Σε Καιάδα εργαζομένων έχουν μετατρέψει τη χώρα – Το «ευνοϊκό» οικονομικό κλίμα χαρακτηρίζεται από το κλείσιμο και μεγάλων παραγωγικών μονάδων
Του Νίκου Γεωργιάδη
Το λουκέτο συνήθιζε να αποτελεί εργαλείο ασφάλειας. Μετά από 6 χρόνια, εργασιακής και κοινωνικής διάλυσης, δεν είναι παρά το πρώτο καρέ που ακολουθείται από αυτό στην ουρά του ΟΑΕΔ. Επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη. Οι μικρότερες γιατί δεν άντεξαν την πίεση των μνημονιακών μέτρων και οι μεγαλύτερες γιατί η Ελλάδα δεν αποτελεί φορολογικό παράδεισο, ούτε μεγάλη αγορά ή γιατί αναδιαρθρώνουν τον παραγωγικό τους σχεδιασμό ακολουθώντας το δρόμο της συρρίκνωσης ή και της «μετανάστευσης».
Η μνημονιακή παρέα πραγματικών κυβερνώντων και θυροκολλητών διέδιδαν με ζήλο πως η παραγωγική αποσάθρωση και η ισοπέδωση του εμπορίου (χονδρικού και λιανικού) θα οδηγούσε στην ανάκαμψη και εν τέλει την περιβόητη ανάπτυξη, αν το περιβάλλον γινόταν πιο θελκτικό. Αν καταστρατηγούταν δηλαδή, κάθε εργασιακό δικαίωμα, κάθε προστασία των μισθωτών. Μετέτρεψαν έτσι, άλλοτε με αργό κι άλλοτε με πιο βίαιο τρόπο, τη χώρα σε ένα Καιάδα εργαζομένων. Ή καλύτερα απασχολούμενων και απασχολήσιμων, αφού ο όρος εργασία έχει μείνει μόνο σε ταμπέλες. Στην πραγματικότητα έχει αντικατασταθεί από την απασχόληση που κι αυτή κάθε φορά πρέπει να ορίζεται. Η ηλικία, η περιοχή, οι ανάγκες, οι υποχρεώσεις καθορίζουν τον κατάλληλο επιθετικό προσδιορισμό: μερική, εκ περιτροπής, υποαπασχόληση, μαθητεία, κοινωφελής, απλήρωτη, μαύρη.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα τρεις μελέτες έχουν έρθει στη δημοσιότητα (πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ και Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής). Τα στοιχεία και των τριών είναι τουλάχιστον δραματικά. Σκιαγραφούν όμως με αριθμούς την εργασιακή ζούγκλα που επικρατεί και οδηγεί σε περαιτέρω φτωχοποίηση την κοινωνία.
Σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας, 126.956 εργαζόμενοι έχουν μικτό μηνιαίο μισθό μέχρι 100 ευρώ, ενώ 343.760 αμείβονται από 100 έως 400 ευρώ μικτά. Αυτές είναι οι αποδοχές της μερικής-ελαστικής απασχόλησης που προκύπτουν από μερικές μέρες ή και μερικές ώρες την εβδομάδα. Στην έκθεσή του το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρουσιάζει το εύρος που έχει πάρει η μερική απασχόληση. Απουσία εργασίας πλήρους ωραρίου, το 69,7% των ανέργων αναγκάζεται να προβεί σε αυτή την επιλογή. Έτσι λοιπόν αν κάποιος μείνει χωρίς δουλειά, καλείται να διαλέξει αν θα συγκαταλέγεται στους 350.000 της μερικής απασχόλησης ή στα 1,12 εκατομμύρια ανέργων, δηλαδή στο 30,8% του ενεργού πληθυσμού.
Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μακροχρόνια ανεργία διαμορφώνεται σήμερα στο 72,2%. Ειδικότερα 476.479 άνεργοι είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ για πάνω από 12 μήνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στην ηλικιακή κατηγορία των 30-44 ετών. Αυτό σημαίνει πως όσοι χάσουν τη δουλειά τους σε αυτές τις κρίσιμες ηλικίες, λόγω περικοπών θέσεων εργασίας ή αναστολής της επιχείρησης που εργάζονται ή κατέχουν, απενεργοποιούνται και μένουν στο περιθώριο αφού πρακτικά είναι απίθανο να μπορέσουν να βρουν νέα εργασία.
Η κυβέρνηση προσπαθεί με επικοινωνιακούς τρόπους να γυαλίσει την εικόνα της και να στρεβλώσει την πραγματικότητα. «Διαβάζει» επιλεκτικά τα στατιστικά στοιχεία προσπαθώντας να πείσει για τη μείωση της ανεργίας. Αποκρύπτει ότι εξίσου με την ανεργία η «απασχόληση», με τις διάφορες εκφράσεις της, αποτελεί μάστιγα για την φτωχοποιημένη κοινωνία. Αγνοεί ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός ότι το ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, από 30,1% το 2009, εκτινάχθηκε στο 52%., και αντίστοιχο ποσοστό των μισθωτών πλήρους απασχόλησης αγγίζει πλέον το 20% από 7,6% το 2009.
Ανάπτυξη με λουκέτα
Για ευνοϊκό οικονομικό κλίμα και βιώσιμη ανάπτυξη πέραν του τουρισμού και της ναυτιλίας έκανε λόγο ο υπουργός οικονομίας, Γ. Σταθάκης, σε κλειστή συνάντηση με τους επικεφαλής των πρεσβειών των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Τόσο ευνοϊκό που μόλις τις τελευταίες μέρες ακόμη δυο εταιρείες μπήκαν στον κατάλογο με τα λουκέτα σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Η PepsiCo-HBH και η ΔΕΛΤΑ ανακοίνωσαν την οριστική διακοπή λειτουργίας των μονάδων τους σε Οινόφυτα Βοιωτίας και Ζάρκο Τρικάλων, αντίστοιχα.
Πτωχεύσεις, ολοκλήρωση ή και περικοπές παραγωγής είναι πλέον οι βασικές «δραστηριότητες» μεγάλων επιχειρήσεων. Τον τελευταίο μόνο χρόνο στον μακροσκελή αυτό κατάλογο προστέθηκαν η βιομηχανική μονάδα της ΦΑΓΕ στο Αμύνταιο, η Softex της Bolton Group, η εταιρεία ΙΜΑΣ του ομίλου ContiTech και η χαρτοβιομηχανία ΒΙΣ στη Μαγνησία. Ο όμιλος Λεβεντέρη περιορίζεται μόνο στο εμπορικό του σκέλος και αποτελεί το τρίτο φετινό πλήγμα για τη Μαγνησία.
Πέρα από τις παραγωγικές επιχειρήσεις μεγάλη συμπίεση έχει δεχτεί και ο κλάδος του εμπορίου και των υπηρεσιών. Μπορεί τη μεγαλύτερη δημοσιότητα να έχει πάρει η περίπτωση Μαρινόπουλου, αλλά προηγήθηκαν η αλυσίδα Ηλεκτρονικών Ειδών «Ηλεκτρονική», τα βιβλιοπωλεία «Παπασωτηρίου», ο «Ελευθερουδάκης», το ξενοδοχείο Athens Ledra και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Είναι καταφανής ο ανασχεδιασμός των μεγάλων εταιρειών και κυρίως των πολυεθνικών. Μεγάλες, πρώην ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξαγοράστηκαν από πολυεθνικές αναστέλλουν την παραγωγή τους και διατηρούν μόνο το εμπορικό σκέλος ή μεταφέρονται εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό για να εισάγουν αργότερα τα προϊόντα τους στην Ελλάδα. Το παρουσιάζουν σαν αναγκαστική κίνηση για να επιβιώσουν στο κρισιακό και υφεσιακό περιβάλλον, αλλά η πραγματικότητα είναι πως με αυτό τον τρόπο διασφαλίζουν και σε πολλές περιπτώσεις ενισχύουν την κερδοφορία τους.
Ακριβώς αυτό συνέβη και στην περίπτωση της PepsiCo-HBH. Παύεται η παραγωγική μονάδα αναψυκτικών και χυμών στα Οινόφυτα, η οποία και θα μεταφερθεί σε άλλη χώρα, αλλά θα παραμείνει το εμπορικό τμήμα της εταιρείας, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή Κεντρικής Ευρώπης και Βαλκανίων, Cristophe Guille.
Πέρα από τους σχεδιασμούς των μεγάλων πολυεθνικών, έτερος καθοριστικός παράγοντας είναι μια σειρά διαρθρωτικών και μεταρρυθμιστικών μέτρων που νομοθέτησαν και υλοποιούν, κατ’ εντολή της τρόικας, όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της ΔΕΛΤΑ, η οποία κλείνει τον γαλακτοκομικό σταθμό των Τρικάλων και πλέον όλη της η παραγωγή μεταφέρεται στο εργοστάσιο της Ελασσόνας. Η κίνηση αυτή συγκαταλέγεται σε μια συνολική αναδιάρθρωση, η οποία έχει ως σκοπό την προσαρμογή της εταιρείας στα νέα δεδομένα που θέτουν σταδιακά εκτός αγοράς το φρέσκο γάλα και δίνουν βαρύτητα στο γάλα μακράς διάρκειας.
Έτσι λοιπόν δίπλα στον κατάλογο με τα εργοστάσια που θα γίνουν κουφάρια υπάρχει και ο κατάλογος των ανέργων στους οποίους προστίθενται οι εργαζόμενοι της ΔΕΛΤΑ αλλά και οι 60 εργολαβικοί της ΗΒΗ, οι οποίοι δεν αναφέρονται από κανένα ενημερωτικό μέσο. Έμειναν μόνο στο γεγονός της αόριστης μεταφοράς 60 περίπου εργαζομένων σε άλλες μονάδες της PespsiCo, με ακαθόριστη εργασιακή σχέση, ενώ ανοίγει και το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.
Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι ότι όσο βαθαίνει το μνημονιακό καθεστώς, η παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας συνεχίζεται. Μια σειρά από τομείς και κλάδους, όπως η ναυτιλία, η αγροτική παραγωγή, οι κατασκευές, τα media βρίσκονται ήδη σε οριακή κατάσταση. Ταυτόχρονα, όμως διαμορφώνεται ένα εφιαλτικό εργασιακό τοπίο, με στρατιές ανέργων και με εργασιακές σχέσεις ανατιναγμένες, που θέτουν την πλειοψηφία του λαού σε περαιτέρω και πιο βίαιη φτωχοποίηση.
Η δυαδική κοινωνία ως ελληνική πραγματικότητα
Η συνεχής παραγωγική αποδιάρθρωση και η συρρίκνωση τόσο της εμπορικής δραστηριότητας, όσο και όλων των βασικών κλάδων της οικονομίας, οδήγησαν σε περαιτέρω υστέρηση στην αγορά εργασίας και εν τέλει σε έκρηξη της ανεργίας που παραμένει σταθερά σε δραματικά επίπεδα. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις φορολογικές πολιτικές που επέβαλε το μνημονιακό καθεστώς επέφεραν μια μακρά και έντονη φτωχοποίηση στα ήδη χαμηλά στρώματα αλλά και μια βίαιη προλεταριοποίηση σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που τις προηγούμενες δεκαετίες ανήκε στα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα.
Η φτώχεια έχει χτυπήσει τις πόρτες πολλών νοικοκυριών, αφού σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 39,9% του πληθυσμού της χώρας στερούνται βασικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως φαγητό και θέρμανση, ενώ το 35,7% βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό. Χαρακτηριστικό της έκτασης του φαινομένου είναι πως ένα στα έξι νοικοκυριά διαμένουν σε ακατάλληλα σπίτια.
Τα συγκεκριμένα νούμερα μπορεί σε κάποιους να φαίνονται υπερβολικά. Αν σκεφτούμε όμως πως ο κατώτατος μισθός των 586 ευρώ που κυριαρχεί στην αγορά εργασίας, είναι κάτω από το όριο της φτώχειας, τότε μάλλον η κατάσταση είναι δραματική.
Η φτωχοποίηση μιας τεράστιας μερίδας της κοινωνίας, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Όσο πολλαπλασιάζονται οι νεόπτωχοι, οι μη-έχοντες, αυτοί που βιώνουν την απόρριψη, τον αποκλεισμό σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό επίπεδο, οι έχοντες εξακολουθούν να πλουτίζουν. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το πλουσιότερο 20% έχει 5,6 φορές μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη από το φτωχότερο 20%. Το χάσμα, λοιπόν ανάμεσα στους έχοντες και τους μη-έχοντες, εξακολουθεί να μεγαλώνει, ακόμη και σε περιόδους κρίσης. Θυμίζει δραματικά άλλες εποχές.