Lou Reed. Του Γιώργου Φλωράκη

«Ο κεντρικός μύθος της δεκαετίας του ’60 ήταν η αυτοκαταστροφή. Να ζεις γρήγορα, να είσαι κακός, να γίνεσαι χάλια, να πεθαίνεις νέος. Κάτι πολύ περισσότερο από το “να πεθάνω νέος πριν προλάβω να γεράσω”. Στην ουσία είχε να κάνει με την ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικότητας, της ευθείας συνεπαγωγής, της ίδιας της αλήθειας.»

Lester Bangs, περιοδικό
Creem, Μάρτιος 1975.

Ο Lou Reed τα έκανε όλα: Περπάτησε στην άγρια πλευρά, στάθηκε ακίνητος -ή σχεδόν- όταν ο βίαιος τον χτυπούσε με ένα λουλούδι, τάισε τα ζώα ενός ζωολογικού κήπου σε μια τέλεια μέρα, κατάπιε κάθε περίεργη ουσία, έγινε ο καθρέφτης σου.
Πριν από μερικούς μήνες άλλαξε συκώτι. Όμως μερικοί οργανισμοί δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τις μνήμες των καταχρήσεων.
Τώρα στέκεσαι σ’ ένα πάρκο και προσπαθείς να αναβιώσεις με τη δύναμη του μυαλού την άγρια πλευρά της Νέας Υόρκης: Διαγώνιες σκουριασμένες σκάλες κινδύνου στις προσόψεις των σπιτιών, υποφωτισμένα γήπεδα μπάσκετ για νυχτόβιους παίχτες, λασπωμένοι δρόμοι, φτηνό φαγητό και υπόγεια bar με κάκιστης ποιότητας αλκοόλ. Η Nico έλεγε ότι «πρέπει να είσαι πολύ απελπισμένος για να ζεις στη Νέα Υόρκη». Την είχε καλέσει ο Lou Reed. «Και να σκεφτείς ότι δεν είναι καν φίλος μου. Δεν μοιράζεται τα ναρκωτικά του μαζί μου. Παίρνει το octagellic, ένα από τα πιο άγρια διεγερτικά. Σε κάνει να είσαι όλη τη μέρα με σφιγμένα τα δόντια σου». Όπου τον ακούσεις να παίζει κιθάρα είναι σαν να παίζει με σφιγμένα δόντια.
Ο Lester Bangs και πάλι: «Να γιατί ακούω Lou Reed. Και να γιατί τον ειδωλοποιώ: γιατί τα πράγματα που έγραψε και τραγούδησε και έπαιξε με τους Velvet Underground ήταν για μένα μέρος του ξεκινήματος της αληθινής επανάστασης στο πλαίσιο της σχέσης του άντρα με τη γυναίκα, του άντρα με τον άντρα, της γυναίκας με τη γυναίκα, του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Και δεν εννοώ του κλώνους. Εννοώ τη διαφορετικότητα που εκτείνεται ώς τα άστρα».
Το Velvet Underground and Nico (η… μπανάνα που λέγαμε) ήταν ένας από τους ελάχιστους δίσκους που συνήθιζα να ακούω από την αρχή μέχρι το τέλος. Για απόψε, όμως, διαλέγω το Berlin. Έναν δίσκο για τη χρήση ναρκωτικών, την ενδοοικογενειακή βία, την κατάθλιψη, την αυτοκτονία: τα ζητήματα που απασχολούσαν αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. Κι ύστερα παίζω το Sunday Morning: «Πρώιμο ξημέρωμα, Κυριακή πρωί, είναι όλοι οι δρόμοι που διέσχισες, όχι και τόσο καιρό πριν». Οι δρόμοι που διέσχισες και οι δρόμοι που άνοιξες. Προς την άγρια πλευρά. Καλό ταξίδι Lou. Κι ευχαριστώ για όλα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!