Στη νεοφιλελεύθερη γραμμή και του ΟΟΣΑ η υπουργός Παιδείας
Του Χρήστου Πιλάλη
Τη θεσμοθέτηση ιδιωτικών πανεπιστημίων προτείνει στην Ελλάδα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Στην έκθεση με τίτλο «Η Ελλάδα με μια ματιά, πολιτικές για μια βιώσιμη ανάπτυξη», την οποία παρέδωσε πριν από λίγες ημέρες ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία, στην υπουργό Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, προτείνεται μάλιστα και ο «κοινωνικά ορθός» τρόπος πληρωμής των διδάκτρων σε αυτά τα πανεπιστήμια. Και δεν είναι άλλος από αυτός των φοιτητικών δανείων, σε συνδυασμό με χαμηλότερα δίδακτρα, που θα πρέπει να πληρώσουν οι οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές!
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η αξιολόγηση των πανεπιστημίων, έτσι ώστε η χρηματοδότησή τους να εξαρτάται από την αποδοτικότητά τους, είναι μερικά από τα μέτρα που προτείνει η έκθεση. Πρόκειται για μια έκθεση πλήρως εναρμονισμένη με τη νεοφιλελεύθερη «Διαδικασία της Μπολόνια», της ΕΕ, που στόχο έχει την παράδοση της δημόσιας παιδείας στα επιχειρηματικά συμφέροντα και τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της αγοράς της εκπαίδευσης.
Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία της έκθεσης είναι ότι για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ελληνική εκπαίδευση εντοπίζει κακή επίδοση με βάση τους δείκτες PISA (πρόγραμμα αξιολόγησης των δεκαπεντάχρονων μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ) και ως μια από τις αιτίες εμφανίζει την έλλειψη κινήτρων για τους εκπαιδευτικούς. Γι’ αυτό προτείνει την εφαρμογή κινήτρων στους «άριστους» εκπαιδευτικούς, με πόρους που θα εξασφαλιστούν από τη μείωση των προσλήψεων και την αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά εκπαιδευτικό.
Πόσο απέχουν όσα προτείνει η έκθεση από αυτά που προωθεί η υπουργός και η κυβέρνηση; Με τους 30 μαθητές και μαθήτριες ανά σχολική αίθουσα, που έχει εξαγγείλει για το «νέο σχολείο» η υπάκουη κυρία υπουργός, με βάση το σχετικό δείκτη του οργανισμού, θα πέσει η Ελλάδα από την 6η θέση στην 27η μεταξύ των 30 χωρών – μελών. Η Χιλή, η Κορέα και το Μεξικό έχουν τάξεις με 30 μαθητές, ενώ ο μέσος όρος σε ΟΟΣΑ και Ε.Ε. είναι οι 24 μαθητές ανά αίθουσα.
Στη «λογιστική» λογική κάθε εργαλείου εξυπηρέτησης του κεφαλαίου, όπως η συγκεκριμένη έκθεση, για την εξασφάλιση πόρων αντιτίθεται η παιδαγωγική επιταγή για μείωση και όχι αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά εκπαιδευτικό. Η διεθνής εμπειρία παρέχει παραδείγματα. Από όλες τις ιδέες για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, ελάχιστες είναι τόσο απλές όσο αυτές που αναφέρονται στη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά εκπαιδευτικό.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ, μεταξύ του 1969 και του 1997 ο μέσος αριθμός μαθητών ανά καθηγητή στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στις ΗΠΑ έπεσε από 25,1% σε 18,3%. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ο αριθμός αυτός έπεσε από 19,7% σε 14%.
Η βελτίωση των επιδόσεων ήταν μικρή, όμως η σημαντικότερη επίπτωση ήταν ότι το ποσοστό διαρροής για μαθητές και φοιτητές από 16 έως 24 ετών έπεσε από 15% σε 11% την ίδια περίοδο. Από ανάλογη έρευνα, που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία, από ομάδα επίσημων μελών του Ινστιτούτου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, η οποία παρακολούθησε επί πέντε χρόνια δύο μεγάλα δείγματα μαθητών από 4 έως 7 ετών, προκύπτει ότι η μείωση των μαθητών ανά τάξη επιτρέπει όχι μόνο να πάρουν όλοι καλύτερους βαθμούς αλλά επίσης να μειωθούν σημαντικά οι αποκλίσεις ανάμεσα στα παιδιά.
Γιατί ο εκπαιδευτικός επικοινωνεί καλύτερα με τους μαθητές του, ενώ φαίνεται ότι, εκτός από την ποιότητα της διδασκαλίας, το μέγεθος της τάξης επηρεάζει εξίσου τη συμπεριφορά των μαθητών.
Αυτά όμως είναι «ψιλά γράμματα» για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που, συνεχίζοντας το έργο των προκατόχων της, οδηγεί σε υποβάθμιση τη δημόσια εκπαίδευση και σε περιορισμό το μορφωτικό ορίζοντα των μαθητών, κυρίως των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων, εφόσον τα συγκεκριμένα στρώματα, κατά βάση, στηρίζουν την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών τους προσδοκιών στη δημόσια εκπαίδευση.