της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

 

«Καινοτομία, διαθεματικότητα, θεματικές εβδομάδες, νέες τεχνολογίες, νέοι τρόποι διδασκαλίας, αυτονομία των πανεπιστημίων, αυτονομία των σχολικών μονάδων» είναι μερικές από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες και πιο ισχυρά προβαλλόμενες λέξεις/έννοιες στον λόγο των κυβερνώντων για τα θέματα εκπαίδευσης. Λέξεις που δεν ενοχλούν, διαθέτουν θετικές δηλώσεις και συνδηλώσεις και συγκροτούν έναν εξουσιαστικό λόγο «φιλικό προς τον χρήστη». Ο λόγος αυτός, αφενός στοχεύει στην εγκόλπωση κάθε προοδευτικής έννοιας και αφετέρου στιγματίζει όποιον τον αμφισβητεί στην καλύτερη περίπτωση ως ανίκανο να προσαρμοστεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, στη χειρότερη ως αντιδραστικό και σκοταδιστή.

Είναι γεγονός ότι ο προοδευτικός λόγος της νέας εξουσίας δεν γίνεται τόσο απωθητικός, όσο το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» της αλήστου μνήμης εθνικοφροσύνης των περασμένων δεκαετιών. Χρειάζεται, ωστόσο, να εμβαθύνουμε σε δύο αλληλένδετα ζητήματα: α) στο σε τι αναφέρεται και τι συγκαλύπτει αυτή η νέα περιγραφή, ποιες, δηλαδή, υλικές πραγματικότητες ονομάζει και β) στην παραλυτική επίδραση που έχει σε ό,τι έχει απομείνει από το προοδευτικό κίνημα στους χώρους της εκπαίδευσης, και μάλιστα της δημόσιας.

Ως προς το πρώτο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική η έκθεση «Στρατηγική της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα 2016-2020», που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από το υπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με αυτήν, ένας από τους «επιχειρησιακούς στόχους της στρατηγικής 2016-2020» είναι η «βελτίωση της ποιότητας σπουδών και της μάθησης και ενίσχυσης της πρόσβασης και του ανοιχτού χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης» μέσω (μεταξύ άλλων) της «αναβάθμισης των υφιστάμενων υποδομών και της ενίσχυσης της ποιότητας του ερευνητικού έργου». Αυτός ο ατελείωτος βερμπαλισμός δεν μπορεί να κρύψει ότι η δημόσια χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης έχει σχεδόν εξανεμιστεί και οι μόνες πηγές βελτίωσης της ποιότητας σπουδών ή αναβάθμισης των υποδομών είναι τα κοινοτικά προγράμματα ή ο ιδιωτικός τομέας, με τις αυτονόητες προδιαγραφές και απαιτήσεις που και οι δύο πηγές θέτουν – ή επιβάλλουν.

Ποια καινοτόμα διδακτική πρακτική μπορεί να εμποδίσει την εγκατάλειψη των σπουδών που διαρκώς αυξάνεται; Σύμφωνα με την έκθεση που προαναφέρθηκε, την τελευταία δωδεκαετία ο αριθμός των φοιτητών μειώθηκε κατά 15, 7% από το μέγιστο των 311.616 φοιτητών του 2005/06 στο ελάχιστο των 262.753 το 2009/10, για να σταθεροποιηθεί την τελευταία πενταετία στο επίπεδο των 270.000-280.000. Ωστόσο, ο αριθμός των φοιτητών που, ενώ έχει ολοκληρώσει τα προβλεπόμενα εξάμηνα σπουδών, οφείλει μαθήματα και δεν έχει πάρει πτυχίο έχει διπλασιαστεί την τελευταία δωδεκαετία. Οι λόγοι είναι προφανείς: οικονομική ένδεια, έλλειψη προοπτικής μετά τις σπουδές, μετανάστευση.

Ποιος γλωσσικός ακροβατισμός περί καινοτομίας και έρευνας μπορεί να κρύψει ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές – που σηματοδοτούν την ερευνητική διάσταση στο πανεπιστήμιο – έχουν μετατραπεί σε μια βιομηχανία έκδοσης διπλωμάτων, που αφενός υποβαθμίζει τις προπτυχιακές σπουδές, αφετέρου δεν οδηγεί σε διδακτορικές έρευνες. Σύμφωνα πάλι με την παραπάνω έκθεση, την τελευταία δωδεκαετία η αύξηση των μεταπτυχιακών φοιτητών φτάνει το 119,8%, όμως μόλις το ¼ των μεταπτυχιακών φοιτητών παίρνουν τελικά δίπλωμα. Παρομοίως, οι υποψήφιοι διδάκτορες έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 2003 ως το 2014, αλλά λιγότερο από το 1/10 αυτών ολοκληρώνει τη διδακτορική του διατριβή.

Η δύναμη των αριθμών είναι ότι δίνουν τόσο λιτά την εικόνα: διαρκώς και περισσότεροι νέοι και νέες της χώρας μας δεν μπορούν πια να σπουδάσουν. Εάν θλίβεται κανείς όταν βαδίζει στην Πατησίων με τα κλειστά καταστήματα ή βλέπει τα αεροδρόμια όλης της χώρας να περνάνε σε γερμανική ιδιοκτησία, θα έπρεπε να θρηνεί όταν βλέπει τους νέους και τις νέες να σταματάνε τον δρόμο της μόρφωσης.

Όμως, η ευθύνη όσων είμαστε δάσκαλοι είναι να ονομάσουμε και να δείξουμε την κατάσταση. Κυρίως είναι να αποκαλύψουμε τη διαβρωτική δύναμη του αριστερού λόγου: τα φληναφήματα περί ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια, η κατάργηση της «κοσμίας» διαγωγής στα σχολεία και η ανάδειξη των έμφυλων ταυτοτήτων ως του κεντρικού θέματος της δευτεροβάθμιας δεν είναι απλώς «κάποια καλά πράγματα που κάνει το υπουργείο», στα οποία όλοι οι προοδευτικοί δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν. Είναι κυρίως ο φερετζές μιας σκληρής πολιτικής που υπονομεύει τη μόρφωση και το μέλλον της νεολαίας με τη χρήση συνειδητών ψεμάτων και μεθοδευμένου καθεστωτικού αποπροσανατολισμού.

Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης δεν μπορεί να παραμένουμε αμήχανοι θεατές που προτιμούν το «μικρότερο κακό» έναντι της επανάκαμψης του καθαρόαιμου φιλελευθερισμού. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι σε μια κοινωνία που διαλύεται, δεν θα σωθεί το Δημόσιο και οι πενιχροί μισθοί του. Για να το αντιληφθούμε, όμως, χρειάζεται πρώτα να αισθανθούμε τη θλίψη για τα επιστημονικά αντικείμενα που φθίνουν, για τα σχολεία που συμπιέζονται, για τους νέους και τις νέες που θα ήθελαν να σπουδάσουν και δεν μπορούν.

Ας θυμηθούμε κάτι ελάχιστα καινοτόμο – ευτυχώς: την τραγωδία «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και το πάθει μάθος: οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της οδύνης.

 

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!