάμεις και επιδιώξεις, είναι αφελές να αντιμετωπίζεται το ζήτημα ως διακρατικό. Αρκετοί απ’ όσους ειρωνεύονται με επιχειρήματα του τύπου «σιγά μην μας την πέσει η χωροφυλακή των Σκοπίων», χαρακτηρίζονται από την ίδια ανετίλα και αδιαφορία απέναντι στην τουρκική υπεροπλία. Γιατί το μοτίβο είναι ένα: Γενικώς, και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, «δεν κινδυνεύουμε». Κι εδώ, εκτός από την αδυναμία στοιχειώδους ανάλυσης, αυτή η «ψυχολογία» σε απαλλάσσει κι από την ευθύνη να πράξεις, να συμβάλλεις, να χτίσεις κάτι. Αν «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», όπως έλεγαν κάποιοι παλιότερα, δεν μένουν και πολλά σε εμάς για να κάνουμε. Αν «οι αστισμοί τσακώνονται», δεν προκύπτουν πιο περίπλοκα καθήκοντα. Μπορούμε, τέλος, να κάνουμε το σταυρό μας και να αγωνιστούμε για τη λαϊκή, εργατική κ.ό.κ. εξουσία.

Η μη εκχώρηση κάποιων ζητημάτων δε σημαίνει σώνει και ντε «κατεβάζω το πανό μου στη διαδήλωση» ή παρεμβαίνω στην πορεία. Αν κάποιος θέλει να κάνει κριτική ας την κάνει τίμια και όχι σε καρικατούρες που κατασκευάζει με τα στερεότυπα και την αυταρέσκειά του. Η αδιαφορία για τα εθνικά ζητήματα, η κατάργησή τους, η καταγραφή τους ως «τζιζ» λειτουργεί για πολλά χρόνια αφοπλιστικά για τις συνειδήσεις και την κατάσταση πνευμάτων. Αλλά και επιπλέον προσφέρει αμαχητί το έδαφος για να πολιτεύονται λογής λογής λουλούδια και τέρατα. Λες και δεν μπορεί να οικοδομηθεί μια κατεύθυνση σε κόντρα τόσο με την υποτέλεια, όσο και με την οπτική της «τουρκοφαγίας» και των «γυφτοσκοπιανών». Κι αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι δεν απαιτείται μια ειδική αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου και των ακροδεξιών συμμοριών. Προφανώς και δε θα εξαφανιστούν δια μαγείας επειδή θα τραβηχτεί λίγο από το χαλάκι κάτω από τα πόδια τους.

Κατά βάθος, το πρόβλημα δεν είναι το εθνικιστικό αλλά το εθνικό καθεαυτό. Καλύτερα να το παραδεχτούμε και να το συζητήσουμε παρά να σκιαμαχούμε.

Τα σούργελα έχουν διάφορες μούρες. Μερικές είναι σαν τις δικές μας, σοβαρές. Με πολλά εξ’ αυτών κάποιοι συναγελάζονται, συνομιλούν, νιώθουν οικειότητα. Έπειτα, άμα δεν διακρίνεις την διαφορά του γκροτέσκο ή γελοίου και του φασιστικού, έχεις ένα πρόβλημα ανάγνωσης της πραγματικότητας. Το ίδιο αν τρως αμάσητη την τηλεοπτική καταγραφή των γεγονότων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!