Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από την παρουσίαση του νέου της βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο «Ψιλά Γράμματα», εκδόσεις Καστανιώτης, που διοργάνωσε η Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine – Δράση την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023 στο ΤΥΠΕΤ, στα Βριλήσσια. Πρόκειται για αποσπάσματα από το πρώτο ημίωρο της εκδήλωσης, όπου η ίδια η συγγραφέας, εκτός κειμένου, μιλάει για το βιβλίο της και τους ήρωές του. Ολόκληρο το κείμενο της απομαγνητοφώνησης αλλά και τα υπόλοιπα 110 λεπτά συζήτησης, ένα πολύτιμο και ενδιαφέρον υλικό, που θα απομαγνητοφωνηθεί και αυτό, μπορείτε να τα βρείτε  στην ιστοσελίδα της κίνησης «Δράση για μια άλλη πόλη», www.drasivrilissia.gr.

«Βιβλία ήθελα να γράφω, δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας»

«Σας ευχαριστώ πάρα – πάρα πολύ που είστε εδώ απόψε και μου κάνετε δώρο από τη ζωή σας όση ώρα χρειαστεί… Θα βάλω τα δυνατά μου να μην πλήξετε, να ανάψει ένας σπινθήρας στην αποψινή βραδιά και στο τέλος, να μην αισθανθείτε ότι θα ήταν καλύτερα να είχατε μείνει σπίτι να δείτε ποδόσφαιρο ή να είχατε πάει, ας πούμε, για μια μπύρα. […]

Νοιώθω παράξενα για την ιδιότητά μου… Γιατί βιβλία ήθελα να γράφω, δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Να γράφω ήθελα, να λέω ιστορίες, μια ροπή που την ανακάλυψα σε πολύ μικρή ηλικία -και αιτία ήταν, όπως έχει συμβεί και σε πολλούς άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς και δημιουργούς σε άλλους τομείς της τέχνης- μια παιδική αρρώστια, μια περιπέτεια περίπου τριών ετών που με έκανε να κοιτάζω με χίλιους τρόπους αυτά που μπορούσα από το δωμάτιο, τα φύλλα των δέντρων έξω, το σεντόνι, το μαξιλάρι, το πρόσωπο του γιατρού, της νοσοκόμας, να προσέχω κάθε τι που λεγότανε, να ερμηνεύω τις λέξεις, να ερμηνεύω ένα σύννεφο στον ουρανό, να ερμηνεύω ένα θρόισμα, να ερμηνεύω -στο βαθμό που μπορούσα – από 10 έως 13 ετών τι εμπειρία να είχα; – τις σχέσεις. Τότε ανακάλυψα ότι ήθελα, με κάποιον δικό μου τρόπο, να εκφράζομαι. […]

«Για τη λογοτεχνία μπορώ να πω ότι πρέπει να είναι ντουέτο ο πεζογράφος με τον αναγνώστη του, δεν πάει κανένας μόνος του πουθενά, δεν γίνεται. Προτιμώ να γράψω κάτι κι εσείς να το συμπληρώσετε με τον καλύτερο τρόπο μέσα σας, να το πάτε και κάπου που εγώ είμαι ανυποψίαστη»

«Μια γλώσσα που την επιθυμώ πάντως αισθαντική»

Κάθε επόμενο βιβλίο, έχει ρίζες και ποτίζεται και από το προηγούμενο ή και από όλα τα προηγούμενα του κάθε δημιουργού. Και αυτό συμβαίνει γιατί – κατά κανόνα- του έχει διαφύγει κάτι μείζον ή έλασσον, που ελπίζει ότι μπορεί να το καλύψει σ’ ένα επόμενο γραπτό του. Και του έχει διαφύγει, πότε κατά τύχη, πότε σκόπιμα, όταν νοιώθει ότι δεν έχει την τόλμη, δεν έχει την επάρκεια ή όταν καταφεύγει σε κόλπα, συμβαίνει κι αυτό, να προσπαθεί να σκηνοθετήσει το καμουφλάζ των κενών του ή να σκηνοθετήσει τους αξεπέραστους φόβους του.

Βέβαια, συμβαίνει στους συγγραφείς, αυτή η λεπτοδουλειά, το ψιλοκοσκίνισμα κάθε φορά της κεντρικής ιδέας, της λογοτεχνικής ατμόσφαιρας και ιδίως των χαρακτήρων που φιλοτεχνεί, πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών τριταγωνιστών και κομπάρσων, που όλοι μαζί συναποτελούν το ανθρώπινο τοπίο της ιστορίας του, συμβαίνει ψιλοκοσκινίζοντας και επιχειρώντας σε κάθε επόμενη δουλειά του να διεισδύσει πιο βαθιά στην ανθρώπινη περιπέτεια, σ’ αυτά που παίζονται στο μυαλό και στην ψυχή των χαρακτήρων του. Συμβαίνει πολλές φορές αυτός ο εμπλουτισμός της επιχειρηματολογίας του, να τον οδηγεί και σε μια υπερεκτίμηση της σημασίας των εργαλείων του και υπερεκτίμηση της εγκυρότητας της ματιάς του. Χρειάζεται διαρκώς να βρίσκουμε εκείνο το διάστημα που θα προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, στην καθημερινότητα και με ταπεινοφροσύνη να ελέγξουμε τα γραπτά μας, τα υλικά μας και τον τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους σε κάθε εποχή. Τα λέω αυτά γιατί πιστεύω ότι πάνω-κάτω – εσείς που είστε εδώ μπορεί να έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο ήδη, μπορεί και το τελευταίο, διαβάζετε και άλλους συγγραφείς, μπορεί να έχετε διαβάσει ένα διήγημα κτλ. – με έχετε πάρει χαμπάρι, αποκλείεται να σας αιφνιδιάσω, ξέρετε σε ποιους στίχους χτυπάω το κεφάλι μου, ξέρετε ποιο ξέφωτο ψάχνω με λαχτάρα να βρω και φτάνω μετά από καιρό ασθμαίνουσα και πέφτω ξερή.

Ξέρετε και ότι οι χαρακτήρες, που μέσα από αυτούς προσπαθώ να αφηγηθώ αυτά που με αναστατώνουν μέσα μου, συνήθως είναι άσημοι, δεν είναι αυτό που λέμε τα τελευταία χρόνια «επιδραστικοί» στο κοινωνικό σύνολο. Είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, του κιλού, των μετόπισθεν, αντιήρωες θα έλεγα, και πάντα επιδιώκω να καταδείξω τις δυνατότητές τους και τη σημασία που έχουν στην εγγραφή μέσα στο ενιαίο κοινωνικό σύνολο, μέσω της γλώσσας, αυτής που προσπαθώ κάθε φορά να φτιάξω για τη λογοτεχνική ατμόσφαιρα της κάθε ιστορίας, ώστε να είναι συμβατή με την εποχή, με τους χαρακτήρες κτλ. Μια γλώσσα που την αντιλαμβάνομαι πότε σαν φιλί, πότε σαν μαχαιριά, την επιθυμώ πάντως αισθαντική, την επιθυμώ να βοηθάει τον αναγνώστη να μην τον πάρει ο ύπνος και σκυλοβαρεθεί, αλλά την επιθυμώ και με μια σεμνότητα, να μην προσπαθεί να προσπεράσει με εκκεντρικότητες, γλωσσικές εκφράσεις που η ακεραιότητά τους έχει κερδίσει έδαφος μέσα στη διαχρονικότητα της γλώσσας. Δεν γίνεται λογοτεχνία -κακά τα ψέματα- δίχως να ακουμπήσεις βαθιά, να ξύσεις σωθικά, καρδιές, ψυχές ανθρώπων. Μέσω των λογοτεχνικών ηρώων προσπαθώ να αγγίξω τον αναγνώστη και να του δώσω ψυχή και σωθικά των χαρακτήρων μου. Αν διαθέτω εγώ, όσο διαθέτω, όταν διαθέτω…, όταν μπορώ να το καταφέρω, γιατί δεν το καταφέρνω πάντα, κάποιες φορές αποτυγχάνω. Και είναι όρος της αληθινής λογοτεχνίας να μπορέσεις να δώσεις ψυχή και σωθικά στους χαρακτήρες σου. Γιατί έτσι έχει σημασία η ιστορία που θα αφηγηθείς, αν είναι αληθοφανείς οι χαρακτήρες, αν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους, αν δεν είναι απλώς τραλαλά, λαμπεροί που λένε σήμερα στις διάφορες εκπομπές και σάιτ του συρμού, αν μας αφορούν! Και μας αφορούν αν κι εμείς κατά κάποιο τρόπο αξίζουμε και συναντηθούμε σε κάποιες σελίδες μαζί τους.

«Χαλάλι»

Παρεμπιπτόντως, επειδή νομίζω ότι είμαι καλύτερη αναγνώστρια από πεζογράφος, αν εγώ βρω σε ένα βιβλίο τρείς σελίδες, πέντε σελίδες που αξίζουν και βάζουνε διατύπωση σε κάτι που κι εμένα με απασχολεί και δεν μπορώ να βρω τις λέξεις για να το πω στον εαυτό μου και να ηρεμίσει το μυαλό μου, να μπει σε μια τάξη, αν λοιπόν βρω πέντε σελίδες, έναν ήρωα, έναν χαρακτήρα, λέω χαλάλι! Δεν είμαι απ’ αυτούς που θα ψιψιρίσω και θα πω, περισσεύαν εκατό σελίδες ή ήταν πολύ «εβαπορέ», είχαν μεγαλύτερη ανάπτυξη ή έκανε κοιλιά στη μέση ή αυτό ή εκείνο. Νοιώθω ευγνωμοσύνη στον δημιουργό αν με κάποιο τρόπο με έχει βοηθήσει. Έλεγε ο Πεσσόα μια φράση -που νομίζω τα λέει όλα- ότι η λογοτεχνία και όλη η τέχνη είναι μια απόδειξη ότι η ζωή δεν αρκεί. Αυτό ισχύει για τους δημιουργούς, ισχύει και για τους αποδέκτες της τέχνης. Συγκεκριμένα για τη λογοτεχνία μπορώ να πω ότι πρέπει να είναι ντουέτο ο πεζογράφος με τον αναγνώστη του, δεν πάει κανένας μόνος του πουθενά, δεν γίνεται. Προτιμώ να γράψω κάτι κι εσείς να το συμπληρώσετε με τον καλύτερο τρόπο μέσα σας, να το πάτε και κάπου που εγώ είμαι ανυποψίαστη. Γιατί όπως εγώ κουβαλάω τις δικές μου εμπειρίες, κρυπτομνησίες, ανησυχίες, με τον ίδιο τρόπο κι εσείς, ως πλήρεις υπάρξεις και προσωπικότητες, κουβαλάτε τον δικό σας εαυτό, τα δικά σας ερωτήματα και τις δικές σας εμπειρίες. Κάπου θα συναντηθούμε και ο ένας θα εμπλουτίσει την πραγματικότητα και την περιπέτεια της ζωής του άλλου.

«Θεωρώ την αγάπη κάτι τρομερά σημαντικό και δύσκολο»

Ερχόμαστε στα «Ψιλα Γραμματα»… Τι τίτλος είναι αυτός καταρχήν; Aς πούμε… Αισθάνομαι ότι έπαιξε ρόλο σ’ αυτή την περιπέτεια του τελευταίου βιβλίου, το πώς αισθανόμουν εγώ μετά από ένα σερί ματαιώσεων. Έψαχνα να βρω μια εποχή νεότητας, να το πω έτσι… Όχι γιατί αναζητούσα τα στητά βυζιά και τον σφριγηλό ποπό, δεν είμαι τόσο ούφο, αλλά μια εποχή που αγαπούσαμε παράφορα, αγαπούσαμε τρελά, αγαπούσαμε, χωρίς να μας νοιάζει να επαληθευτεί αυτό που αγαπούσαμε, χωρίς να μας νοιάζει να περιμένουμε ανταλλάγματα. Αγαπούσαμε! Θεωρώ την αγάπη κάτι τρομερά σημαντικό και δύσκολο, δύσκολο όσο την επανάσταση! Και θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος που καταφέρνει να αγαπά με ανιδιοτέλεια, πιστεύω ότι είναι ένα κορυφαίο γεγονός, ένα μεγάλο κεφάλαιο για την κοινωνία μας.

Τα «Ψιλά γράμματα» λοιπόν, σκεφτόμουνα, είναι ένας τίτλος αληθινά ταπεινός, δεν είναι πόζα, σε καμία περίπτωση, είναι αυτά που θα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερο την προσοχή λόγω της σημασίας τους στη ζωή αλλά τα βάζουμε στην άκρη. Είτε γιατί δεν τα εκτιμούμε, δεν τα ζυγίζουμε σωστά, είτε γιατί δεν μας συμφέρει, ακριβώς επειδή μπορεί να προκαλέσουν ένα είδος ζυγίσματος και του δικού μας εαυτού και της δικής μας ύπαρξης, ένα είδος αυτοκριτικής μέσα στην πορεία του χρόνου. Διάλεξα ως εξώφυλλο, όπως πάντα, ένα έργο της αγαπημένης μου Άννας Παλιεράκη – στην τελευταία φάση της ζωής ήτανε κάτοικος Βριλησσίων – πολύ σπουδαία ζωγράφος για μένα και φίλη από τα νεανικά μας, φοιτητικά χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο είχα ορκιστεί από το πρώτο βιβλίο, την «κυρία Κατάκη», της έλεγα, Άννα, αν αξιωθώ να γράψω κι άλλα, θέλω να ‘χω πάντα δικό σου εξώφυλλο. Η Άννα έχει φύγει οκτώ χρόνια από τη ζωή κι εγώ καταφέρνω να βρίσκω πάντα κάτι δικό της.

Η ιστορία ξεκινάει το ’72 και ολοκληρώνεται το 2006, δηλαδή περίπου 35 χρόνια κρατάει. Βασικές τοποθεσίες που απλώνεται είναι το Αγρίνιο, ο νομός Αττικής, αλλά υπάρχουν και τα ξεπετάγματα, θα πάμε και στην Κρήτη λιγάκι, θα πάμε και στη Θεσσαλονίκη, μέσω ενός ήρωα, αδελφού του πρωταγωνιστή, θα κάνουμε και πολύ μικρές βόλτες εκτός συνόρων. Βασικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος που τον ένοιωσα βήμα – βήμα, σιγά – σιγά, που στην αρχή κρεμάστηκα από πάνω του, γιατί ως ένας ήσυχος, άσημος, όπως σας έλεγα και πριν, όχι ηγετική φυσιογνωμία ή ταγός της κοινωνίας, θα μπορούσε να με συγκρατεί και να με μαζεύει μ’ ένα χαλινάρι, να μην ξεφύγω σε πολιτικολογίες και συνθηματολογίες που καμιά φορά έχω την τάση και μετά ελεεινολογώ τον εαυτό μου.

«Ένας άνθρωπος που δεν θέλει και πάρα πολύ ρεαλισμό στη ζωή του»

Ήθελα έναν άνθρωπο ταπεινό. Έναν άνθρωπο ταπεινό που να τον εμπιστευτώ, γιατί με πολύ ήσυχο, ήπιο τρόπο, μου δείχνει και μου εξομολογείται ορισμένα πράγματα. Και είναι ένας άνθρωπος που με πλάγιο τρόπο λέει επίσης, την μεγάλη σημασία που έχουν τα τιμαλφή της ζωής, τα μεγάλα θέματα. Κι ένας άνθρωπος που επίσης λέει, ότι μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει βασικά υλικά αγαθά, που λείπανε στις προηγούμενες παλιές δεκαετίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα λείπει το ποίημα. Επαναλαμβάνω ότι λήγει το 2006 η ιστορία μου. Η εξασφάλιση πολλών υλικών αγαθών από τότε έχει αμφισβητηθεί, έχουν λεηλατηθεί αυτά τα πράγματα, ήταν μια εποχή τότε που ο κόσμος νόμιζε, δεκαετίες του ’90 και του 2000, ότι είχε αποχαιρετήσει οριστικά τη φτώχεια, τη μιζέρια και τη μετανάστευση και ότι όλα αυτά, η πόρκα μιζέρια, ανήκαν στα ντοκιμαντέρ και στις έρευνες για το παρελθόν.

Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που αναρωτιέται εάν υπήρξε ποτέ εξυψωμένος. Και θυμάται μια νύχτα του ’73, που άκουσε τη λέξη Ελευθερία, με έναν τρόπο που του έδινε ένα πανανθρώπινο νόημα. Ο Μιχάλης Τσιούλης αγαπά τους έλικες, τις μπίλιες και τα ρουλεμάν γιατί είναι ένας πολύ ευσυνείδητος μηχανικός πυροσβεστικών αεροπλάνων. Και αγαπά και σέβεται τόσο πολύ τη ζωή, δεν διανοείται ότι εξαιτίας μιας αβλεψίας, μιας βίδας, να διακινδυνέψει ένας πιλότος, να διακινδυνέψουν άνθρωποι σε μια πυρκαγιά, να διακινδυνέψουν όμορφα δέντρα, όμορφες κουκουνάρες, όμορφα φυτά, χελώνες και ζώα του δάσους που μπορούν να απανθρακωθούν. Ο Μιχάλης Τσιούλης λέει ότι δεν θέλει ούτε πολύ αγάπη, ούτε πολύ χαρά, ούτε πολλά λεφτά στη ζωή. Θέλει ορισμένα πράγματα που ευφραίνουν την ανυπόκριτη καρδιά του. Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που δεν θέλει και πάρα πολύ ρεαλισμό στη ζωή του. Με σεμνότητα και πολύ ήσυχο τρόπο, σκέφτεται μερικές φορές αναδρομικά όλη του τη ζωή, σαν αναδρομικές ημερολογιακές εγγραφές, σαν ανεξάρτητα κεφάλαια, τα οποία όμως το ένα συμπληρώνει το άλλο, γιατί κατά κάποιο τρόπο μιλάνε για κορυφαία θέματα στη ζωή του καθενός μας: Για την επιθυμία, την προσδοκία, για την ματαίωση, για τη θλίψη, για την μνήμη. Και όταν λέμε την μνήμη, δεν εννοούμε ένα διάγγελμα ή μια σούμα με τα βερεσέδια του παρελθόντος, αλλά πιο ουσιαστικά πράγματα. […]

«Ο Μιχάλης Τσιούλης αγαπά τους έλικες, τις μπίλιες και τα ρουλεμάν γιατί είναι ένας πολύ ευσυνείδητος μηχανικός πυροσβεστικών αεροπλάνων. Και αγαπά και σέβεται τόσο πολύ τη ζωή, δεν διανοείται ότι εξαιτίας μιας αβλεψίας, μιας βίδας, να διακινδυνέψει ένας πιλότος, να διακινδυνέψουν άνθρωποι σε μια πυρκαγιά, να διακινδυνέψουν όμορφα δέντρα, όμορφες κουκουνάρες, όμορφα φυτά, χελώνες και ζώα του δάσους που μπορούν να απανθρακωθούν»

«Και σκοτεινό να είναι ένα κείμενο, εάν έχει αλήθεια μέσα και εντιμότητα, στο τέλος λειτουργεί λυτρωτικά»

Όσοι το έχετε διαβάσει μπορεί να νομίζετε ότι ήταν πολύ σκοτεινό και βαρύ το βιβλίο αλλά ήθελα να είμαι έντιμη. Σαφώς έχω πια την τεχνική να μπορώ να κάνω αυτό που λέμε, ένα βιβλίο ισορροπημένο. Στη θλίψη, να βάλω και μερικά κεφάλαια που να είναι πιο αλέγρα. Εγώ θεωρώ ότι υπάρχουν τέτοιες σφήνες στο βιβλίο. Το ζευγάρι των κολυμβητών, για όσους το έχουν διαβάσει, στην Κινέττα. Ανθρώπων μεγάλης ηλικίας που ο ένας στηρίζει τον άλλο και είναι σαν τα κορίτσια της συγχρονισμένης κολύμβησης. Να βάλω εξεπιτούτου, να λοξοδρομήσω για να ισορροπήσω αυτή την απέραντη μοναξιά που έχει ο Τσιούλης, το βιβλίο και που με ξενάγησε σ’ αυτή την μεγάλη περιπέτεια, δεν ήθελα να το κάνω, θα το θεωρούσα ένα πολύ μεγάλο κόλπο.

Έχουμε διαβάσει αριστουργηματικά βιβλία για πολέμους, για στρατόπεδα συγκέντρωσης, εδώ ή στο εξωτερικό, που δεν το παίξανε και έτσι κι αλλιώς. Πιστεύω ότι και σκοτεινό να είναι ένα κείμενο, εάν έχει αλήθεια μέσα και εντιμότητα, στο τέλος λειτουργεί λυτρωτικά. Έτσι αισθάνομαι ως αναγνώστρια για το βιβλίο, έτσι ελπίζω να συνεχίσω να λειτουργώ, έτσι ελπίζω να δείτε κι εσείς τα Ψιλά γράμματα»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!