Ανιχνεύοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής πολιτικής

Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

 

Στην σελίδα που εγκαινιάζεται στο παρόν φύλλο του Δρόμου θα επιχειρούμε να συζητούμε για θέματα εκπαίδευσης και παιδείας, τόσο εκείνα που αναδεικνύονται από την εφαρμοζόμενη πολιτική, όσο και άλλα, πιο μόνιμα, εγκατεστημένα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς ή κυρίως εκείνα που απηχούν τις μορφωτικές ανάγκες της κοινωνίας.

Η ανταπόκριση των αναγνωστών της εφημερίδας ελπίζουμε να τροφοδοτήσει αυτήν τη συζήτηση και έτσι η στήλη να αποκτήσει διαλογικά χαρακτηριστικά και την παρεπόμενη ζωντάνια που επιφέρει ο διάλογος.

Ως έναρξη αυτής της συζήτησης θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, όσα τουλάχιστον μοιάζουν να συγκροτούν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Αν ανατρέξουμε στο κείμενο που κυκλοφόρησε από την κυβέρνηση για την επέτειο την εκλογικής νίκης του Σεπτεμβρίου 2016, η σχετική αναφορά στην παιδεία είναι η εξής:

«Δώσαμε προτεραιότητα στην Παιδεία: Στη δευτεροβάθμια, έγιναν για το 2015-16, 23.000 προσλήψεις αναπληρωτών (23% περισσότερες από πέρσι). Στην Ειδική Αγωγή έγιναν για το 2015-16 περισσότερες προσλήψεις αναπληρωτών από ποτέ (50% πάνω από πέρσι). Φέτος, όλα τα σχολεία άνοιξαν για πρώτη φορά χωρίς ελλείψεις σε βιβλία και καθηγητές. Προχωρούμε σε αλλαγές στο Γυμνάσιο. Εξέταση μόνο σε τέσσερα μαθήματα, έξτρα ενισχυτική διδασκαλία και επανεξέταση σε 10 μέρες για όσους αποτυγχάνουν. Ψηφίσαμε το νέο θεσμικό πλαίσιο για την Έρευνα».

Εάν σταθούμε και στην επικαιρότητα των ημερών, τίθεται προς διαβούλευση το σχέδιο νόμου για τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, στο οποίο για πρώτη φορά θεσμοθετείται η ύπαρξη διδάκτρων σε αυτές («τελών εγγραφής» για την ακρίβεια). Συγκεκριμένα το σχέδιο νόμου αναφέρει ότι: «Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις που οι ανωτέρω πηγές δεν επαρκούν για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων, μπορεί να προβλέπεται καταβολή εκ μέρους των φοιτητών τέλους εγγραφής. Το ποσό του τέλους εγγραφής δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το τριπλάσιο του εκάστοτε νομοθετικά οριζόμενου κατώτατου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού». Η πρόβλεψη αυτή ακολουθεί την διαπίστωση εκ μέρους των συντακτών: «καταγράφηκε έντονα το φαινόμενο επιβολής υψηλών διδάκτρων, δημιουργώντας έτσι συνθήκες μιας μη συνταγματικά ανεκτής εμπορευματοποίησης στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης».

Πολλά θα μπορούσαν να σχολιαστούν από τα παραπάνω αποσπάσματα αλλά ας σταθούμε σε δύο εξέχοντα ζητήματα, άσχετα εκ πρώτης όψεως, αλλά συναφή ως προς τη λογική που τα συνδέει: α) η εξέταση σε τέσσερα μόνο μαθήματα στο Γυμνάσιο και β) η μη συνταγματικά ανεκτή εμπορευματοποίηση στην ανώτατη εκπαίδευση.

Όσον αφορά το πρώτο, το υπόρρητο επιχείρημα είναι ότι οι εξετάσεις αποτελούν καταπιεστική διαδικασία και γι’ αυτό μειώνονται. Είναι όμως όντως έτσι; Οι εξετάσεις, ως διαδικασία επιλογής που αποκλείει ορισμένους και εγκλείει άλλους, μπορούν να αντικατασταθούν όταν έχουν δημιουργηθεί οι όροι ίσης πρόσβασης σε όλους στη μορφωτική διαδικασία και όταν –κυρίως– μπορούν να αντικατασταθούν από ένα σύστημα ελέγχου της διαδικασίας της απόκτησης γνώσης που να είναι σε θέση να την ολοκληρώνει. Εάν αυτοί οι όροι δεν εκπληρώνονται, τότε η κατάργηση των εξετάσεων και η παρεπόμενη εσωτερική κατηγοριοποίηση των μαθημάτων –με τουλάχιστον συζητήσιμα κριτήρια, γιατί π.χ. δεν εξετάζεται η Βιολογία ή η Χημεία;– απονευρώνει την εκπαιδευτική διαδικασία και επιτελεί δύο βασικούς στόχους:

α) Σκληραίνει την πραγματική επιλογή που θα έρθει με κάποιο τρόπο στο Λύκειο ή αμέσως μετά και την καθιστά πραγματικά ταξική: τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία και τα συνοδά μεγάλα φροντιστήρια θα παράσχουν εκείνους τους τρόπους εμπέδωσης της γνώσης (με όλα τα μέσα) που θα κάνουν τους μαθητές να προκρίνονται στις διαδικασίες επιλογής. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί και η όποια ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια στην παρούσα συγκυρία: σκληραίνει την επιλογή σε όποιες πανεπιστημιακές σχολές συνεχίσουν να έχουν κάποια αξία στην αγορά εργασίας και μετατρέπει τις υπόλοιπες –και δη των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών– σε χώρους αναγκαστικής παράτασης της εφηβικής ηλικίας.

β) Στοχεύει να γίνει αρεστή στους μαθητές και τις οικογένειές τους (όλοι ψηφίζουν πια!) διαδίδοντας παράλληλα και μια προβληματική άποψη ότι αν κάτι μας πιέζει –γιατί οι εξετάσεις εξ ορισμού πιέζουν–, μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Η λογική ότι η κατάκτηση της γνώσης είναι μια ευχάριστη περιήγηση στους κήπους του Διαδικτύου έτσι κι αλλιώς είναι ευρέως διαδεδομένη.

Στο δεύτερο θέμα που επέλεξα να σχολιάσω, εκείνο «της μη συνταγματικά ανεκτής εμπορευματοποίησης στην ανώτατη εκπαίδευση», δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Υπάρχει, κατά τους συντάκτες του σχεδίου νόμου, η συνταγματικά ανεκτή εμπορευματοποίηση και η συνταγματικά μη ανεκτή. Η κυβέρνηση βάζει τάξη στο εμπορευματοποιημένο πεδίο των μεταπτυχιακών νομιμοποιώντας τα δίδακτρα – σε λογικές τιμές!

Επομένως, ο πτυχιούχος που θα’ χει με κάποιον τρόπο επιβιώσει από τις καταργημένες μισο-εξετάσεις σε όλες τις βαθμίδες θα πρέπει να έχει κάνει και κάποιες οικονομίες για να σπουδάσει σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Τι συνδέει όμως τα δύο θέματα που σχολιάστηκαν παραπάνω στο επίπεδο της ρητορικής που τα συνοδεύει; Η πρόθεση να γίνουν αρεστά στα νεανικά ακροατήρια (κάτι σαν την ψήφο στα 17) και η διάδοση της θλιβερής άποψης «με την εμπορευματοποίηση δεν μπορούμε να τα βάλουμε, αλλά θα την ελέγξουμε». Αυτή η μεσοβέζικη και «φιλολαϊκή» ρητορική που συγκαλύπτει την εφαρμογή μιας εκπαιδευτικής –αλλά και γενικότερης– πολιτικής απομόρφωσης της νεολαίας διαδίδοντας την κουλτούρα της ευκολίας αποτελεί σαφώς ένα χαρακτηριστικό της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής.

Στα επόμενα σημειώματα θα μας δοθεί η ευκαιρία να επιμείνουμε στα γενικότερα χαρακτηριστικά της.

 

*Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!