της Αφροδίτης Κατσαδούρη*
Στις απλωμένες μπουγάδες των πολυκατοικιών κυοφορείται ένα συνωμοτικό μοντέλο γνωριμίας. Γνωρίζεσαι με τους απέναντι χωρίς να ανταλλάξεις λόγια –ακολουθώντας, δηλαδή, το άχαρο μοτίβο των βαθουλών στην αποξένωση στεναγμών μας.
Καμιά φορά, όμως, ραγίζει ο απρόσωπος ακάλυπτος απ’ την πολυχρωμία των πουλόβερ, οι ακούραστες ραφές των ρούχων σου χαμογελούν και τα τριαντάφυλλα επάνω στα σεντόνια, εκτός από μαλακτικό, μυρίζουν αληθινό περβόλι.
Σαν άλλος οιωνοσκόπος, εξετάζεις το μήκος και το υλικό των μανικιών, υπολογίζεις πρόχειρα τις ηλικίες, το στιλ και την αισθητική του καθενός, τα χρώματα που συμπαθούν, τα φούτερ που λατρεύουν, τους υφασμάτινους αναβατήρες των σεντονιών απ’ τους οποίους πετάγονται τα βράδια για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους.
Βγαίνω στη βεράντα για το εορταστικό τσιγάρο του τέλους άλλη μιας εβδομάδας. Οι πιο μεγάλοι αποστάσανε, έχουν κιόλας κοιμηθεί. Σκόρπιες, νεανικές, φωνές σκοντάφτουν στο μικρόφωνο του ακάλυπτου κι εγώ ακροάζομαι με ξέχειλη διάθεση αδιακρισίας τι βασιλεύει τώρα στο Spotify τους.
Ο ΛΕΞ πετάει σαν ξοφλημένος από μηχανής θεός πάνω απ’ την πόλη. Μάλλον θλιμμένος, μάλλον μάλλον εξοργισμένος, μάλλον θυμωμένος, μάλλον αψίκορος, και, σίγουρα ταλαντούχος. Μικροί, μεγάλοι, εργατόπαιδα, ταγάρια, προπαγανδιστές, τον ακούνε όλοι.
Μιλάει για τη «χειρότερη γενιά» με τις πιο εύγλωττες ρίμες. Αυτή η εννοιολογική αντινομία περιθάλπει με στοργή τη φτωχοποίηση και τον ανελέητο ψυχολογικό μαρασμό που υφιστάμεθα άπαντες. Ριμάρει και ρημάζει. Με τους στίχους τους και μια μπενγιαμική διαισθητική διάθεση καταγραφής της πραγματικότητας σκιαγραφεί τόσο επιδέξια τα σημεία της τεθλιμμένης μας ζωής, θίγοντας τα έμβρυα αναπόδραστα μιας εποχής σιχαίνεται ν’ αγγίξει τον εαυτό της. Πώς να το πω αλλιώς: ο ΛΕΞ καταφέρνει να συμπυκνώσει τις βουβές μας εσωτερικές μας συνηχήσεις σε εύστοχες ρίμες και ψάλλει «δι‘ ἐλέου καί φόβου» τη θρηνωδία του χαλασμένου καιρού μας. Εμβρόντητα, ασίγαστα, μελάτα και σταράτα.
Γι’ άλλους βραχύσωμος και γι’ άλλους τεράστιος. Για άλλους ακόμα ένας επίκαιρος ράπερ και για άλλους ένας μοντέρνος αντι-ποιητής. Ψάχνουνε να βρούνε ταμπέλες («/κάνουμε μικρά παιδιά να αγχώνονται για ετικέτες/») οι άνθρωποι ακόμα κι όταν δεν απλώνουν ρούχα. Αν κρίνω απ’ το ότι τον αγαπάει η περιπτέρου μου, μάλλον, είναι με τους καλούς. Αν κρίνω απ’ το ότι τραγουδάει τους «πακετάδες» και τα «24ωρα», τις κουρασμένες βάρδιες, τα φτωχόπαιδα, την εργατική τάξη που πεθαίνει με τα ρούχα της δουλειάς, τα πτώματα της Μεσογείου, είναι ένα κωλόφαρδο καλόπαιδο που καταφέρνει να διατηρείται αμόλυντο κι ας βουτάει χωρίς αναπνοή στη χαίνουσα σαπίλα αυτής της χώρας.
«/ Το να μιλάς δεν είναι ντροπή / παρά μονάχα το να είσαι ρουφιάνος / κι όταν τα λέμε καμιά φορά όλοι μαζί οι φωταγωγοί μυρίζουν γιασεμί /». Και να που καταργούνται τα όρια και το γιασεμί βρίσκει τρόπο να τη «φέρει» στα καυσαέρια. Και να που το τσαγανό ενός «βραχύσωμου τύπου» καταργεί την αντικειμενικότητα της σωματοδομής του και χτίζει ένα τεράστιο τσαγανό: η διάσωση του συναισθήματος στη μητρόπολη την ώρα που η συντριβή της οικειότητας θερίζει είναι σπουδαίο πράμα.
* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.