Συνέντευξη στον Ρούντι Ρινάλντι.

Πολλές και ενδιαφέρουσες πτυχές, δυνατότητες, αλλά και προβληματισμούς για τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο αναδεικνύει, μιλώντας στον Δρόμο, ο συγγραφέας και εκδότης Λουκάς Αξελός, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι «είμαστε σταθερά στο πλευρό των εξεγερμένων, ακόμα και αν διαφωνούμε σε κάποια πράγματα μαζί τους, ακόμα κι αν βλέπουμε ότι ο αγώνας τους δεν παίρνει τη σωστή, κατ’ εμάς, κατεύθυνση».

Η μεγαλειώδης εξέγερση στον αραβικό κόσμο παίρνει περίπλοκη τροπή. Μας ξάφνιασε ευχάριστα αλλά έβαλε σε δοκιμασία τα ερμηνευτικά μας εργαλεία. Οι αιτίες, οι αναδυόμενες δυνάμεις, τα ρεύματα, η διαδοχή των φάσεων, όλα μπλέκονται σε ένα κουβάρι και μοιάζουν συγκεχυμένα. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;
Πολλές διαπιστώσεις έχουν ανατραπεί από αυτές που διαχρονικά διατύπωνε η Αριστερά, μια όμως, ανεξάρτητα από το αν παραμένει για καιρό στην καραντίνα, δεν έχει ανατραπεί κι αυτή είναι η πραγματικότητα, ότι όπου υπάρχει καταπίεση -αργά ή γρήγορα- θα υπάρξει η αντίσταση. Τίποτα δεν μπορεί να συσκοτίσει αυτή την πραγματικότητα που ίσχυε και θα ισχύει σαν τον ισχυρό άνεμο που σαρώνει τα κίτρινα φύλλα και τα ξερόκλαδα.
Την επιβεβαίωση των παραπάνω διαπιστώσεων ζούμε σήμερα στον Αραβικό Κόσμο από το Μαγκρέμπ και την καθόλου Β. Αφρική μέχρι την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Και μάλιστα σε μια πρώτη-αρχική φάση, τη ζούμε με τους πιο αυθεντικούς όρους, τους όρους, της εξέγερσης, που μας ενέπνευσε και μας εμπνέει ως βίαιης, δηλαδή, εισβολής των μαζών, στον χώρο που ρυθμίζονται τα πεπρωμένα τους.
Τι αλήθεια διαφορετικό, είναι αυτή η εισβολή των εκατομμυρίων καταπιεσμένων και εξαθλιωμένων Αράβων στην μεγάλη κοινωνική και πολιτική αρένα;
Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με κάτι μεγάλο, κάτι πολύ σημαντικό που θα καθορίζει για αρκετά χρόνια την πορεία του αραβικού έθνους. Γιατί πράγματι, η τρίτη μεγάλη αυτή εξέγερση, συνέχεια της αντιαποικιοκρατικής και της αντινεοαποικιοκρατικής που συντάραξαν τον αραβικό κόσμο στην εικοσαετία 1950-1970, έχει ένα νέο βαθύτερο εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο και διαφέρει σε σημαντικό βαθμό, όσον αφορά την άμεση συμμετοχή των υποτελών τάξεων στο επαναστατικό γίγνεσθαι. Αυτό, δεν παρατηρήθηκε και σε κάθε περίπτωση ήταν λιγότερο εμφανές στις προηγούμενες περιπτώσεις.
Τα μεγάλα όμως θέματα ανακύπτουν από εδώ και πέρα και σχετίζονται, με τα διαρκή και πάντα ανοικτά στο τραπέζι ζητήματα που θέτει κάθε μορφής εξέγερση – επανάσταση ή αλλαγή και συνοψίζονται στο περίφημο ποιος – ποιον.
Εδώ λοιπόν, αν θέλουμε να δούμε, αξιωματικά αναγκαστικά, πιο σφαιρικά όμως τα πράγματα, θα παρατηρήσουμε ότι εγείρονται ποικίλης τάξης ζητήματα, όπως:
A) Αυτό το πανεθνικό-παλλαϊκό μέτωπο που κατεβαίνει στους δρόμους είναι ενιαίο ή όχι; Η απάντηση είναι προφανής και βρίσκεται στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος.
B) Ποιες κυρίως δυνάμεις το συγκροτούν; Εδώ, πάντα σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μέτωπο αυτό το συναπαρτίζουν:
1. Η φτωχολογιά των πόλεων και της υπαίθρου.
2. Η μικρή-μεσαία και τμήματα της μεγάλης αστικής τάξης.
3. Η νεολαία της φτωχολογιάς αλλά και μεγάλες μάζες νέων με επαρκές επίπεδο μόρφωσης και σπουδές στο εξωτερικό.
Γ) Ποια είναι η ιδεολογία ή ιδεολογικοπολιτική οπτική όλου αυτού του μετώπου;
Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να διακρίνουμε περισσότερα του ενός ρεύματα. Ενδεικτικά και μόνον:
1. Το μετριοπαθές Ισλάμ είτε στην αραβική, είτε στην αστική εκσυγχρονιστική εκδοχή του.
2. Το φονταμενταλιστικό Ισλάμ.
3. Το κοσμικό εμπνεόμενο από τον αραβικό εθνικισμό (νασερικής – μπααθικής προέλευσης) ρεύμα.
4. Το κοσμικό δυτικής λογικής και κατεύθυνσης ρεύμα.
5. Το θολά και αντιφατικά εμπνεόμενο από μια κοινωνική λογική σοσιαλιστικό ή σοσιαλίζον ρεύμα.
Θεμελιακό, όμως, ζήτημα είναι να διαπιστώσουμε και εμείς αυτό που διά γυμνού οφθαλμού είναι ορατό. Ότι το μίνιμουμ στοιχείο στο οποίο συγκλίνουν τα εκατομμύρια των Τυνήσιων, Αιγύπτιων, Λίβυων, Αλγερινών κ.λπ. που κατεβαίνουν στους δρόμους, συνοψίζεται σε τρία συνθήματα: λεύτερη πατρίδα – δημοκρατική διακυβέρνηση – κοινωνική δικαιοσύνη. Οι αραβικοί λαοί, υψώνουν, κατά πρώτο λόγο, την ιδιαίτερη σημαία–ταυτότητά τους, τη σημαία της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης κ.λπ., επιζητώντας την ανεξαρτησία της πατρίδας τους, στη συνέχεια θέτουν το ζήτημα της δημοκρατικής διακυβέρνησης και, ταυτόχρονα, θέτουν το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ με αξιοθαύμαστο τρόπο, θέτουν επί τάπητος το ζήτημα του Αραβικού Έθνους, διαμορφώνοντας τους όρους ενός αυθεντικού περιφερειακού διεθνισμού.
Τι, όμως, σημαίνουν όλα αυτά. Αυτό ακριβώς που πολλοί αριστεροί αδυνατούν να δουν, ότι δηλαδή, έχουμε ένα πλατύ αστικό δημοκρατικό – λαϊκό δημοκρατικό κίνημα στο οποίο συνυπάρχουν ποικίλες υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις, διαφορετικών εν πολλοίς ιδεολογικών οπτικών, αλλά που η βάση στην οποία οι περισσότερες τουλάχιστον πατάνε, είναι ο δημοκρατικός πατριωτισμός.

Προφανώς όλα αυτά συνθέτουν ένα αφαιρετικά πολύπλοκο ψηφιδωτό που δεν μπορεί να δώσει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα, μετά τον Μουμπάρακ ή τον Καντάφι, τι;
Θέτετε, κατά την γνώμη μου, ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα στο οποίο η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη, ειδικότερα όταν έχεις να κάνεις με έναν τεράστιο γεωπολιτικό χώρο που, παρ’ όλα τα συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρει εν πολλοίς σε πλείστα ζητήματα. Από την ιστορική διαμόρφωση μέχρι την ταξική διάρθρωση και από τον βαθμό ιμπεριαλιστικής (και ποιας) εξάρτησης μέχρι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επί μέρους εθνικών κινημάτων.
Όμως, πέρα από τη γενική αυτή διαπίστωση που είναι απαγορευτική στις εύκολες προσεγγίσεις, επιτρέψτε μου και το λέω αυτό μετά γνώσεως λόγου, να είμαι διπλά επιφυλακτικός σε ό,τι εύκολα εκστομίζεται. Θα επικαλεσθώ ένα προσωπικό βίωμα. Στις αρχές του 1980 πεισμένος από τον ενθουσιασμό του Φρεντ Χαλιντέι, συνεργάτη ενός όμορου με τα Τετράδια περιοδικού, του New Left Review, εκδώσαμε το βιβλίο του με τίτλο Η Αραβία χωρίς σουλτάνους, ένα βιβλίο που εξηγούσε πώς ο αραβικός κόσμος κατατρωγόταν από κοινωνικές συγκρούσεις και από την πάλη των καταπιεσμένων εναντίων του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων και πώς υπό μία έννοια ο δρόμος προς μια Αραβία χωρίς σουλτάνους ήταν πλέον ανοικτός.
Θα ήθελα, λοιπόν, να επισημάνω αυτοκριτικά, ως εκδότης του εν λόγω βιβλίου, ότι 30 χρόνια μετά οι σουλτάνοι πάσης υφής κυριαρχούν ακόμα στον αραβικό κόσμο. Ας πάρουμε, λοιπόν, μικρό καλάθι κι ας προσπαθήσουμε να δούμε όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τα πράγματα.
Γιατί εδώ τολμώ να πω ότι παίζεται το πιο δύσκολο και σκληρό παιχνίδι. Θα το πω αξιωματικά και με λίγα λόγια.
Σε αυτό το μέτωπο, μαζική/βασική δύναμη είναι η φτωχολογιά των πόλεων και της υπαίθρου. Ηγεμονική, όμως, δύναμη είναι το μετριοπαθές Ισλάμ και το κοσμικό δυτικής λογικής και κατεύθυνσης ρεύμα.
Αν ο ισχυρισμός αυτός ισχύει, τότε δεν νομίζω ότι είναι αθέμιτη η σκέψη, ότι το πιθανότερο αιτούμενο από αυτά τα ρεύματα είναι η αστική-δημοκρατική αλλαγή.
Πράγμα καθόλου, φυσικά, κακό. Ίσα-ίσα, εξαιρετικά σημαντικό βήμα προς τα μπρος, σε σχέση με τα νυν ολοκληρωτικά-τυραννικά και κλεπτοκρατικά καθεστώτα.
Σε αυτό, δεν πρέπει να υπάρχει καμία ταλάντευση. Είμαστε σταθερά στο πλευρό των εξεγερμένων, ακόμα και αν διαφωνούμε σε κάποια πράγματα μαζί τους, ακόμα κι αν βλέπουμε ότι ο αγώνας τους δεν παίρνει τη σωστή, κατ’ εμάς, κατεύθυνση.
Αυτό οφείλει να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο, χωρίς όμως και να σημαίνει, ότι η αποδοχή μας αυτή, ακυρώνει το δικαίωμα στο να κρίνουμε τα πράγματα.
Γιατί εκείνο, που από έναν κριτικά σκεπτόμενο πολίτη δεν πρέπει να διαφύγει είναι ότι, στην καλύτερη εκδοχή, οι ηγεμονεύουσες δυνάμεις, δεν επιδιώκουν παρά την εγκαθίδρυση ενός δυτικόστροφου μοντέλου και αυτό μάλιστα σε αγαστή συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ας μου επιτραπεί να επιμείνω στην σε όλους μας αποτυπωμένη εικόνα, ότι σε καμιά σχεδόν από τις πρωτοφανούς παλμού, έντασης και συμμετοχής διαδηλώσεις, δεν ακούστηκε ούτε ένα αντιαμερικανικό ή αντιισραηλινό σύνθημα.
Ούτε ένα σύνθημα εναντίον αυτών που ανέλαβαν, ανέχθηκαν και στήριξαν όλους αυτούς τους τυράννους, εναντίον αυτών που αποτελούν τον κατεξοχήν δημιουργό και υποστηρικτή των νεοαποικιακών αυτών εκτρωματικών καθεστώτων, εναντίον αυτών που ρημάζουν το λαό της Παλαιστίνης.

Τι θα σημάνει αν το αρνητικό αυτό σενάριο, τελικά, επικρατήσει;
Απλά, ότι με «ένα σμπάρο χτυπιούνται πολλά τρυγόνια» Ενδεικτικά και πάλι σχηματικά σημειώνω:
Α. Τα ήδη σαπισμένα και «αντιπαραγωγικά» αυτά καθεστώτα πέφτουν, χωρίς όμως να ανατραπούν οι βάσεις στήριξής τους.
Β. Τα καθεστώτα αυτά διαδέχονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάβουν τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, ξαναδημιουργώντας μια νέα καπιταλιστική αγορά εκατομμυρίων εργαζομένων –εκατομμυρίων καταναλωτών– υποψηφίων αγοραστών, που θα δώσουν στην πλούσια, σε τεχνογνωσία και πρωτοπόρα στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, Δύση, μια βαθιά ανάσα.
Γ. Η Αμερική αποδυναμώνει τα ευρωπαϊκά ερείσματα στη Β. Αφρική και γίνεται καθολικός, σχεδόν κυρίαρχος του παιχνιδιού, μπλοκάροντας -ταυτόχρονα- την κινεζική και ρωσική διείσδυση. Σας φαίνεται εύκολο να ξαναγυρίσουν στη Λιβύη οι 25.000 Κινέζοι που αποχώρησαν;
Δ. Τα τυραννικά- κλεπτοκρατικά καθεστώτα διαδέχονται δημοκρατικά καθεστώτα, τουρκικής όμως κοπής, με τον στρατό ρυθμιστή του πολιτικού παιχνιδιού και εγγυητή της κρατούσας νέας τάξης πραγμάτων και των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Πρόκειται φυσικά, για ένα αρνητικό σενάριο, που σε κάθε περίπτωση αποκλείεται να ισχύσει και να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικές κοινωνίες και με διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης κινήματα, καθόλου όμως απίθανο στο να επικρατήσει, με όλες, φυσικά, τις διαφοροποιήσεις και αλλαγές από χώρα σε χώρα.
Εδώ είναι, που ξαναμπαίνουν ουσιαστικά τα μεγάλα ζητήματα – διλλήματα, για τα ριζοσπαστικής κατεύθυνσης κινήματα, τα οποία όμως, όπως περιέγραψα, είναι κατ’ ουσίαν μειοψηφικά και σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να συγκροτήσουν στην παρούσα ως φαίνεται φάση, ένα αντιιμπεριαλιστικό πατριωτικό.- δημοκρατικό κίνημα ανατροπής.
Σε αυτό το τεράστιο ζήτημα, δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση και ιδίως δίκην συνταγής.
Εκείνο που μπορεί να συναχθεί είναι, ότι τόσο στον αραβικό κόσμο, όσο και στη Λατινική Αμερική, η προοδευτική ριζοσπαστική κατεύθυνση-λύση, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, χάρη στη δημιουργία ενός ευρύτερου αντιιμπεριαλιστικού, πατριωτικού, δημοκρατικού μετώπου.

Μοιάζει λίγο να ξανατίθενται παρόμοια ζητήματα σαν αυτά που ανέδειξε η φάση της εθνικής διαμόρφωσης και η αντιαποικιοκρατική διαδικασία. Υπάρχει δυνατότητα μιας καινούργιας ιστορικής απάντησης;
Πράγματι, αν αυτό επιβεβαιώνεται από την ιστορική μας εμπειρία, τότε το πρόβλημα είναι τι κάνουν όλοι όσοι εμπνέονται από το όραμα μιας κοινωνίας, που οι άμεσοι παραγωγοί, θα είναι κύριοι των όρων της ζωής τους.
Δεν έχω απάντηση ή πρόταση παρόντος, φρονώ, όμως, ότι θα μας βοηθούσε μια εκ νέου ανάγνωση της ιστορίας. Και σε αυτή την περίπτωση, χρήσιμη πολύ είναι νομίζω, η προσφυγή μας σε ορισμένες διαπιστώσεις που πολύ έγκαιρα έκανε ο Γκράμσι, γύρω από το ζήτημα της ηγεμονίας, στα χρόνια που βρισκόταν στην φυλακή. Διαβάζοντας συστηματικά, για τους αγώνες του ιταλικού λαού στην πορεία προς την ανεξαρτησία, συνειδητοποιεί στην πολυπλοκότητά της, όλη την πορεία του ιταλικού Risorgimento, που είναι το κίνημα της ιταλικής παλιγγενεσίας, αντίστοιχο με το δικό μας 1821, στο οποίο η Ιταλία, μέσα από μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική εν πολλοίς, συγκροτείται σε ένα ενιαίο κράτος. Η μελέτη ακριβώς αυτού του ζητήματος στις ρίζες του, του δίνει να καταλάβει ότι ουσιαστικά, η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έγινε, δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η ιστορία, από μια συνιστώσα. Από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τους μοναρχικούς, τον Καμίλο Καβούρ και τους μετριοπαθείς φιλελεύθερούς του, ως τους ριζοσπάστες δημοκράτες πατριώτες / διεθνιστές Ιωσήφ Ματσίνι και Γκαριμπάλντι, οι συνιστώσες του Risorgimento αγκαλιάζουν όλο το πολιτικό φάσμα.
Ειδικότερα στα όσα αφορούν την τότε Αριστερά, ο Γκράμσι θα διαπιστώσει ότι η «εθνική ενότητα είχε μιαν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας».
Η αδυναμία της ριζοσπαστικής παράταξης να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη προβλημάτισε σοβαρά τον Γκράμσι. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι για να καταφερθεί το μεγάλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλες δυνάμεις που συνέκλιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Είναι η βαθιά μελέτη της ίδιας της ιστορίας της Ιταλίας, που τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος, στη λογική του μπλοκ για την εξουσία, του πολύμορφου μετώπου, το οποίο άλλωστε, γιατί να το κρύψουμε, το πραγματοποίησε και η ελληνική Αριστερά στα χρόνια του ΕΑΜ. Και πραγματικά η μοναδική ουσιαστική έφοδος που έγινε στους ουρανούς μετά το 1821, η Εθνική Αντίσταση του 1940-’45, έγινε από ένα μπλοκ δυνάμεων. Ποια είναι όμως η διαφορά; Η διαφορά είναι ότι σ’ αυτό το μπλοκ των ποικίλων δυνάμεων ο Γκράμσι έθετε το ζήτημα της ηγεμονίας. Με ποια λογική όμως. Ποια η διαφορά και η υπεροχή της γκραμσιανής σκέψης σε σχέση με την «παραδοσιακή».
Οι όροι της ηγεμονίας και της «πρωτοκαθεδρίας» που επιζητούσε ο Γκράμσι σ’ αυτό το μπλοκ ήταν όροι πρώτιστα ηθικής και διανοητικής ιδεολογικής υπεροχής, γιατί είπαμε ότι ο Γκράμσι δεν αποσυνέδεε ποτέ την πολιτική από την ηθική. Δηλαδή, επιζητούσε την ηγεμονία στις ιδέες κατ’ αρχήν, θεωρούσε όμως ότι το πλέγμα ιδεών που προσέφερε ως πρόταση στην κοινωνία ήταν ηθικά και αξιακά – ιδεολογικοπολιτικά υπέρτερο των άλλων εκδοχών και γι’ αυτό εδικαιούτο να ηγεμονεύσει. Πόση, αλήθεια, απόσταση από τις κυρίαρχες λογικές. Αντίστοιχης πολυπλοκότητας φρονώ ότι και σήμερα είναι το ζήτημα στον αραβικό κόσμο.
Για μένα ο Βίκτωρας Εμμανουήλ και ο Καμίλο Καβούρ, είναι παντού ορατοί και πρωτοστατούντες, με ή χωρίς κελεμπίες, το πρόβλημα ενδεχομένως βρίσκεται στο που είναι ο Ματσίνι και ο Γκαριμπάλντι.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!