του Λαοκράτη Βάσση

α) Η Μελέτη του Λουκά Αξελού για τον Γεώργιο Σκληρό, καθώς υπερβαίνει τα όρια του τίτλου της, είναι, περισσότερο, μια ανατομία του υπότιτλού της. Έτσι που αναλύεται εις βάθος η κρίσιμη περίοδος: απ’ την Ένωση των Επτανήσων (1864) ως τη Συνθήκη των Σεβρών (1920). Υπό το πρίσμα, πάντοτε, της πρωτοπόρας για την εποχή της «μαρξιστικής-σοσιαλιστικής» σκέψης του Πόντιου διανοητή.

Όπου, οι αλληλοπροσδιοριζόμενες ιδιότητες της πνευματικής σκευής τού μελετητή, ως ιστορικού και αριστερού διανοούμενου με ποιοτική θεωρητική παιδεία, σφυρηλατημένης και δοκιμασμένης σε συγγραφικά έργα ζωής, όπως «Ρήγας Βελεστινλής – Σταθμοί και όρια στην Διαμόρφωση της Εθνικής και Κοινωνικής Συνείδησης στην Ελλάδα», του επιτρέπουν: αφενός να κατακτά, με επιστημονική εγκυρότητα, την ιστορική ύλη και αφετέρου να φωτίζει ερμηνευτικά, με στοχαστική πειστικότητα, τη σύνθετη αιτιότητά της. Ιδίως όταν πρόκειται για κρίσιμα ιστορικά αμφιλεγόμενα, που είναι και απ’ τα μείζονα της εθνικής μας ζωής. Όπως, μάλιστα, αυτά συσκοτίζονται τόσο απ’ τον τοξικό διχαστικό λόγο όσο και απ’ τις επιστημονικοφανείς παραθεωρήσεις των βαθύτερων αληθειών της,

β) Κι αυτό, γιατί, η ερμηνευτική αποτίμησή του, ως διανοούμενου, πατάει γερά στο πολύ στέρεο έδαφος της εξηγητικής έρευνάς του, ως ιστορικού. Επιβεβαιώνοντας τον Βασίλειο Τατάκη, που έχει αποφανθεί πως: «η επιστήμη εξηγεί, η φιλοσοφία ερμηνεύει και η τέχνη εκφράζει αισθητικά». Όπου, βέβαια, τόσο η εξήγηση όσο και η ερμηνεία προεκτείνουν, στα πεδία τους, την πολύ βαθιά και ουσιαστική, εκ μέρους του, θεώρηση της ιστορικής διαχρονίας του Ελληνισμού. Με δασκάλους του: τον Ζαμπέλιο, τον Παπαρρηγόπουλο, τον Βακαλόπουλο και τον Σβορώνο. Μαζί, πάντοτε, με τους πνευματικούς νομοθέτες του Νεότερου Ελληνισμού, απ’ τον Ρήγα και τον Σολωμό… ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο.

Έτσι που, με δεδομένες τις, επί σκοπόν, νεοϊστορικές παραναγνωστικές «στρεβλώσεις», όπως, επί παραδείγματι, οι περί την ιστορική συνέχεια του Ελληνικού έθνους και την Εθνική Επανάσταση του ’21, μαζί με τις συνολικότερες παραθεωρήσεις της «οργανικής διανόησης», αλλά και τις ιδεολογικές… θεωρήσεις, αναδεικνύεται η πολύ ιδιαίτερη συνεισφορά του στη σωστή ανάγνωση, ιδίως, κρίσιμων ιστορικών αμφιλεγομένων μας, οπότε, και στην αποκατάσταση των αληθειών τους, είτε πρόκειται, γενικότερα, για την Ελληνική Ιστορία είτε, ειδικότερα, για την ιστορία του Αριστερού Κινήματος.

γ) Αδικώντας, με το πώς προέκρινα να την προσεγγίσω, το όλον της Μελέτης, θα περιοριστώ σε πολύ ενδεικτικά «σημεία» της. Που μαζί με την ιδιαίτερη προσήλωσή του στην αποκατάσταση αληθειών, τονίζουν και την εξαιρετική σημασία στο σύστημα σκέψης του: τόσο της θεώρησης του Ελληνισμού, που του επιτρέπει να «διαβάζει» σωστά την ελληνική διαχρονία σε όλη της τη συνθετότητα, όσο και της θεωρητικής συγκρότησής του, γκραμσιανού ιδεολογικού κλίματος, που επίσης του επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να «διαβάζει» σωστά επίμαχες σχέσεις, όπως η μεταξύ «εθνικού»-«κοινωνικού», αλλά και μεγάλα εθνικοϊστορικά συμβάντα σαν «Το Ελληνικό ’21» και το «Ιταλικό Risorgimento», ως και τη διαμόρφωση του «ιστορικού μπλοκ». Χωρίς να ενδίδει σε μεροληπτικές ερμηνείες ή να εκτρέπεται σε νέες… μυθοποιήσεις.

δ) Απ’ τα φωτίζοντα τη στέρεη βάση ανάγνωσης της «ελληνικής διαχρονίας», στο «σύστημα σκέψης» του, επέλεξα τρία πολύ ενδεικτικά «σημεία» της Μελέτης:

Πρώτο, Η βαριά σκιά της Ιστορίας

Προτάσσοντας, εδώ, τη μνημειώδη ρήση του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνα: «Εσμέν γαρ Έλληνες, το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», αλλά και υπομνηματίζοντας τις απόψεις του με ένα εκτενές απόσπασμα του Σβορώνου, απ’ το μετά θάνατον εκδοθέν (στενοχωρώντας… αφόρητα την «οργανική διανόησή» μας!) ιστορικό του δοκίμιο: «Το Ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού» (εκδ. Πόλις), αναφέρεται, με συμπυκνωτική πληρότητα, στους πέντε, κατά τη γνώμη του, παράγοντες χάρη στους οποίους ο Ελληνισμός, παρ’ ότι, επί αιώνες, χωρίς σταθερή κρατική και πολιτική υπόσταση, συγκράτησε τον εθνικό και κοινωνικό του ιστό. Ήτοι: «στην ιστορία…, στον πολιτισμό, αξεπέραστο στην κλασική και Βυζαντινή διάστασή του, στην Ορθόδοξη εκκλησία και πίστη, ως σύζευξη, επιπρόσθετα, του Ελληνικού κόσμου με τον Χριστιανισμό, στον κοινοτισμό, τόσο ως επιβίωση παρελθόντος όσον και ως λειτουργική κοινωνική δυναμική της οικονομίας μικρής κλίμακας…, στη γλώσσα, τέλος, τον πιο σκληρό ταυτοτικό πυρήνα, αλλά και τον πανταχού παρόντα σε όλη την Ν.Α. Ευρώπη, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή…».

Δεύτερο, Η Ανάπηρη Ανεξαρτησία

Η βαρύνουσα σηματοδότηση αυτού του τίτλου, στην πρώτη, μάλιστα, σελίδα της Μελέτης, δηλωτική τόσο του εδαφικού όσο και του ανεξαρτησιακού/δημοκρατικού «ανεκπλήρωτου» της Εθνικο/απελευθερωτικής Επανάστασης του ’21 (υπό την έννοια αφενός των αλύτρωτων εδαφικών ορίων του Ελληνισμού και αφετέρου, με κηδεμονευόμενη… εθνική «ανεξαρτησία», του ευνουχισμού των εξεγερσιακών/δημοκρατικών προταγμάτων της, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί στα Συντάγματα του Αγώνα), προϊδεάζει καθοριστικά για το πώς αναγιγνώσκει και πώς, εντέλει, προσλαμβάνει τον βαθύ εθνο/αναγεννητικό της χαρακτήρα (και όχι εθνο…γενετικό, όπως τον θέλει ο νεοïστορικός αναθεωρητισμός!) στην πολύ σύνθετη ιστορική συνέχεια του Ελληνικού έθνους. Με τις υπομνηματιστικές, κι εδώ, αναφορές σε Σβορώνο και Καψωμένο να έχουν την επιλεκτική σημασία και βαρύτητά τους: «Από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ίσως, και πριν, και σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ως τον 19ον αιώνα, και κατά κάποιο τρόπο ως και σήμερα, καίριο πρόβλημα παραμένει το εθνικό πρόβλημα… που σημάδεψε για πολύ καιρό την ιδεολογία των Ελλήνων» (Σβορώνος) – «Πάνω στο ηρωικό ιδεώδες βλάστησε και ωρίμασε με τον καιρό η εθνική επαναστατική ιδεολογία, που συνένωσε τον Ελληνισμό και τον οδήγησε στην ολοκληρωτική αναμέτρηση με τον δυνάστη του, για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας» (Καψωμένος).

Τρίτο, Η Μεγάλη Ιδέα και τα όριά της

Προσεγγίζοντας με νηφάλια ιστορική ματιά τη Μεγάλη Ιδέα, που είναι ένα απ’ τα πλέον ναρκοθετημένα «εθνικά αμφιλεγόμενά» μας, κατορθώνει να την αποκαταστήσει στην πραγματική της διάσταση. Όπως, μάλιστα, τη συνδέει με τον Ρήγα Βελεστινλή κι όπως είχε μορφοποιηθεί στη διάρκεια του 19ου αιώνα: ως κινητήρια δηλαδή, δύναμη του Ελληνισμού και ως σκληρό πυρήνα της εθνικής μας ιδεολογίας. Με τις τέσσερις, μάλιστα, διαστάσεις της, όπως τις καταθέτει, διεμβολιστικές των διχαστικών ακροτήτων (μεγαλοϊδεατικών-αντι…μεγαλοϊδεατικών!), να είναι επιβεβαιωτικές της εγκυρότητας του ιστορικού του λόγου.

Όπου: Στην, πρώτη διάσταση, αναγιγνώσκοντας τον αλυτρωτισμό και την ίδια τη Μεγάλη Ιδέα «ως κορυφαία σύλληψη-στόχο στον δρόμο για την απελευθέρωση», ανάγει τις ρίζες τους στην επομένη της άλωσης της Πόλης και της Τραπεζούντας. Στη δεύτερη, επισημαίνει πως ο απελευθερωτικός καημός, που με τον καιρό μορφοποιήθηκε σε Μεγάλη Ιδέα, αγκάλιασε: «Όλον τον Ελληνικό Κόσμο, που περιελάμβανε η Χάρτα του Ρήγα, απ’ την Κύπρο ως τη Βόρεια Ήπειρο, από την Κρήτη ως το Μοναστήρι και τη Φιλιππούπολη, απ’ την Ιωνία ως τον Πόντο». Στην τρίτη, επίσης επισημαίνει, πως: «η Μεγάλη Ιδέα», ως ιδέα απελευθέρωσης των σκλάβων αδελφών, κάλυπτε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, με εξαίρεση μια μερίδα των ηγετικών τάξεων, που είχε ποικίλους και σε κάθε περίπτωση ισχυρούς βαθμούς εξάρτησης-συνάρτησης με τα κατοχικά καθεστώτα». Στην τέταρτη, τέλος, διάσταση τονίζει πως: «η απελευθέρωση απ’ τον ξένο ζυγό, δεν συνέπιπτε αναγκαστικά στο τι, στο πώς και στο δια ταύτα… Ολόκληρη η περίοδος απ’ τα μέσα του 18ου αιώνα, μέχρι και τα μετά την ανεξαρτησία χρόνια έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, βρίθει περιπτώσεων συγκλίσεων ή αποκλίσεων, που αποδεικνύουν ότι τα επί μέρους στενά τοπικά, ταξικά ή ιδιοτελή πολιτικά συμφέροντα, κατάφερναν συχνά να επιβάλλουν τη στενή-συντεχνιακή τους λογική σε βάρος του γενικού συμφέροντος απελευθέρωσης απ’ την ξένη κατοχή».

Γεώργιος Σκληρός: Η Ελλάδα στα χρόνια από την Ένωση των Επτανήσων έως την Συνθήκη των Σεβρών
Συγγραφέας: Λουκάς Αξελός
Σελίδες 456
Εκδόσεις Στοχαστής
Αθήνα, 2023

ε) Απ’ τα αναδεικνύοντα τη στέρεη βάση της θεωρητικής συγκρότησης του Λουκά Αξελού, θα επιλέξω δύο μόνο ενδεικτικά «σημεία» της Μελέτης του. Που φωτίζουν αρκούντως, θέλω να πιστεύω, την τολμηρή σκέψη του Σκληρού, κι όχι μόνο γύρω απ’ αυτά, ως καινοτόμου «μαρξιστή-σοσιαλιστή». Όπως αυτή έχει την εξαιρετική ιδιαιτερότητά της, με όλες τις … πρώιμες ανελαστικότητές της: και λόγω της αυτονομίας της και λόγω της εθνικής «γείωσής» της. Ιδίως, μάλιστα, όταν σκεπτόμαστε την ιδεολογική … ετερονομία της εγχώριας τριτοδιεθνικής Αριστεράς.

Πρώτο σημείο, Το ζήτημα της Ανατολής.

Προτάσσοντας τις σημαντικές αναφορές του, για το μέγα αυτό «Ζήτημα», τόσο στην Ευρωπαϊκή Αριστερά (όπου αντιπαρατίθενται, απ’ τη μια μεριά, ο Μαρξ, ο ΄Ενγκελς κι ο Λίμπνεχτ και, απ’ την άλλη, η Λούξεμπουργκ, ο Κάουτσκυ κι ο Μπερνστάϊν) όσο και στην εξαίρετη μαρξιστική ανάλυση του Δημήτρη Γληνού, εν έτει 1909, υπό τον τίτλο: «Η Τουρκική Μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής» (που διατηρεί ως τα σήμερα «ακέραιη την αυθεντικότητά της, όσον αφορά τις αφετηριακές της διαπιστώσεις»), παρουσιάζει τη συγκλίνουσα με Λούξεμπουργκ, Κάουτσκυ, Μπερντάϊν και Γληνό προσέγγιση του Σκληρού στο «Ανατολικό Ζήτημα». Όπου, χωρίς να υποστέλει την κριτική, σ’αυτόν τον τολμηρό διανοητή, για το ότι «αδυνατεί να συλλάβει και να κατανοήσει τον ρόλο του Βυζαντίου», ή, για την αντιμετώπιση των Ελλήνων «ως μια, τρόπον τινά, διαχρονική… υπεριστορική αστικότητα» (όπως, σε άλλες σελίδες, ελέγχει τον «ακραίο αιτιοκρατισμό του», αλλά και το ότι ήταν «πρωτοστάτης στη θεμελίωση της αρνητικής κριτικής για τον Ιωάννη Καποδίστρια από μερίδα της Αριστεράς!»), αναδεικνύει τα τρία κύρια «σημεία» της, ήτοι: Πρώτον, τη συμπλέουσα με τον Γληνό προβλεπτική άποψή του, πως η Τουρκία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται «ως εν διαρκεία μέγας ασθενής, αλλά ως ένας νέος δυναμικός παράγοντας, με κατεξοχήν ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά». Δεύτερον, την καταγγελία, καθώς μιλάει για «ιστορικά μεγαλόσχημα κολοκύθια», του «άκριτου και ανεδαφικού μεγαλοϊδεατισμού». Που, αυτή η πολύ κρίσιμη διάγνωσή του, επιβεβαιώθηκε τραγικά στη Μικρασιατική Καταστροφή. Τρίτον, τέλος, την αναφορά του στην ανάγκη, όπως εξελίσσεται το «Ανατολικό Ζήτημα», ενός «αντι/τουρκικού μετώπου», όλων των λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας. Όπου, «συγκλίνει αλλά και υπερβαίνει κατά τι» την ανάλογη θέση της Λούξεμπουργκ. Κι έχει την ιδιαίτερη σημασία ο τονισμός της άποψης Σκληρού: «Η θέση του Ελληνισμού σε όλο το διάστημα της δουλείας και στον καιρό της Επανάστασης, σαν υπόδουλου πιεζόμενου, ήταν θέση εκτάκτως επαναστατική».

Δεύτερο «σημείο»: Οι τρεις παράγοντες της κοινωνικής ζωής

Στις σελίδες αυτού του κεφαλαίου και του επομένου προσεγγίζονται θεωρητικά ζητήματα που αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα του «μαρξισμού». Όπου και σημειώνει: «Είναι χαρακτηριστικό, ενώ έχουν περάσει εκατό και πλέον χρόνια, πολλοί, ακόμα και σήμερα, δεν μπορούν να αντιληφθούν τις αδυναμίες αλλά και την προφανή ανεπάρκεια και υστέρηση του μαρξισμού σε μια σειρά ζητήματα». Με πολύ ενδιαφέρουσες, επίσης, τις αναφορές του, κι όχι, εννοείται, ως … ισοβαρείς, τόσο στις, οιονεί, (αυτο)αναθεωρητικές «διευκρινίσεις» του ίδιου του Ένγκελς (γράμματα σε Μπλοχ και Στάρκενμπουργκ) όσο και στον Σκληρό: που «αισθάνεται έντονα τις δυσκολίες ή, ίσως, και τα αδιέξοδα που παρουσιάζει ο κοινωνικός ντετερμινισμός και η γραμμική κοινωνιολογική αντίληψή του. Γι’ αυτό και προσπαθεί, κατά Λουκά Αξελό, να υπερβεί το αρχικό μαρξικο-πλεχανωφικό του σχήμα, αναζητώντας κι άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν τον εθνικό και κοινωνικό βίο, αλλά και πρόσθετα μεθοδολογικά εργαλεία, που διευρύνουν το επιστημονικό του οπλοστάσιο». Όπου προσθέτει στον οικονομικό παράγοντα, που εξακολουθεί να τον θεωρεί ως τον σπουδαιότερο, τον φυλετικό και τον ιστορικό. Κι όπου, περισσότερο απ’ την όποια θεωρητική τους αξία, μετράνε καθεαυτές, οι πολύ τολμηρές, για την εποχή του, «διορθωτικές» της μαρξιστικής θεωρίας (όπως αυτή «διαμορφώθηκε» μετά τον … Μαρξ!) αναζητήσεις του. Κι όπως, πολύ περισσότερο, μετράνε οι καινοτόμες απόψεις του για «Το Κοινωνικό ζήτημα», παρά την πρώϊμη μαρξιστική … ανελαστικότητά τους. Έτσι, μάλιστα, που συνδέει τον κοινωνικό παράγοντα, «γειώνοντας» τη μαρξιστική σκέψη του στην ελληνική πραγματικότητα, με τα εθνικά, τα πολιτιστικά (δημοτικισμός) και τα ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα. Σε μια κατεύθυνση, σε κάθε περίπτωση, αριστερής ιδεολογικής αυτονομίας. Αλλά και έτσι που αναμετριέται, ασκώντας δριμεία κριτική, με «Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού», χωρίς να διστάζει να τονίσει με μοναδική παρρησία, καταγγέλλοντας τη σάπια «κομματοκρατία», πως τα κύρια αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας «βρίσκονται μέσα στην ίδια την κοινωνία μας, στον ίδιο τον λαό μας».

στ) Χωρίς να λείπει ο σκεπτικισμός μου, για το αν ο τρόπος που επέλεξα να υποψιάσω επί των όσων κομίζει η Μελέτη του Λουκά Αξελού για τον Γεώργιο Σκληρό, μέσα δηλαδή απ’ τα «3+2» πολύ καίρια, όπως εκτιμώ, «σημεία» του περιεχομένου της, θα ολοκληρώσω την παρουσίασή μου με δικό του λόγο, αποκαλυπτικό της ισχυρής πεποίθησής του, ως ιστορικού και ως διανοουμένου, για την αντοχή, τελικά, της ιστορικής αλήθειας, όσο κι αν συγκαλύπτεται, παραποιείται και κακοποιείται: «Η ιστορία δεν σβήνεται, ούτε αλλάζει, απλώς καλύπτεται προσωρινά, όπως το χιόνι που πέφτει πάνω στη γη σκεπάζοντάς την, ώσπου να λιώσει, αναδεικνύοντας το παρελθόν που επίμονα αναζητεί το σχήμα της ερμηνείας του» (Διάστιχο, 5-2-24).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!