«Λυπάμαι για την Ευρώπη», γράφει η χειρόγραφη αφισέτα του νεαρού πρόσφυγα, πίσω από το συρματόπλεγμα.
Και το μήνυμα έχει διπλή ανάγνωση.Λυπάται για το μακελειό που προξένησαν οι καμικάζι που πιθανότατα προέρχονται από τα μέρη του και λυπάται για τις πολιτικές και τις πρακτικές των Ευρωπαίων που έχουν κάνει ρημαδιό την πατρίδα του, μία από τις πολλές πατρίδες που διαλύθηκαν από τις επεμβάσεις, τους βομβαρδισμούς και τη μόχλευση μίσους με τη λογική του «διαίρει, διάλυε και βασίλευε» που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα.
Ένα παιδί που λαγοκοιμάται κάθε βράδυ κάτω από τα άστρα, χαμένο μέσα στα χωράφια, με την πλάτη στις λάσπες του πολιτισμού και το βλέμμα στους φράχτες και τους πάνοπλους αστυνομικούς και στρατιώτες που του μεταφέρουν το μήνυμα «γύρνα πίσω στην κόλαση, γιατί στην Ευρώπη που λυπάσαι δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε αγάπη ούτε καν οίκτος για σένα».