Γράφει ο Κώστας Γκιώνης
Η εποχή των τεράτων στην οποία ζούμε έχει ό,τι ζητήσει η ψυχή σου. Είναι σαν εκείνα τα παλιά Λούνα Παρκ με τους κακόμοιρους ανθρώπους που είχαν διάφορες δυσμορφίες και τους περιέφεραν μέσα σε κλουβιά σαν αξιοθέατο. Η διαφορά είναι ότι τώρα ότι όλοι εμείς είμαστε κλεισμένοι μέσα στα κλουβιά, κι αυτοί που είναι έξω δεν έχουν καμία εμφανή δυσμορφία, επειδή οι δυσμορφίες τους είναι εσωτερικές και φυσικά απείρως χειρότερες εκείνων των δύστυχων ανθρώπων.
Ο νέος θίασος περιλαμβάνει πολιτικούς ακροβάτες και σαλτιμπάγκους, που χοροπηδούν κάνοντας πιρουέτες σαν χαριτωμένες μπαλαρίνες εκεί που αφόδευαν, γλείφοντας κατουρημένες ποδιές, αξιοθρήνητοι μέσα στις ψεύτικες χαμογελαστές μουτσούνες τους, ιδρώνοντας για να ξανακουμπήσουν τον ποπό τους σε καμιά θεσούλα… Επίσης παρατρεχάμενους γυμνοσάλιαγκες αναδυόμενους από το φυσικό τους περιβάλλον, τον υπόνομο, έτοιμους να γίνουν η παρκετέζα του αφέντη τους, κι ως γνήσιοι πτωματοφάγοι να γλύψουν κανένα κόκκαλο.
Αργυρώνητοι σκερβελέδες, οσφυοκάμπτες δημοσιοκάφροι, στους οποίους δεν θα εμπιστευόσουν ούτε τη στήλη με τα μνημόσυνα σε μια εφημερίδα. Κι όμως, αυτοί κάνουν όλη τη βρώμικη δουλειά μπουκωμένοι με τόνους κρατικό χρήμα, δηλαδή τα δικά μας λεφτά, για να διαμορφώνουν τις συνθήκες μιας στρεβλής γνώσης και μια άποψη που θα επιτρέπει στα αφεντικά τους-τέρατα να μας κρατούν κλεισμένους στα κλουβιά μας. Είναι οι ίδιοι που χρόνια πριν, ήδη από τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης, μετέτρεψαν σε κανονικότητα τη φαιδρότητα και το καρακιτσαριό, δολοφονώντας οτιδήποτε είχε αξία.
Ανώνυμες διαδικτυακές πατσαβούρες, έμμισθα φθηνιάρικα σκουπίδια του εικοσάευρου, αηδιαστικοί δολοφόνοι τύπου ομάδας της αλήθειας, που δεν έχουν πρόβλημα να σκοτώσουν την ίδια τους την μάνα, αρκεί να ξεπροβάλει λιγάκι το αηδιαστικό τους πρόσωπο από τη χωματερή. Αυτοί ίσως να είναι ακόμα χειρότεροι απ’ όλους τους προηγούμενους, αν και οι συγκρίσεις μεταξύ τέτοιων υβριδίων μετανθρώπων είναι τουλάχιστον παρακινδινευμένες.
Αυτοί οι τελευταίοι, μαζί με τους γνωστούς χυδαίους κυβερνητικούς μπροστινούς του καθεστώτος που λειτουργούν ως σάκοι του μποξ, έχουν πάρει εργολαβία ξερνώντας χολή και περιττώματα για τους χαροκαμένους γονείς των δολοφονημένων παιδιών των Τεμπών, που το μόνο που ζητάνε είναι απαντήσεις για ποιο λόγο παραλάβανε ό,τι τέλος πάντων παραλάβανε μέσα σε ένα σάκο ερμητικά κλειστό. Τους αρνούνται την εκταφή ή τους την επιτρέπουν μόνο για το dna, όχι για τα αίτια, λες και το κορμί των παιδιών τους είναι κρατική περιουσία, ιδιοκτησία τους!
«Χρειάζεται μια συγκεκριμένη δόση τρυφερότητας για να διακρίνεις, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, ένα κομματάκι φως» έλεγε ο subcomandante Marcos, κι αυτό είναι το ζητούμενο, η επαναφορά της τρυφερότητας και της ενσυναίσθησης. Στο βάθος του πάτου, ανάμεσα στη μούργα των καιρών αρχίζει να αχνοφαίνεται μια σπίθα. Όσο η αλαζονεία των κρατούντων θα φουντώνει, τόσο η σπίθα θα μεγαλώνει, μέχρι να γίνει πυρκαγιά που θα κάψει τα παράσιτα αυτού του κόσμου.