Συνέντευξη – Συζήτηση με τον Λουκά Αξελό. Ο Λαοκράτης Βάσσης είναι φιλόλογος, συγγραφέας και στέλεχος της μεταπολιτευτικής Αριστεράς.
Είναι συγγραφέας αρκετών βιβλίων, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν το Ανοιχτή Συζήτηση: Μεταπολίτευση, Πα.Σο.Κ., Αριστερά (2005) και το πρόσφατα κυκλοφορήσαν Ανοιχτή Συζήτηση: Η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης. Πολιτιστικές αναγνώσεις, που μαζί με το πρώτο αποτελούν μια συστηματική κριτική των πολιτικών και πολιτιστικών δρώμενων της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, φωτίζοντας τα βαθύτερα αίτια της μεταπολιτευτικής κρίσης. Προσηνής, αλλά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, συμφώνησε σε αυτή την ανοιχτή συζήτηση, που υπό μίαν έννοια αποτελεί συνέχεια των δύο προηγούμενων.
Αν και όλοι ανεξαιρέτως συμφωνούν ότι διερχόμαστε μια βαθύτατη πανεθνική κρίση, εντούτοις λίγοι δείχνουν να κατανοούν το εύρος και το βάθος της και ακόμη λιγότεροι τις πραγματικές αιτίες και τους κυρίως υπεύθυνούς της. Ανήκεις σε αυτούς που δεν μιλούν περί κρίσης, αλλά περί χρεοκοπίας και μάλιστα χρεοκοπίας καθολικής αυτού που περιγράφουμε ως περίοδο της Μεταπολίτευσης ή απλά ως Μεταπολίτευση. Δεδομένου ότι είσαι και συγγραφέας ομότιτλου βιβλίου, θα μπορούσες να δώσεις μια πρώτη άποψη για το όλον ζήτημα;
Είναι σύνηθες σύμπτωμα των μεγάλων κρίσεων το να μη συνειδητοποιούν αυτοί που τις υφίστανται το βάθος τους, τα πραγματικά τους αίτια και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους. Λες και τις συνοδεύει «σύνδρομο Τιτανικού». Το διαπιστώνουμε στην κρίση που περνάμε, στη βαθύτατη πανεθνική κρίση όπως σωστά τη χαρακτηρίζεις, όπου η σχεδόν καθολική αγωνία για το αύριο αλλά και η αγανάκτηση του κόσμου καθόλου δεν πρέπει να ερμηνεύεται και ως αποτέλεσμα βαθιάς συνειδητοποίησης του τι και γιατί μας συμβαίνει. Ο επί της ουσίας φυγοκεντρισμός της αγανάκτησης, σε συνδυασμό και με μια «θολή» νοσταλγία του μεταπολιτευτικού παρελθόντος, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Δυστυχώς, δεν έχουμε καταλάβει εις βάθος τι και γιατί μας συμβαίνει και γι’ αυτό δεν έχουμε ακόμη ελπιδοφόρα πυξίδα προσανατολισμού και συνακόλουθα πειστική πρόταση κινηματικής διεξόδου του λαού μας στην κατεύθυνσή της. Ό,τι κι αν λέμε, μας λείπει η σπονδυλωμένη στρατηγική, που με τον οραματικό ρεαλισμό της θα μας βγάλει απ’ τα ασφυκτικά μας αδιέξοδα. Ως προς το χαρακτήρα της κρίσης, όντως φρονώ πως έχει περάσει, καιρό τώρα, σε φάση καθολικής χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης και ήδη μετεξελίσσεται σε καθολική χρεοκοπία του τόπου μας. Σε μια εθνική δηλαδή χρεοκοπία με εφιαλτικές συνέπειες για το μέλλον της πολύπαθης εθνικής μας συλλογικότητας. Δεν είναι πια κρίση, δεν είναι καν μεγάλη κρίση, είναι χρεοκοπία οικονομική, πολιτική, κοινωνική αλλά και πολιτιστική, πνευματική δηλαδή, ηθική, αξιακή και ταυτοτική χρεοκοπία, που εντέλει είναι και η μείζων διάστασή της, παρ’ ότι ελάχιστα μας απασχολεί. Κι είναι η μείζων διάστασή της, γιατί, όπως φαίνεται, έχει πειραχτεί το ίδιο το πολιτιστικό μας κύτταρο, αυτό δηλαδή, που ορίζει την υπαρξιακή υπόστασή μας. Περίπου, κι ας μη θεωρηθεί υπερβολή, έχουμε φτάσει στο σημείο, με τέσσερις χιλιάδες χρόνια ζωή πίσω μας, να μη ξέρουμε γιατί υπάρχουμε.
Είναι πλατιά διαδεδομένη στην κοινωνία η άποψη ότι οι ευθύνες είναι του άλλου ή βρίσκονται αλλού. Αυτό στην πιο ακραία εκδοχή οδηγεί είτε στον «από τα πάνω» μανιχαϊσμό ότι για όλα φταίει η Α ή η Β «συντεχνία» είτε στον «από τα κάτω» μανιχαϊσμό ότι για όλα φταίει η «φούχτα των μονοπωλίων» ή ο ξένος παράγοντας. Όλα αυτά περικλείουν μερικές ή και βασικές αλήθειες. Από την πλευρά σου τι θα έλεγες για το «σύνολο σκάφος Ελλάς», που έπεσε πάνω στην ξέρα· πώς επιμερίζεις τις ευθύνες· είναι τόσο αθώος «ο αθώος λαός» ή μήπως, έστω και εν μέρει, είχε δίκιο στις πικρές περί λαού κριτικές του διαπιστώσεις ο Κώστας Καρυωτάκης;
Το θέμα των ευθυνών είναι και μεγάλο και δύσκολο. Πάντως, χωρίς βαθιά συνείδηση του τι και γιατί μας συμβαίνει, χωρίς δηλαδή βαθιά συνείδηση των πραγματικών αιτίων της οδυνηρά βιούμενης μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας μας, δεν μπορούμε να έχουμε και συνείδηση των ευθυνών μας, ούτε, συνακόλουθα, και τη δυνατότητα λογικού και δίκαιου επιμερισμού τους. Προφανώς, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η ευθύνη είναι ιδιότητα προσώπων κι όχι αφηρημένων εννοιών και πραγμάτων, ή, γενικά και αφηρημένα, συνόλων όπως, για παράδειγμα, η κοινωνία, ο λαός ή το έθνος. Κι εδώ είναι που χρειάζεται πολλή προσοχή για να μη ολισθαίνουμε σε φασίζουσες λογικές περί συλλογικής ευθύνης ή και σε Παγκάλειες κυνικές λογικές εξισωτικού επιμερισμού των ευθυνών μεταξύ ηγετών και λαού, που θυμίζουν πολύ το τα ήθελε κι η βιασθείσα. Όπως, παρομοίως, δεν πρέπει να προσχωρούμε σε απλοϊκές μανιχαϊστικές λογικές, στις οποίες πολύ εύστοχα αναφέρεσαι, ιδίως μάλιστα σ’ αυτές όπου ο περισσεύων λαϊκισμός τις κατατάσσει στο αυτόχρημα σωστό και πολύ περισσότερο στο αυτόχρημα αριστερό. Έτσι, ας πούμε, η αθωότητα του λαού είναι για κάποιους μια στερεοτυπική αλήθεια, ένα αριστερό θέσφατο, που δεν υπόκειται σε κριτική αμφισβήτηση. Στη βάση τέτοιων λογικών ο λαός πιστώνεται κάθε μεγαλείο, ενώ για τις τραγωδίες φταίνε πάντοτε κάποιοι άλλοι. Δεν γίνεται όμως να έχει μερτικό στο μεγαλείο, όχι όμως και στις καταστροφές, ούτε και να εκμαυλίζεται ανεπιγνώτως και εν υπνώσει. Θα σταματήσω όμως εδώ, γιατί γι’ αυτά μπορούμε να μιλάμε ώρες. Μόνο να μου επιτρέψεις, παίρνοντας αφορμή απ’ την αναφορά στον Καρυωτάκη, τον άσπρο άγγελο με τα κατάμαυρα πτερά κατά Εμπειρίκο, να τονίσω πόσο επίκαιρα, μαζί με τα πολιτικά του κυρίως ποιήματα, είναι τα έξοχα πεζά του: «Κάθαρσις» και «Ανάγκη χρηστότητος».
Ανήκεις στο κομμάτι εκείνο της Αριστεράς που δεν είναι απλώς υπερήφανο για τις εαμικές του ρίζες, αλλά και για την εαμική ιδεολογία που χωρίς αυτήν δεν θα είχαμε πραγματοποιήσει την μεγάλη έφοδο στους ουρανούς. Συμμετέχοντας από θέσεις πολιτικής ευθύνης στα μεταπολιτευτικά δρώμενα της Αριστεράς, τονίζεις ιδιαίτερα τη μεγάλη σημασία της εαμικής παρακαταθήκης αλλά και έχεις μιλήσει για μια «Αριστερά με υλικά από το μέλλον». Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια επ’ αυτών;
Εμείς που μεγαλώσαμε στον απόηχο του μεγαλείου της Εθνικής Αντίστασης, στη βαριά σκιά του Εμφυλίου και στο μετεμφυλιακό ζόφο του κράτους της Δεξιάς, δεν μπορεί παρά να νιώθουμε περηφάνια για την ακριβά πληρωμένη εαμική μας καταγωγή. Πέραν όμως της συναισθηματικής σχέσης, ο δικός μου τονισμός της εαμικής παρακαταθήκης έχει σχέση και με την «εαμική ιδεολογία», όπως όχι τυχαία την αποκαλείς, από την οποία και εκπορεύτηκε το εαμικό μεγαλείο. Κι αυτό γιατί εκτιμώ πως αυτή η ανοιχτή ιδεολογία, που κυρίως εκφράζεται από τις αξιακές της συμπυκνώσεις και το ποιοτικό τους πνεύμα, υπερέβη στο ιστορικό της ξετύλιγμα τα κλειστά ιδεολογικά όρια της κομμουνιστικής Αριστεράς, ανοίγοντας δρόμο για ένα μεταλενινιστικού τύπου, θα μπορούσαμε να πούμε, στρατηγικό πλαίσιο (και φορέα) λειτουργίας του αριστερού και προοδευτικού λαϊκού κινήματος, που εναρμόνιζε τον ιδεολογικό πλουραλισμό με την πολιτική ενότητα αλλά και το εθνικό με το διεθνιστικό, πάνω σε μια στέρεη δημοκρατική και ουμανιστική βάση. Πρόκειται για μια στρατηγικού χαρακτήρα κατάκτηση, που προσέκρουσε αφενός στις κατοπινές ανωμαλίες της πολιτικής μας ζωής και αφετέρου, από τα μέσα, στο ότι για τους κύριους εμπνευστές του δεν ήταν παρά μια τακτικού χαρακτήρα επιλογή. Η αναλαμπή του πειράματος της ΕΔΑ, που ήταν καρπός αυτής της πολιτικής κληρονομιάς, αλλά ώς ένα σημείο και ο ενιαίος μεταπολιτευτικός ΣΥΝ, σ’ αυτή την εσωτερική αντίφαση προσέκρουσαν. Τονίζω, λοιπόν, τη μεγάλη σημασία της «εαμικής ιδεολογίας», γιατί ο στρατηγικός της πυρήνας έρχεται απ’ το μέλλον, δείχνει στο μέλλον και οδηγεί στο μέλλον, ιδίως στις σημερινές συνθήκες του τροϊκανού ζόφου. Και θέλω να πιστεύω πως οι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, πρωτίστως βέβαια ο Αλέξης Τσίπρας, να το έχουν αυτό απολύτως συνειδητοποιήσει. Όσο για την αναφορά μου σε μια «Αριστερά με υλικά απ’ το μέλλον», όσοι ξέρουν τις κακοδαιμονίες της Αριστεράς και τα βαθύτερα αίτιά τους, ιδίως τα αναγόμενα στις εγγενείς δυσχέρειες των ίδιων των ιδρυτικών αριστερών «γραφών» και στον ερμηνευτικό τους λαβύρινθο, θα κάνουν από μόνοι τους τη σωστή αποκωδικοποίησή της.
Είναι γεγονός ότι ένα μειοψηφικό κομμάτι στον χώρο της καθόλου Αριστεράς, θεωρώντας ως αφετηριακό του σημείο τον Δημοκρατικό Πατριωτισμό του Ρήγα Βελεστινλή και ως σημείο κορυφαίας σύνθεσης και πραγματοποίησής του στην πράξη την εαμική Αντίσταση, θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ ότι η σωστή σύνδεση του εθνικού με το κοινωνικό αποτελεί την πεμπτουσία της όποιας τακτικής και στρατηγικής της Αριστεράς. Αυτό φαίνεται να μην το υιοθετεί η πλειοψηφία της σημερινής Αριστεράς, αδυνατώντας, θα έλεγα, να κατανοήσει ότι η πατριωτική-εθνική συνείδηση (τόπος, γονείς, συγγενείς, γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα) ήταν και είναι κάτι απτό, υλικό, που είναι πιο ισχυρό από την μεταβλητή και ρευστή κοινωνική συνείδηση (που συναρτάται με τις συγκυρίες της κοινωνικής μεταβλητότητας) πάνω στην οποία στηρίχτηκε μανιχαϊστικά η εσχατολογική αντίληψη για τους προλετάριους που δεν έχουν πατρίδα. Για το όλο ζήτημα έχεις διαχρονικά και κατ’ εξακολούθησιν τοποθετηθεί στο παρελθόν· θα μπορούσες να σταθείς με την ευκαιρία στα βασικά σημεία της οπτικής σου;
Προφανώς, όταν μιλάς για πλειοψηφία της σημερινής Αριστεράς, αναφέρεσαι στις θορυβώδεις ηγετικές εκφράσεις της, με προνομιακές προσβάσεις εκεί που διαμορφώνεται η κοινή γνώμη (ΜΜΕ, εκδοτικά συγκροτήματα, πανεπιστήμια…). Καθώς στον κόσμο της Αριστεράς και στον λαό μας γενικότερα είναι άλλοι οι συσχετισμοί. Ας έρθουμε όμως στο κρίσιμο θέμα που θίγεις και το οποίο είναι από τα σημαντικότερα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Κι αυτό γιατί με τη δυσανεξία του, το λιγότερο, προς παν τι το εθνικό και ελληνικό, αυτό το εκ συστήματος προβαλλόμενο και θορυβώδες μέρος της, επιδιδόμενο συνήθως σε βολικές λαθροχειρίες όρων και εννοιών αλλά και σε βολικές ερμηνείες της σχέσης του εθνικού με το κοινωνικό, δυσφήμισε και εξέθεσε όλη την Αριστερά στα μάτια του ελληνικού λαού, περίπου εμφανίζοντάς την ως αποεθνοποιητική πολιτική δύναμη που συμπλέει με τον νεοταξικό κοσμοπολιτισμό της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Ποια; Τη δική μας Αριστερά, που έχει στο ταυτοτικό της κύτταρο τον εαμικό πατριωτισμό, που είναι πολιτιστικός, διεθνιστικός, δημοκρατικός και ουμανιστικός, καθώς αντλεί από την αξιακή παράδοση του Ρήγα, του Σολωμού και του Κάλβου, που είναι και οι μεγάλοι πνευματικοί νομοθέτες του νεότερου Ελληνισμού. Κι είναι αυτή η Αριστερά με τις εαμικές ρίζες που, κόντρα στη χλιδάτη μεταπολιτευτική εκδοχή της, δεν μπέρδεψε ποτέ τον ταυτοτικό της αντιεθνικισμό με την αποεθνοποίηση, τον εθνικισμό με τον (εαμικού χαρακτήρα) πατριωτισμό, τον νοσηρό ελληνοκεντρισμό με τον νοσηρό αντιελληνοκεντρισμό, κι άλλα πολλά τέτοια παρόμοια, στα οποία έχω κι εγώ ρίξει λίγο φως με δοκιμιακές μου προσεγγίσεις. Όπου, επίσης, έχω τονίσει και τα αυτονόητα: Πως δηλαδή δεν υπάρχει ο λαός για την Αριστερά αλλά η Αριστερά για το λαό. Πως ο λαός δεν είναι μια αφηρημένη συλλογικότητα με «φαντασιακά» κατασκευασμένη την εθνική του ταυτότητα. Πως η πολιτιστική ιθαγένεια, το εθνικό, το εθνο/πολιτιστικό και το ελληνικό, όχι μόνο δεν είναι ασύμβατα μεγέθη με την Αριστερά αλλά απολύτως αλληλοπροσδιοριζόμενες διαστάσεις της ταυτότητάς της. Πως μια Αριστερά χωρίς τόπο, ή, καλύτερα, που δεν πατάει σωστά στον τόπο της, είναι μια ανέστια και καθ’ όλα άτοπη Αριστερά, που δεν μπορεί να αγναντέψει το πολύχρωμο μέλλον της πλανητικής πατρίδας των πατρίδων μας. Πως, για να περιοριστώ σ’ αυτά, αν δεν αγαπάς, προφανώς σωστά, τον τόπο σου, δεν μπορείς να αγαπάς και την ανθρωπότητα. Και για να θυμίσω τον Γκράμσι, για την Αριστερά η αφετηρία είναι εθνική και η προοπτική διεθνιστική.
Όσο κι αν δεν ομολογείται, είναι γνωστό ότι τα εθνικά ζητήματα, ο ιμπεριαλισμός και το μεταναστευτικό αποτελούν όχι απλώς προβλήματα-αγκάθια, αλλά και υπό μιαν ορισμένη έννοια την αχίλλειο πτέρνα της πλειοψηφικής Αριστεράς. Όχι, φυσικά, γιατί αυτή δημιουργεί τα προβλήματα, αλλά γιατί διστάζει ή αδυνατεί να τα αντιμετωπίσει. Αν, υποθετικά, δεχτούμε την ανεπάρκεια αυτή ως δεδομένη, θα πρέπει να διερωτηθούμε αν αυτή είναι αποτέλεσμα λαθεμένων επιμέρους χειρισμών ή θεωρητικοπολιτικής εργαλειακής ανεπάρκειας. Σε κάθε περίπτωση και πέραν της επί της ουσίας διαγνώσεως, τι θα πρέπει τώρα να κάνει η υπαρκτή ριζοσπαστική Αριστερά για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα;
Η Αριστερά δεν είναι αφηρημένη οντότητα κι ούτε κατοικεί σε κάποια ιδεατή Νεφελοκοκκυγία. Είναι μέρος εθνικού συνόλου, έχοντας κοινή μ’ αυτό Ιστορία, κοινή συνείδηση και κοινή μοίρα. Κι η ιδιαίτερη ιδεολογία της δεν είναι εγγενώς και σε όλα αντιπαραθετική με την εθνική συλλογικότητα στην οποία ανήκει. Τουναντίον, θα έλεγα, καθώς στον πυρήνα της η αριστερή ιδεολογία είναι ταυτισμένη με την καλύτερη προοπτική των κοινωνιών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Που σημαίνει πως τα εθνικά ζητήματα, όταν σ’ αυτά συμπυκνώνεται το καλώς εννοούμενο εθνικό συμφέρον, που προφανώς εδράζεται στις κοινές αλήθειες, στο διεθνές δίκαιο και στις θεμελιακές αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι απολύτως, αν όχι κατεξοχήν, λόγω του πρωτοποριακού της ρόλου, και δικά της ζητήματα. Πώς να το πω, η Αριστερά δεν είναι αίρεση μαρτύρων του Ιεχωβά ούτε και πασιφιστική ΜΚΟ. Της αναλογεί μέρος της ευθύνης για όλα τα έχοντα σχέση με την κοινή εθνική μοίρα. Άρα και για την αντιμετώπισή των εθνικών ζητημάτων και προβλημάτων, στη βάση πάντοτε των προειρημένων προϋποθέσεων. Κι η σκληρή πραγματικότητα για τα τωρινά ανοιχτά και κρίσιμα εθνικά μας θέματα, δεν αφήνει περιθώρια για απλοϊκές και χωρίς κόστος θεωρήσεις. Γιατί, το όποιο κακό στα θέματα αυτά, όπως δείχνει κι ο «Αττίλας» στην Κύπρο, είναι συνήθως ανεπανόρθωτο. Όσο για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, τον ενοποιούμενο ΣΥΡΙΖΑ, φρονώ πως θα κριθεί από το αν θα αφήσει πίσω του τις παιδικές περί τα εθνικά ζητήματα «αριστερές» ασθένειες, περιθωριοποιώντας με αυστηρή υπευθυνότητα και τις κάποιες νοσηρές γραφικότητες που ξεπηδούν απ’ τις γραμμές του. Κατά κύριο όμως λόγο θα κριθεί απ’ το αν εκπονήσει και χαράξει σοβαρή εθνική στρατηγική και θωρακίσει τον τόπο μας, έτσι που να μην είναι ανοχύρωτος και έκθετος στα παιγνίδια των ύπουλων καιρών μας και στις πανουργίες της Ιστορίας. Οι Έλληνες αριστεροί δεν έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε τα εθνικά μας θέματα σαν να είμαστε Λουξεμβούργιοι. Κάτι που παρομοίως, ή και πολύ περισσότερο, ισχύει για το μεταναστευτικό πρόβλημα, του οποίου δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με την ευκολία παλαιότερων εποχών τις όλο και πιο επικίνδυνες αλλά και όλο και περισσότερο μη διαχειρίσιμες διαστάσεις του. Ούτε λόγος πως δεν είναι εύκολο να συνδυαστούν οι εκπηγάζουσες απ’ το ταυτοτικό μας κύτταρο ουμανιστικές προς τους μετανάστες υποχρεώσεις μας, ιδίως τώρα που φουντώνει ο εγχώριος φυλετικός αγριανθρωπισμός του «χρυσαυγητισμού», με το αγαθό της εθνικής ασφάλειας, τις μεταναστευτικές αντοχές του τόπου μας και τα πολλά άλλα παρεπόμενα του προβλήματος. Πρέπει όμως να βρούμε την εφικτή λύση που θα επιτυγχάνει αυτό το συνδυασμό, πριν βρεθούμε μπροστά σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Έχεις, ίσως και καθ’ υπερβολήν, επιμείνει στην καθοριστική σημασία που έχουν για την επιβίωση και την προοπτική ενός έθνους, ενός λαού, η παιδεία και ο πολιτισμός. Ποια η σχέση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας με τους δύο αυτούς εθνικούς-λαϊκούς πυλώνες;
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπως καλά ξέρεις, πορεύτηκε χωρίς συνολική εθνική στρατηγική. Η στρατηγική επιλογή της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου κατέληξε να είναι και υποκατάστατο εθνικής στρατηγικής, για να μην αναφερθούμε και στα συνθηματολογικά και παραπλανητικά πράσινα υποκατάστατα της «αλλαγής» και του «εκσυγχρονισμού». Όπως σε όλα, λοιπόν, δεν είχαμε στρατηγικό προσανατολισμό ούτε στην παιδεία ούτε, πολύ περισσότερο, και στον πολιτισμό, που μετέπεσε σε τουριστικο/φολκλορικού ενδιαφέροντος προϊόν, αν όχι υποπροϊόν, αλλά και ταυτίστηκε με το life style της κατακλυσμιαίας διεθνούς υποκουλτούρας. Γι’ αυτό, κι ενώ πολύ σωστά αρχίσαμε να μετακινούμαστε από συντηρητικά στερεότυπα της πάντοτε προβληματικής εθνική ιδεολογίας μας, που είχε ευτελιστεί και απ’ την χουντική εφταετία, περιοριστήκαμε τελικά σε αμήχανα βήματα επιφανειακών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, για να καταλήξουμε, με κορύφωση τη σημιτική περίοδο, στο ιδεολογηματικό στρατηγικό υποκατάστατο ενός, δήθεν εκσυγχρονιστικού και ευρωπαϊστικού, αποδομητικού αντιελληνοκεντρισμού, ομόρροπου στο βάθος του με τη νεοταξική ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι, εκεί που νομίσαμε ότι αφήσαμε πίσω μας τη «Σκύλλα» του εθνικιστικού αυτισμού και της ελληνοκεντρικής ομφαλοσκοπίας, πέσαμε στη «Χάρυβδη» ενός αστιγματικού και νοσηρού αντιελληνοκεντρισμού, που, υπό προοδευτικοφανή και ενίοτε αριστεροφανή μανδύα, επέτεινε επικινδύνως τη διαλυτική σύγχυση στην παιδεία και στον πολιτισμό, τη στρατηγική τελικά σύγχυση του Ελληνισμού, σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο και ύπουλο σταυροδρόμι των καιρών που ζούμε. Θεωρώντας αυτή τη στρατηγική σύγχυση πιο επικίνδυνη απ’ την οικονομική μας χρεοκοπία, όπως και τα ελλείμματα στην παιδεία και στον πολιτισμό πιο επικίνδυνα απ’ τα οικονομικά ελλείμματα, πιστεύω μετά πάθους στην αναγκαιότητα εθνικής στρατηγικής στην παιδεία και στον πολιτισμό, ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για να μπούμε σε τροχιά αναθεμελιωτικής και ανορθωτικής αναγέννησης του τόπου μας.
Γνωρίζω την αγάπη σου για την μεγάλη μετασολωμική μας παράδοση, παράδοση που δείχνει, με κάποιες ασυνέχειες, να συνεχίζεται σε όλη την λογοτεχνική σφαίρα ως το πραξικόπημα του 1967. Έκτοτε, παρ’ όλη την πληθωρικότητα στο επίπεδο της βιβλιοπαραγωγής (η ευημερία των αριθμών), η ουσία δείχνει να περιορίζεται σταδιακά μέχρι την εμφανή επικράτηση του life style που οι μικροευρωπαίοι επαρχιώτες διανοούμενοι μας επέβαλαν σε αγαστή συνεργασία με τις εκδοτικές βιομηχανίες τυπωμένου χάρτου. Ο Γκράμσι, σχολιάζοντας αντίστοιχα φαινόμενα στον χώρο της ιταλικής λογοτεχνίας, σημείωνε: «Πράγματι, το παρόν δεν έχει μια λογοτεχνία δεμένη με τις πιο βαθιές και στοιχειώδεις αναγκαιότητές του, επειδή η υπάρχουσα λογοτεχνία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δεν είναι συνδεδεμένη με την εθνική-λαϊκή ζωή, αλλά με περιορισμένες ομάδες που είναι αλογόμυγες της εθνικής ζωής». Εσύ τι έχεις να παρατηρήσεις επ’ αυτού.
Τι παραπάνω να παρατηρήσω; Το απόσπασμα του Γκράμσι με την έμφαση στην εθνική-λαϊκή ζωή, μοιάζει να έχει γραφτεί για τη μεταπολιτευτική μας κατάσταση στο χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και της ευρύτερης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι οι δικές σου ενδεικτικές επισημάνσεις: πληθωρικότητα βιβλιοπαραγωγής, επικράτηση του life style, μικροευρωπαϊκός επαρχιωτισμός διανοουμένων και σύμπλευσή τους με τις εκδοτικές βιομηχανίες, δίνουν πολύ εύγλωττα το στίγμα αυτής της κατάστασης. Πέραν όμως των αρνητικών διαπιστώσεων, χωρίς πάντοτε να ξεχνάμε τις «αλογόμυγες της εθνικής ζωής» αλλά και τους μαχητές των εκδοτικών χώρων, που, όχι χωρίς κόστος, αντιστάθηκαν στο γενικότερο κλίμα της πνευματικής και πολιτισμικής υποβάθμισης, πρέπει πολύ να μας απασχολήσουν τα βαθύτερα αίτια αυτού του φαινομένου. Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αν θέλουμε να κινούμαστε πέραν των απλοϊκών εκδοχών της θεώρησης της λογοτεχνικής και της καλλιτεχνικής, ευρύτερα, δημιουργίας ως μηχανιστικής αντανάκλασης της πραγματικότητας. Δεν θα κάνω όμως εδώ νύξη για τα αίτια αυτά, απολύτως συναρτημένα με την όλη πολιτιστική κρίση και πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, γιατί μια όποια περιληπτική, κατ’ ανάγκην, αναφορά μου θα ήταν προβληματικά ελλιπής.
Προεκτείνοντας την προηγούμενή μου ερώτηση, θα έλεγα ότι δεν αποτελεί υποκειμενική διαπίστωση το γεγονός ότι μεταπολιτευτικά ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης προοδευτικής διανόησης ενέδωσε στις σειρήνες της Αλλαγής, εντάχθηκε στο κράτος και τους κυρίαρχους μηχανισμούς, πρωτοστάτησε στην αποδόμηση του εθνικού-λαϊκού χαρακτήρα του πολιτισμού μας, συνεργάστηκε με τον εκσυγχρονισμό της ρεμούλας, τροφοδότησε τον ιστορικό αναθεωρητισμό και συμπαρατάχθηκε κατά πλειοψηφία με αυτούς που μέσω του σχεδίου Ανάν προετοίμαζαν το τέλος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σήμερα υπό συνθήκες βαθύτερης ακόμα κρίσης με υπογεγραμμένα τα τρία ελληνικά σχέδια Ανάν, που φέρουν τον απρόσωπο τίτλο Μνημόνιο Α΄, Μνημόνιο Β΄ και Μνημόνιο Γ΄, δεν χρειάζεται να κάνεις ιδιαίτερη έρευνα για να διαπιστώσεις την εκκωφαντική σιωπή των περισσότερων διανοουμένων, καλλιτεχνών, κ.ά. που μένουν βουβοί και αμέτοχοι στην συντελούμενη τραγωδία, για να μην αναφερθώ στους όχι λίγους, που ντροπαλά ή απροκάλυπτα αποτελούν από την πρώτη στιγμή τμήμα του μνημονιακού μπλοκ. Αλήθεια, τι έχει συντελεστεί ώστε, παραφράζοντας τον στίχο του Σικελιανού, να μπορεί να πει κανείς: Σε αυτό το τροϊκανής κατασκευής φέρετρο ακουμπούν πλείστοι των λεγόμενων προοδευτικών διανοουμένων;
Ως αυθεντικός γκραμσιανός ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα μας τη βαρύνουσα σημασία του θέματος που θίγεις. Γιατί, οι ευθύνες της μεταπολιτευτικής οργανικής διανόησης για την τελική της έκβαση, τη χρεοκοπία μας δηλαδή, είναι τεράστιες. Τα όσα διαπιστωτικά συμπυκνώνεις, το επιβεβαιώνουν. Γιατί, όπως αυτά δείχνουν, δεν υπήρξε κρίσιμο ζήτημα που αυτή η παράξενη συγχορδία διανοουμένων δεν βγήκε στα κεραμίδια, με συγκεκριμένου πάντοτε ιδεολογικού στίγματος θέσεις αλλά και ως εισαγγελείς του «ορθού», ενοχοποιώντας κάθε αντίθετη άποψη ως εθνικιστική, αντιεκσυγχρονιστική, αντιευρωπαϊκή κι άλλα τέτοια παρόμοια. Για τα πώς και γιατί της ενσωμάτωσής τους στο μεταπολιτευτικό σύστημα εξουσίας, καθόλου άσχετης από την παχυλή σίτισή τους στο πρυτανείο της Μεταπολίτευσης, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Κι ο Γκράμσι εδώ, με τις αναλύσεις του για τους οργανικούς διανοουμένους, μας είναι υπερπολύτιμος. Με ενδιαφέρει όμως πολύ και η άλλη πλευρά, αυτή που είχε άλλες απόψεις απ’ την οργανική μεταπολιτευτική διανόηση. Αυτή πώς και δεν εκφράστηκε δυναμικά, πώς δεν αντιστάθηκε; Πώς δεν σήκωσε κεφάλι εναντίον της «ηγεμονίας» της οργανικής διανόησης; Η απάντηση σ’ αυτά δεν μπορεί να αποσυνδεθεί απ’ τα βαθύτερα αίτια της συνολικής πορείας της Μεταπολίτευσης, την προϊούσα πολιτιστική κρίση, τη στρατηγική σύγχυση της ίδιας της Μεταπολιτευτικής Αριστεράς, που δεν έβαλε απέναντί της την οργανική διανόηση, αλλά και τη στρατηγική αμηχανία της ίδιας της άλλης πλευράς, που δεν μπόρεσε, πατώντας στη μεγάλη πνευματική μας παράδοση, να αναδείξει πόσο κίβδηλα και πλαστά ήταν τα «χαρτιά» αυτής της θορυβώδους μεταπολιτευτικής οργανικής διανόησης.
Τρία θεμελιακά προαπαιτούμενα για τη Ριζοσπαστική Αριστερά
Η συνολική κατάσταση, αλλά και η εκλογική και μετεκλογική συγκυρία ανέδειξε ως μείζονα τα προβλήματα της συγκρότησης ενός νέου κοινωνικού μπλοκ και ενός νέου αριστερού πολιτικού φορέα. Πώς αλήθεια φαντάζεσαι ένα τέτοιο μπλοκ, αλλά και ένα νέο φορέα; Σε ποιο αξιακό πλαίσιο θα πρέπει να στηριχτούν, ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να εκφράζουν και πώς οργανωτικοπολιτικά θα διαμορφώσουν ένα πλαίσιο που δεν θα αποσυμπλέκει την πολιτική από την ηθική και τις δημοκρατικές διαδικασίες, δίνοντάς τους νομιμοποιητική βάση και νέα πνοή στο να επιδιώξουν την ηγεμονία στο ευρύτερο πατριωτικό-δημοκρατικό μέτωπο;
Εδώ πια είμαστε στο πολύ δύσκολο «δια ταύτα», στο τι κάνουμε για να βγούμε απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι που «πέσαμε». Κι είναι πολύ πέραν της εκλογικής και μετεκλογικής συγκυρίας οι λόγοι συγκρότησης ενός εθνικού πολιτικο/κοινωνικού μπλοκ εξουσίας, που θα επωμιστεί την ευθύνη να μας βγάλει απ’ τα ασφυκτικά αδιέξοδά μας, καθώς ορίζονται από τα βαθύτερα αίτια της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας και την οριακή κατάσταση της κοινωνίας μας και της εθνικής μας συλλογικότητας. Το τονίζω, γιατί μοιάζει να μη πολυκαταλαβαίνουμε τι αδήριτες αναγκαιότητες προδιαγράφουν το χαρακτήρα αυτού του νέου πολιτικού φορέα και ιεραρχούν αμείλικτα τις προτεραιότητές του. Κι η Ριζοσπαστική Αριστερά, που πάνω τους ακουμπάει η ιδρυτική συγκρότησή του, δεν θα κριθεί κατά τας αριστεράς γραφάς, αλλά με τα αδυσώπητα μέτρα της ιστορικής ευθύνης τού να ηγηθεί του ελληνικού λαού στην πορεία του προς μετατροϊκανό ξέφωτο. Να, λοιπόν, που πάλι το μπελαλίδικο «εθνικό», ιστορικο/κοινωνικά προσδιοριζόμενο προφανώς, ξαναμπλέκει στα πόδια μας και στις ιεραρχήσεις των προτεραιοτήτων μας. Κι είναι εδώ ακριβώς που χρειάζεται να διδαχτούμε απ’ τη σοφία του Γληνού στο Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ. Με συνείδηση, πάντοτε, των αναγκαιοτήτων και των προτεραιοτήτων, η δική μας Ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να συγκροτήσει την ιδεολογικά πλουραλιστική πολιτική της ενότητα, που θα είναι και η βάση ενός πανεθνικού λαϊκού κινήματος, σε τρία θεμελιακά προαπαιτούμενα: Το πρώτο είναι ο πατριωτισμός, ο εαμικού χαρακτήρα πατριωτισμός, με τις τέσσερεις εναρμονιζόμενες διαστάσεις του: την πολιτιστική (ελληνικότητα), τη διεθνιστική, τη δημοκρατική και την ουμανιστική, που έχει στον πυρήνα του τον δημοκρατικό πατριωτισμό του Ρήγα. Το δεύτερο είναι η δημοκρατία ως αξία, μέσο και σκοπός, χωρίς την οποία ούτε τα άτομα αναδεικνύονται δρώντα υποκείμενα της ιστορίας τους ούτε και τα πολιτικά ή άλλα σύνολα δρώντα συλλογικά υποκείμενα της ιστορίας τους. Το τρίτο, τέλος, προαπαιτούμενο είναι ο ριζοσπαστισμός, που αναπέμπει αμεσότερα στις ταυτοτικές αξίες της ίδιας της Αριστεράς, όπως η ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη και οι τομές που απελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Κι αυτά, ως θεμελιακά προαπαιτούμενα πάντοτε, φτάνουν και περισσεύουν για να υπάρξει, με άξονα τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το εαμικής έμπνευσης νέο λαϊκό κίνημα, που θα βάλει τον τόπο μας σε αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική τροχιά, βγάζοντάς τον απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι.
Είναι σε θέση ο υπαρκτός ΣΥΡΙΖΑ να σηκώσει εν μέσω των ερειπίων το δυσβάστακτο αυτό φορτίο, χωρίς να αναιρεθεί η αριστερή του ταυτότητα; Ποια λάθη δεν πρέπει να επαναλάβει η νέα, υπό διαμόρφωση, μάχιμη, ριζοσπαστική-δημοκρατική Αριστερά;
Ίσως πιο μεγάλο κι απ’ αυτό το δυσβάσταχτο φορτίο πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι οι εγγενείς του αδυναμίες, που πια πρέπει να τις αντιμετωπίσει, επαυξημένες μάλιστα, υπό ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, αφού δεν το έκανε όταν είχε τη χρονική άνεση. Κι όπως καλά ξέρεις, οι εγγενείς αδυναμίες στην Αριστερά πολύ συχνά παίρνουν διαστάσεις ανίατων ασθενειών. Θέλω να ελπίζω, για να μην πω ότι αυτοεκβιάζομαι να ελπίζω, πως η ενοποιητική διαδικασία θα εξαλείψει ή έστω θα περιστείλει τις μείζονες απ’ αυτές τις αδυναμίες του, και πως η κρισιμότητα των στιγμών θα αποτρέψει το άνοιγμα του κουτιού της αριστερής Πανδώρας, έτσι ώστε να μπορέσει τελικά να σηκώσει το δυσβάσταχτο φορτίο της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας. Ούτε όμως στο ποιες είναι αυτές οι αδυναμίες θα αναφερθώ ούτε και στα λάθη που δεν πρέπει να επαναλάβει. Τα όσα έχω ήδη πει, νομίζω πως απαντούν, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, και σε αυτά. Θα τονίσω όμως για μια ακόμα φορά πως η αριστεροσύνη του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί, όπως συνέβη και με την εαμική Αριστερά, απ’ το αν, σ’ αυτή την πολύ οριακή φάση της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας, θα ανταποκριθεί στις εθνικές του ευθύνες.