Ανάμεσα στη νοσταλγία των εικόνων και στην πραγματικότητα του βλέμματος, το σεμνό περιβάλλον πείθει αμέσως για πολλά καλά. Με το που πατά κανείς το πόδι στη στεριά νιώθει τη διαφορά στον αέρα. Δεν πρόκειται για άλλο ένα κοινό τουριστικό νησί των Κυκλάδων, και ας έχουν όλα την ιδιαίτερη γραφικότητά τους. Η Τήνος δείχνει να είναι ένας τόπος που έχει χωνέψει βαθιά την ομορφιά και την αγιοσύνη του και δεν φοβάται να την προσφέρει. Σε τούτα τα χώματα ο σεβασμός στη φύση και στον άνθρωπο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου.
Στη χώρα δεν ακούγεται δυνατή μουσική. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά μα αφήνουν περιθώριο σε όλα τα γούστα να αναπαυθούν και να ανθίσουν. Τα σπίτια είναι ολόλευκα και φιλόξενα. Οι ντόπιοι χαμογελούν αβίαστα στον ξένο. Αποπέμπουν μια ανθρώπινη υγεία που ξεκινά από κάπου βαθιά, από ένα σημείο που δεν είναι ορατό με γυμνό μάτι. Όλα είναι ανεξήγητα ευλαβικά για τον απροετοίμαστο επισκέπτη. Τίποτε εδώ δεν επιβάλλεται με το ζόρι. Τα πάντα ανήκουν στο πεδίο της επιλογής δικαιώνοντας με τρόπο αλλιώτικο την έννοια της πραγματικής ελευθερίας.
Προχωρώντας στα στενά, δίπλα στην προκυμαία, πάνω στα πλακόστρωτα γύρω από τις μαρμαρένιες εκκλησίες ή κάτω από τις συκιές και τις νεραντζιές που ξεφεύγουν από τους φράχτες, η ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου γίνεται όλο και πιο εμφανής. Περπατά μέσα μας βήμα-βήμα. Απλοποιείται χωρίς να διευκολύνει. Υπάρχει για να πείθει και να εξηγεί δίχως λέξεις όλα εκείνα τα αισθήματα και τις εντυπώσεις που σιγά σιγά φουντώνουν υποβλητικά. Η Τήνος, μέσα από τη λιτή της πολυτέλεια και τη στωικότητά της, μιλά στην καρδιά του επισκέπτη της περισσότερο από κάθε άλλο σημείο.
Η εκκλησία
Στην κορυφή του λόφου η εκκλησία της Μεγαλόχαρης δεσπόζει αγέρωχη. Εδώ είναι το σημείο που η καρτ ποστάλ γίνεται αληθινή εικόνα για τον επισκέπτη. Οι άνθρωποι που ανηφορίζουν γονατιστοί δεν αποτελούν ατραξιόν. Δεν νοιάζονται για τα μάτια των άλλων. Σε κάνουν να θέλεις να αποστρέψεις το βλέμμα μπροστά στο πείσμα μιας πίστης που είτε την μοιράζεσαι είτε όχι, νιώθεις υποχρεωμένος να την αποδεχτείς και να τους την αναγνωρίσεις. Οι προσκυνητές περιφέρονται στον περίβολο και στο εσωτερικό της εκκλησίας σιωπηλοί. Ανάβουν κεριά, ασπάζονται τη θαυματουργή εικόνα, ξαποσταίνουν στα στασίδια, προσεύχονται ή συνομιλούν με κάτι που για τον καθένα είναι διαφορετικό και με ανομολόγητη σημασία.
Από τον έναστρο ουρανό της εκκλησίας κρέμονται αλυσίδες φορτωμένες με ευχές και τάματα, ευχαριστίες χαράς κάποιων ψυχών που βρήκαν ανακούφιση στη μεταφυσική τους αγωνία. Η παρηγοριά στον πόνο τους, κανείς δεν ξέρει τι και πώς συνέβη. Ασημένια καράβια, ανθρώπινα μέλη, σπαραξικάρδια παιδικά κρεβάτια, η Κύπρος, μια φορτωμένη πορτοκαλιά, ένα ζευγάρι παλιακά ματογυάλια, μικρογραφίες σπιτιών και ζώων, ένα σπαθί, ένα βαρέλι, ένας άγγελος που φτερουγίζει πάνω από μια κολυμπήθρα, ένα αεροπλάνο, μια χρυσή καρδιά, ένα ολομόναχο δάκρυ. Αφιερώματα αγνώστων που αφηγούνται μικρές ιστορίες πίστης και αφοσίωσης στον ξένο που ίσως δεν κατανοήσει ποτέ μα ενδέχεται να νιώσει βαθιά και να φωτιστεί από τη σημασία μιας σωτηρίας που από ευχή κατάφερε να γίνει έργο. Άνθρωποι που μιλούν σε άλλους ανθρώπους με θεϊκή φωνή μέσα σε τόπο ιερό και φημισμένο. Κατάνυξη και δέος μαζί. Μεγαλοσύνη.
Ο τόπος
Τα μικρά χωριά και τα μοναστήρια, σκαρφαλωμένα με κόπο στα πιο δύσβατα σημεία του νησιού, πείθουν αμέσως για την αυτάρκεια και τη δύναμή τους. Εντυπωσιάζουν. Τα πάντα είναι περιτριγυρισμένα από πετρώδη εδάφη, φιλοξενούνται σε άγονες πλαγιές στολισμένες με ξερολιθιές και θάμνους, στολίζονται από αιφνίδιες οάσεις πράσινου και χείμαρρους που τα καλοκαίρια αντί για νερό τρέχουν πικροδάφνες. Ολόγυρα αφθονούν οι γήινοι καρποί. Φραγκοσυκιές, μουριές, ελιές, αμπέλια, ντοματιές, συκιές, ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, κρίταμο, μυρωδικά και βότανα με παράξενα ονόματα και ιδιότητες ευεργετικές για την ψυχή και το σώμα. Όλα σε αφθονία, σεμνές προσφορές στον άνθρωπο που καταδέχεται και αγαπά την απλότητα διαβάζοντας μέσα της το υπέρτατο μεγαλείο.
Οι παραλίες μικροί παράδεισοι φτιαγμένοι από άμμο και λιανά βότσαλα που λάμπουν σαν χρυσάφι. Λουσμένες από έναν ήλιο καθαρό, μεγάλο, ένα φως που ζεσταίνει στοργικά και θεραπεύει τα σκοτάδια. Νερά κρυστάλλινα, αγνά, αλογάριαστα ταιριαστά με κάθε σώμα. Εύρωστες εικόνες που εμπνέουν μια βαθιά συγκίνηση και περιβάλλονται από μια ξεχωριστή αύρα μεγαλοσύνης. Η Τήνος, ανεξήγητη και ωραία, επιβάλλεται σέρνοντας πίσω της μακραίωνη Ιστορία και προσφέροντας αιφνίδια δώρα στο παρόν. Το νησί του Αιόλου, του Χαλεπά, του Γαΐτη, του Γύζη, του Λύτρα και της «άνανδρα τορπιλισμένης» Έλλης λαμποκοπά μπροστά σε μάτια και μέσα σε καρδιές. Καθηλώνει.
Κάθε στιγμή της ζωής, λίγο άγονο ηφαίστειο και λίγο πράσινος παράδεισος, η Τήνος ανασαίνει γλυκά. Είναι έντιμη. Δεν παύει να υπομένει και να χαρίζει, δίνοντας ένα άλλο νόημα στην προσφορά και στη γενναιοδωρία. Ακόμα και στα μέρη που το νησί πρόδωσε στα μάτια των άπληστων ανθρώπων τα πολύτιμα υλικά του, ακόμα και εκεί όπου το έδαφος αποσπάστηκε αφήνοντας πίσω του τρύπες και ουλές χάνοντας λίγο από το πολύτιμο υλικό του, το μάρμαρο, αιώνες πια ο αιγαιοπελαγίτικος αέρας μοιάζει να παλεύει να επουλώσει τις χαίνουσες πληγές. Το χειροποίητο νησί αντέχει. Στολίζεται από χιλιάδες πεζούλες, ξερολιθιές που συγκρατούν τα νερά της βροχής και προστατεύουν τις φυτείες από την αγριάδα του χειμώνα, πέτρα-πέτρα χτισμένες χωρίς πρόσθετο συνδετικό υλικό από τα χέρια κάποιων που πίστεψαν στην προκοπή της γης και αγάπησαν ειλικρινά τα χώματά τους. Εκατομμύρια εργατοώρες ιδρώτα και μόχθου άφησαν ξωπίσω τους ένα σπάνιο κέντημα υπομονής, ένα ατόφιο αποτέλεσμα πλούσιας κληρονομιάς κι επένδυσης στα χώματα της Τήνου.
Κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα δίπλα σε έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο στον κορυφή ενός λόφου, ατενίζοντας το Αιγαίο πάνω στην άμμο που θροΐζει σαν φύλλο πλατανιάς, μετρώντας τις πέτρες στο βοτσαλωτό περίβολο ενός ναού, χαϊδεύοντας το ζεστό ασβέστη μιας μάντρας σπιτιού, σιωπώντας μπροστά σε έναν άγονο κάμπο κεντημένο με μελίσσια, ο άνθρωπος αγγίζει το Θεό. Στον αέρα σφυρίζουν σαν μελωδίες κάτι παράξενα ονόματα αγίων που κανείς δεν ξέρει αν υπήρξαν πραγματικά, μα αυτό δεν έχει σημασία: η αγία Θέκλα, η αγία Υπομονή, η αγία Μόνα, η αγία Πελαγία υπόσχονται θαύματα και διηγούνται ιστορίες τρομερές, που μοιάζουν με μεγάλα παραμύθια. Η αμφιβολία που κατακάθεται στο τέλος μέσα στην ψυχή, εκείνο το «μήπως κάπου σε όλα αυτά υπάρχει και μια αλήθεια;» είναι το ιερό αντίδωρο μιας παράδοσης που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, και κάνει τους ανθρώπους να απορούν και να ελπίζουν.
Ο πλάτανος της Μαρίας
Στην πλατεία ενός χωριού χτισμένου στην πλαγιά ενός εύφορου λόφου, πίσω από ένα θαυμαστό νεκροταφείο σπουδαίων ψυχών, ανάμεσα σε συγκινητικά μουσεία, περιστεριώνες και άφθαρτα υλικά, υπάρχει ένας πλάτανος. Τον φύτεψε ένας φιλόπατρις εν έτει 1857 και μέχρι σήμερα δροσίζει τους ανθρώπους με το γενναιόδωρο φύλλωμά του. Στη μέση αυτού του σκηνικού, μια τροφαντή Μαρία που γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο και μιλά σπαστά ελληνικά σερβίρει καφέδες, γαλακτομπούρεκα και γλυκά του κουταλιού, χαμογελώντας με αγάπη. Οι γέροι του χωριού μαζεύονται εκεί τα πρωινά και ανταλλάσσουν ιστορίες και γνωμικά σοφίας.
Ένα κρυμμένο φύλλο συκιάς προστατεύει το σακί με το στάρι από το σκουλήκι. Η καλύτερη συναγρίδα του καλοκαιριού βγαίνει τον Αύγουστο στη Σύρα. Ο κολιός λατρεύει το δόλωμα από καλαμάρι στις ακτές της Κολυμπήθρας. Τα βλήτα είναι νόστιμα μόνο αν έχουν πιει πολύ νερό. Η κλεψιά ενός σάκου μπάμιες από την καρότσα του μανάβη δεν πείραξε τόσο για το χαμένο κέρδος της, τον κόπο να τις μαζέψεις μία προς μία σκέψου μόνο. «Με το χώμα δεν είναι να λογαριάζεσαι, μόνο να το υπηρετείς πρέπει να ξέρεις» αναστενάζει ένας παλιός. «Μάνα και κόρη δυο», τραγουδά τους στίχους του Βαμβακάρη μετά καθώς βλέπει δυο γυναίκες να περνούν γνέφοντας «καλημέρα». Λίγο πιο κει ένας αλλοδαπός σημειώνει λέξεις σε ένα φύλλο χαρτί και μια κυρία με πεταλουδίσια γυαλιά και πουά φουστάνι κεντάει ναύτες και φτερωτές γοργόνες στο λευκό πανί της.
Η Μαρία με τα στρογγυλά καπούλια και τα μαύρα μαλλιά στροβιλίζεται γύρω από τον πλάτανο με το δίσκο στο χέρι μουρμουρίζοντας ένα βουλγάρικο τραγούδι. «Αχ Μαρία, πέτρα έχεις στη θέση της καρδιάς, όλους σαν δεκάρικα μας βλέπεις», αναστενάζει ένας χωρικός που δείχνει ερωτοχτυπημένος. Εκείνη τον πλησιάζει, αφήνει στο τραπέζι του τον τούρκικο καφέ κι ένα νερό παγωμένο και του χαμογελά: «Κερασμένος από μένα ο καφές, κυρ Παύλο. Έτσι, για να μην τα λες αυτά και με πληγώνεις».
Έπειτα συνεχίζει να δουλεύει χαρωπή μπαινοβγαίνοντας στο καφενείο και χαιρετώντας τους νεοφερμένους. Στο μυαλό της συμβαίνει πάντα μια γιορτή. Ολόγυρά της τιτιβίζουν άνθρωποι, πουλιά και κάμποι. Η Μαρία της Τήνου είναι -πώς να το αρνηθείς;- μια ολοζώντανη μαγική εικόνα.