Μετά τα βραβευμένα «Παράσιτα» (2019), ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Μπονγκ Τζουν-Χο επιστρέφει με την αμερικάνικη μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας «Mickey 17», μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα του Έντουαρντ Άστον, για τις υπαρξιακές επιπτώσεις των αλλεπάλληλων επανεκτυπώσεων ενός ταλαίπωρου κλώνου, σε μια μακρινή διαστημική αποστολή αποίκησης άλλου πλανήτη.

Σε ένα δυσοίωνο μέλλον, όπου πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλους πλανήτες, λόγω των αφιλόξενων γήινων καιρικών φαινομένων αλλά και των άγριων κοινωνικών συνθηκών ανεργίας και φτώχειας, μια θέση σε διαστημική αποστολή αποίκησης θεωρείται μέγιστη ευκαιρία, παρότι εκτός Γης έχει επιτραπεί νομικά και ηθικά η νεότευκτη τεχνολογία επανεκτύπωσης ανθρώπων-κλώνων.

Μπλεγμένος σε μικροκομπίνες, ο μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο νεαρός Μίκυ Μπαρνς (Ρόμπερτ Πάτινσον), για να γλιτώσει από τα νύχια ενός αδίστακτου γκάνγκστερ, υπογράφει αίτηση συμμετοχής ως «αναλώσιμος», στη διαστημική αποστολή αποίκησης του πλανήτη Νίλφχέιμ, που χρηματοδοτείται από έναν μεγαλομανή αποτυχημένο πολιτικό (Μαρκ Ράφαλο). Αγνοώντας ότι αναλώσιμος σημαίνει την παραχώρηση του δικαιώματος επανεκτύπωσης του εαυτού του μετά θάνατον, ως νέας εκδοχής-κλώνου, ο Μίκυ συνειδητοποιεί καθυστερημένα το τίμημα του ρόλου του, ως ζωντανού πειραματόζωου. Σε όλη τη διάρκεια των τεσσερισήμισι χρόνων του διαστημικού ταξιδιού, ο Μίκυ λειτουργεί ως κατώτερος εργάτης, πολίτης β’ κατηγορίας, επιδιορθώνοντας εξωτερικές βλάβες του διαστημόπλοιου ακούραστα και αδιαμαρτύρητα, ενώ εκτίθεται σε μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας, άγνωστους ιούς και χημικές ουσίες, προκειμένου η επιστημονική ομάδα της αποστολής να εξετάζει επιπτώσεις και αντοχές, στις νέες συνθήκες, δοκιμάζοντας πάνω του νέες θεραπείες και εμβόλια. Το αποτέλεσμα παραμένει πάντα ίδιο: ο Μίκυ συχνά ακρωτηριάζεται, δηλητηριάζεται ή αρρωσταίνει, πεθαίνοντας κάθε φορά μέσα σε αβάσταχτους πόνους, δίχως ωστόσο να νοιάζεται κανείς, αφού θα επανεκτυπωθεί ξανά και ξανά, σε μια νέα φρέσκια του εκδοχή. Όλοι περιμένουν κάθε φορά χαιρέκακα από τον Μίκυ να πεθάνει, με μοναδική αδελφή ψυχή την δυναμική ειδική πράκτορα ασφαλείας Νάσα (Ναόμι Άκι), ερωτική παρτενέρ του. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν μετά από μια επικίνδυνη αποστολή στο νέο πλανήτη, ο 17ος πλέον Μίκυ γκρεμοτσακίζεται σε βάραθρο, χωρίς αυτή τη φορά να πεθάνει, όπως όλοι αναμένουν. Μετά την επεισοδιακή του επιβίωση, διαπιστώνει επιστρέφοντας στη βάση, πως έχει ήδη εκτυπωθεί η 18η εκδοχή του, που τον υποδέχεται με επιθετικές διαθέσεις.

Επιχειρώντας ισχυρό σχόλιο κοινωνικών προεκτάσεων, εξαρχής σε αυτή την μελλοντολογική ιστορία αποσαφηνίζεται πως οι νέες συνθήκες μετανάστευσης των ανθρώπων με κάθε τίμημα, αυτή τη φορά προς άλλους μακρινούς πλανήτες, συμβαίνουν επειδή είναι πλέον αφιλόξενες οι συνθήκες της ζωής στη Γη, ενώ σχολιάζεται πως οι απεχθείς εξωγήινοι δεν είναι κάποια τέρατα, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι-εισβολείς, που καταστρέφουν κάθε ισορροπία στον ξένο πλανήτη, αναστατώνοντας τους φιλήσυχους, παρότι αλλόκοτους, αυτόχθονες πληθυσμούς.

Η επιλογή μιας εκτός κάδρου αφήγησης, από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, σε μια κωμικοτραγική ημερολογιακή καταγραφή γεγονότων, μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, διαχέει χροιά εξωπραγματικού παραμυθιού που εντείνει το σαρκαστικό στοιχείο. Καθώς ο Μίκυ αφηγείται τα συμβάντα, ως απλή διαπίστωση, οι παράλληλες απεικονίσεις μαρτυρούν μια επίπονη σωματική πραγματικότητα, που αποκαλύπτει την τραγικότητα της κατάστασης, παρά την χιουμοριστική απόδοση.

Ο Μίκυ παρουσιάζεται να αποφασίζει με αφέλεια για το μέλλον του, ορμώμενος από εσώτερες παιδικές αναμνήσεις, ωστόσο η 18η εκδοχή του αρχικά παρουσιάζεται επιθετικότερη, ενώ από περιγραφές της Νάσα αποκαλύπτεται πως οι διαφορετικές εκδοχές παρουσιάζουν έναν ξεχωριστό άνθρωπο κάθε φορά, παρά το πανομοιότυπο DNA και τις επαναφορτιζόμενες αναμνήσεις.

Βουτηγμένη σε μια απελπιστική κυνικότητα, παρόμοια με τα σουρεαλιστικά «Παράσιτα», που διατηρούν ωστόσο ένα δραματικότερο ρεαλισμό, αυτή η μακάβρια και γεμάτη γκροτέσκο λεπτομέρειες ιστορία επιστημονικής φαντασίας του Μίκυ 17 αποδεικνύεται πιο δύσπεπτη για το κοινό, παρά το πλαίσιο μαύρης κωμωδίας που υπηρετεί, καθώς αδυνατούμε να ταυτιστούμε με τον αντι-ηρωικό πρωταγωνιστή, που θανατώνεται μπροστά μας με τους πιο απίθανους τρόπους, στα όρια σαδισμού. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή σε αργή κίνηση, στην αρχή της ταινίας, που σε πρώτο πλάνο, στο εσωτερικό του διαστημόπλοιου, οι ταξιδιώτες κουβεντιάζουν αμέριμνοι, τη στιγμή που στο παράθυρο πίσω τους διαφαίνεται να στριφογυρίζει έξω στο διάστημα ένα κομμένο χέρι, υπογραμμίζοντας απάθεια και αδιαφορία στο έπακρο για την τύχη του αναλώσιμου.

Αυτή η βιωμένη αίσθηση υπαρξιακής τραγικότητας γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσα από την επιλογή της πρωτότυπης μουσικής του Νοτιοκορεάτη συνθέτη Τζουνγκ Τζάε-Ιλ, στη δεύτερη -μετά τα «Παράσιτα»- συνεργασία του με τον σκηνοθέτη. Οι μουσικές φόρμες του βαλς και του ταγκό που υιοθετούνται εδώ, χαρίζουν ανεπαίσθητη μελαγχολική και συνάμα ρομαντική χροιά, μεταφέροντας αποκλειστικά μέσα από τη μουσική την τραγικότητα του αναλώσιμου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Έτσι, το βαλς αποδίδει ρομαντισμό στις σκηνές που εξιστορείται η γνωριμία με την Νάσα, ρυθμικό ταγκό με πιάνο και ακορντεόν ακούγεται στα ερωτικά παιχνίδια με τις δυο εκδοχές του πρωταγωνιστή και σόλο θλιμένο πιάνο κάθε φορά που ο Μίκυ επανεκτυπώνεται, προσδίδοντας απύθμενη μελαγχολία, ενώ στις σκηνές συνεννόησης με τα αλλόκοτα γηγενή πλάσματα επιλέγεται το εξωτικό ηχόχρωμα του ντιτζεριντού, υπογραμμίζοντας πρωτόγονη αίσθηση.

Η επιλογή της φόρμας του βαλς στην ταινία αυτή αποτελεί και άμεση αναφορά σε παλιότερες -μια εικοσαετία πριν- επιτυχίες του νοτιοκορεάτικου σινεμά, με αντίστοιχες μουσικές φόρμες, μαρτυρώντας επιδράσεις από το μακάβριο φουτουριστικό σύμπαν κόμικ αισθητικής του «Ντελικατέσεν» (1991), των Ζαν-Πιερ Ζενέ και Μαρκ Καρό, σε ταινίες όπως η μαύρη ρομαντική κωμωδία «Τι κι αν είμαι cyborg, είναι ΟΚ» (2006), του Παρκ Τσαν-Γουκ, δημιουργού του θρυλικού «Oldboy» (2003), που αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τον Μπονγκ Τζουν-Χο. Το ταξικό σχόλιο γύρω από τον άτυχο προλετάριο πρωταγωνιστή του «Mickey 17», όσο κυρίως η καρικατουρίστικη φιγούρα τού εγωκεντρικού πολιτικού, με την απαστράπτουσα λευκή οδοντοστοιχία, μεταφέρουν αντίστοιχη αίσθηση σάτιρας κοινωνικών αιχμών με την μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας «Don’t Look Up» (2021/ Άνταμ ΜακΚέι). Ίσως ακόμα και το όνομα Αρκάντι, του επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας της αποστολής, να αποτελεί αναφορά στον Αρκάντι Στρουγκάτσκι, τον έναν από τους δύο συγγραφείς του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, που στη θρυλική διασκευή του από τον Ταρκόφσκι αποτέλεσε το «Στάλκερ» (1979).

Ωστόσο, εδώ ανακαλείται άμεσα η δραματική ταινία επιστημονικής φαντασίας «Φεγγάρι» (2009/Ντάνκαν Τζόουνς), όπου ένας εργάτης, λίγο πριν ολοκληρώσει την τριετή θητεία του στο φεγγάρι για εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων, μετά από ένα ατύχημα συνειδητοποιεί πως αποτελεί μονάχα άλλη μια αναλώσιμη εκδοχή μιας ύπαρξης, στην οποία μια εταιρία έχει απόλυτο έλεγχο ζωής-θανάτου. Παρότι στην μαύρη κωμωδία του Μπονγκ Τζουν-Χο ο κλώνος έχει εξαρχής επίγνωση της αναλώσιμης θνητότητάς του, η ταινία δεν παύει να περιέχει αντίστοιχη μακάβρια τραγικότητα, γύρω από τον υπαρξιακό φόβο του πόνου και του θανάτου, θίγοντας εξίσου όλα τα ηθικά ζητήματα της κλωνοποίησης και της σημασίας της έννοιας του αναλώσιμου πειραματόζωου για ένα έμβιο ον, κατώτερης τελικά κατηγορίας, στο βωμό της εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων!

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφος, ifigenia.kalantzi@gmail.com

INFO

  • Μεγάλο αφιέρωμα «Η πτώση των δικτατοριών και η άνθιση του νέου κινηματογράφου / Ελλάδα – Ισπανία – Πορτογαλία» διοργανώνεται 13-19/3/2025, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Πληροφορίες tainiothiki.gr/el/
  • Το νέο ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα Βαρδαρού «Γυναίκες μαχήτριες – Μέρος Β΄ 1944-1960», για τις φυλακισμένες και εξόριστες μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, θα προβάλλεται από Πέμπτη 13/3/2025 στο Τριανόν. Περισσότερα trianon.gr
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!