Πρώτα η ερμηνεία

Προέχει μια ερμηνεία του φαινόμενου. Γιατί δηλαδή εκδηλώνονται και εκφράζονται με τέτοιο τρόπο οι διαθέσεις διευρυμένων στρωμάτων του λαού στις πιο διαφορετικές περιπτώσεις. Χωρίς κάποιες τέτοιες εξηγήσεις, ο λαϊκισμός θα αντιμετωπίζεται ως νόθευση μιας ανύπαρκτης κανονικότητας, μια παρέκκλιση από κάποιο γνήσιο, σωστό ή ανεκτό τρόπο ή ένα μοντέλο για την πολιτική θεωρία. Υπάρχουν εδώ αρκετά να σημειωθούν.

Πρώτον, ο Ιταλός συγγραφέας Κάρλο Φορμέντι αναφέρει: «Οι αντιστάσεις, δηλαδή η επανεκκίνηση της ταξικής πάλης από τα κάτω, κατέληξε να παίρνει συχνά την πολιτική μορφή του λαϊκισμού (εμείς/αυτοί, λαός/ελίτ, κάτω/πάνω, πλούσιοι/φτωχοί, κ.λπ.). Η αποδόμηση του κοινωνικού σώματος, την οποία προκάλεσε η καπιταλιστική ανασυγκρότηση, συνετέλεσε ώστε το υποκείμενο των αγώνων να πάρει τη μορφή μιας εγκάρσιας συγκέντρωσης από διαφορετικά ταξικά στρώματα. Υποστηρίζω λοιπόν πως ο λαϊκισμός είναι η μορφή που παίρνει η ταξική πάλη στη φάση της κρίσης του χρηματιστικοποιημένου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, γεγονός που ισχύει ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό χαρακτηρισμό των λαϊκιστικών κινημάτων είτε αριστερών είτε δεξιών».

«Ο λαϊκισμός είναι η μορφή που παίρνει η ταξική πάλη στη φάση της κρίσης του χρηματιστικοποιημένου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, γεγονός που ισχύει ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό χαρακτηρισμό των λαϊκιστικών κινημάτων είτε αριστερών είτε δεξιών»

Δεύτερον, ζούμε σε συνθήκες ΤΙΝΑ («Δεν υπάρχει εναλλακτική») και αυτές αποτελούν τη μεγάλη εικόνα. Δεν είναι λοιπόν παράλογο, η πολιτική να αποκτά κυρίως το χαρακτήρα έκφρασης της αυξημένης δυσαρέσκειας, να οργανώνεται πρωτίστως στη βάση της τιμωρίας και να αξιοποιείται ως φρένο με τα όποια ψήγματα πλαστής ή μη ελπίδας που απομένουν. Θα ήταν λάθος να σνομπάρουμε και να αρνηθούμε αυτή τη διάσταση. Θα ήταν δείγμα ψυχικής και νοητικής απομάκρυνσης από την όποια εκδοχή του «λαϊκού». Θα υποτιμούσαμε την απόγνωση που μεγαλώνει και το επείγον κάποιων απαντήσεων. Θα προϋπέθετε ότι εφευρίσκουμε –εδώ και τώρα– κάποιο άλλο είδος ανθρώπων, απαίτηση μηχανιστική αλλά και επικίνδυνη. Και είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ριζοσπαστικής και αριστερής σκέψης παρήγαγε πολιτική με αναφορά σε έναν λαό της φαντασίας της, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του εαυτού της, στρωμάτων μάλλον ανώτερων, σχετικά «μορφωμένων» και σίγουρα πιο τυχερών.

Τρίτον, θα μπορούσε να αναφερθεί η φθορά και η κατάρρευση των ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων περασμένων δεκαετιών. Η ανυπαρξία ενός κομμουνιστικού κινήματος ή η πλήρης προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάποιες λεπτομέρειες. Γιατί έτσι οι ταυτότητες καταλήγουν περισσότερο ρευστές και ανοιχτές. Τόσο σε σχέση με τα «μανιφέστα» και τις «σημαίες», δηλαδή τα περιεχόμενα, όσο και στον τρόπο με τον οποίο αυτά παρακινούν και δεσμεύουν εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Δεν υπάρχει σήμερα ένας προοδευτικός πόλος με τη συνείδηση ότι διεξάγει μια παγκόσμια μάχη. Δεν υπάρχει μια απειλή για το υπαρκτό σύστημα που να μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί από συγκεκριμένους στόχους, στρατηγικές, ιδεολογία, θεωρία, οράματα, τακτικές. Είναι λοιπόν τουλάχιστον προβληματικές οι αναφορές του τύπου «εμείς οι κομμουνιστές» ή οι σχεδιασμοί «να ενωθεί η αριστερά» σαν κάτι πολύ σημαντικό και κρίσιμο. Και βέβαια, πέρα από την ανάγκη για νέες νοηματοδοτήσεις –ζήτημα πρακτικό και θεωρητικό-–υπάρχει και ένα πιο πεζό ζήτημα: Η πλήρης αναξιοπιστία των διαφόρων αριστερών προτάσεων. Και όχι μόνο αυτών των οποίων οι φορείς κατέληξαν κατοικίδια του συστήματος. Εκτός κι αν τα πράγματα προχωρούν όταν οι μάζες ανακαλύψουν τη σωστή και ολοκληρωμένη πλατφόρμα κάποιων επιτελείων.

Και κάτι τελευταίο. Το εάν όλη αυτή η ετερογένεια, η πληθυντικότητα, οι στιγμές συνύπαρξης (99%) συνιστούν και μια σιωπηρή και υπόγεια αυτοκριτική ή και έναν νέο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε τους «μηχανισμούς» αλλαγής της κοινωνίας, αυτό είναι ένα δυσκολότερο ζήτημα για προβληματισμό.

Ρήγματα και «ρήγματα»

Μια καταρχήν στάση που να αναγνωρίζει το «δίκαιο» αυτών των αμφισβητήσεων είναι αναγκαία. Εδώ τα μισόλογα, όταν δεν είναι εκ του πονηρού, δε βοηθούν. Το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης αναγνωρίζεται σήμερα ως υπεύθυνο κι αυτό είναι γεγονός τεράστιας σημασίας. Η πλήρης εναντίωση στους πολιτικούς εκφραστές του, είναι εκ των ων ουκ άνευ για οποιαδήποτε περαιτέρω σκέψη. Η αλλαγή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η μεταστροφή της κοινής γνώμης, η λαϊκιστική της έκφραση αποτελούν το έδαφος για να ανθήσει μια μεγάλη ποικιλία φαινομένων και πολιτικών. Δεν υπάρχει ίχνος ριζοσπαστισμού –φιλοσοφικά, ιδεολογικά και πρακτικά– στην αντίληψη ότι θα μπορούσαμε να συμφιλιωθούμε με τις ηγέτιδες και κυρίαρχες δυνάμεις στην καταδίκη του λαϊκισμού έτσι ώστε να αποφύγουμε τα «χειρότερα». Δε γίνεται στα πλαίσια των μπερδεμένων και μη καθαρών στοχεύσεων αυτής της λαϊκής θέλησης να συντασσόμαστε με την αντιλαϊκιστική υστερία. Εκτός κι αν δεν αναγνωρίζουμε καν την έννοια «κυρίαρχες δυνάμεις» και «βασικοί σχεδιασμοί». Εκτός κι αν αρνούμαστε την προτεραιότητα της πολιτικής στην αλλαγή των πραγμάτων. Εκτός κι αν δε βλέπουμε τη συμπληρωματικότητα που προς το παρόν έχουν τα «υπαρκτά» με τα «χειρότερα».

Για όσους ανησυχούν ότι γίνονται όλα «ίσωμα» μπορούμε κάλλιστα να δεχτούμε ότι όντως υπάρχει αριστερός και δεξιός λαϊκισμός. Όμως η αναγνώριση του ενός και του άλλου δεν περνά μέσα από κριτήρια και φίλτρα περασμένων εποχών

Το ότι μέσα σε κάθε λαϊκιστική εκδήλωση μπορεί –όχι εύκολα– να αναγνωριστεί ένα ιδιαίτερο πρόσημο και χρώμα είναι σωστό. Όπως και το ότι μπορούν διαφορετικές και αντιφατικές «ψυχούλες» να συνυπάρχουν για μια ορισμένη περίοδο. Αλλιώς τι νόημα έχει το να λέμε και να ξαναλέμε από τη μια ότι ζούμε σε πρωτόγνωρες εποχές μετάβασης, ρευστότητας και κυοφορίας και από την άλλη να θέλουμε να χωρέσουμε τα πάντα σε προηγούμενα σχήματα; Για όσους ανησυχούν ότι γίνονται όλα «ίσωμα» μπορούμε κάλλιστα να δεχτούμε ότι όντως υπάρχει αριστερός και δεξιός λαϊκισμός. Όμως η αναγνώριση του ενός και του άλλου δεν περνά μέσα από κριτήρια και φίλτρα περασμένων εποχών. Η αριστερά και η αριστερή πολιτική δεν είναι ένα άθροισμα αιτημάτων για πάσα χρήση αλλά δυνατότητα να εκφραστούν και να προχωρήσουν συγκρούσεις. Είναι η έγνοια να μιλά και να δρα διαρκώς ο λαός αντί της στεγανοποίησης των πολιτικών διαδικασιών και την ανάθεση σε ηγέτες και σε ικανά επιτελεία. Είναι το να κατανοείται το κάθε φορά επίδικο της αντιπαράθεσης μαζί και τα αποτελέσματά της. Γιατί μια αριστερά που δε θα προκαλεί κανένα πρόβλημα σε αυτόν που η ίδια έχει θέσει ως αντίπαλο είναι κάπως αστεία. Παραδείγματα περί αυτού υπάρχουν μπόλικα και η συζήτηση για τα περιβόητα συλλαλητήρια θα μπορούσε να αποδειχτεί ιδιαιτέρως γόνιμη. Ομοίως το γεγονός ότι ακόμα και όσοι αναφέρονται στη λαϊκή δυναμική, με πρόσφατο το παράδειγμα της Ιταλίας, δεν έκαναν καν το βήμα μιας προσφυγής σε αυτήν την ώρα που τα πραξικοπήματα εμπέδωναν νέες καταστάσεις. Δείγμα εγκλωβισμού και σεβασμού των κανόνων του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, που συνυπάρχει μια χαρά με φιλολαϊκές διακηρύξεις. Ζούμε άλλωστε στο 2018 και όχι στο 2010. Η μελέτη όχι μόνο της ανόδου αλλά και των τρόπων ξεδοντιάσματος ενδιαφέροντων εγχειρημάτων είναι ζήτημα καίριας σημασίας.

Υπάρχουν λοιπόν ρήγματα και «ρήγματα». Όχι ως προς την πραγματική τους ύπαρξη. Αλλά σε σχέση με τις ποιότητες και τις δυνάμεις που τα γεννούν, τις κατευθύνσεις προς τις οποίες διευρύνονται, τις εκρήξεις και τις αναστατώσεις που παράγουν, τους χώρους που δημιουργούν στην εξέλιξή τους. Έχει σημασία να αντιμετωπίζεται η κάθε περίπτωση στις ιδιαιτερότητές της. Δεν είναι το ίδιο πράγμα ο Τραμπ, η Καταλωνία, οι Πέντε Αστέρες, η Ελλάδα, η Λ. Αμερική, η Λεπέν, το Brexit. Όχι μόνο ως προς το μη ενιαίο του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού κόσμου –ας πούμε κάπως καταχρηστικά τη σφαίρα του «αντικειμενικού» και των «μεγεθών»– αλλά και γιατί τα «υποκείμενα» που παίζουν ρόλους έχουν τη δικιά τους ιστορία, συγκρότηση και ιδιοσυστασία σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, είναι κρίσιμο ζήτημα το εάν στην Ελλάδα η διαχείριση του προβλήματος περνά κυρίως μέσα από μια κεντροαριστερής κοπής πολιτική ή μέσα από την ακροδεξιά. Είναι σημαντικό να δούμε το ρόλο που παίζουν σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές παραδόσεις, τα εποικοδομήματα, οι ιστορικές και πρόσφατες εμπειρίες ενός λαού, τα βαθύτερα φορτία του.

Πολιτικά κενά και κοινωνικό τοπίο

Τα κενά δεν αφορούν μονάχα το πολιτικό και τους πολιτικούς στόχους. Γιατί ο αγώνας για την κάλυψή τους διαμορφώνει ένα ανάλογο κοινωνικό τοπίο. Αν στα ερείπια τού –κατ’ όνομα φιλελεύθερου– νεοφιλελευθερισμού ανθίζει ο φασισμός, αυτό δε σημαίνει αυτόματα ότι η πιθανή άρση του θα εκμηδενίσει και τους κάθε είδους εκφασισμούς. Ούτε ο αναγωγισμός, ούτε ο οικονομισμός μάς βοηθά εδώ. Άλλωστε, δεν είναι όλα τόσο ελεγχόμενα. Συμπεριφορές, αντιλήψεις αλλά και κινήματα κάθε τύπου -δηλαδή και αντιδραστικά- διαμορφώνουν τις δικές τους δυναμικές και συμμετέχουν ξανά και ξανά στην πολιτική και τους συσχετισμούς.

Η αντιλαϊκιστική υστερία επιτελεί όμως και έναν ακόμα ύπουλο και επικίνδυνο ρόλο. Δημιουργεί και επεκτείνει διχασμούς, παράγει πολώσεις και στρατοπεδεύσεις εντός του κοινωνικού σώματος. Γιατί πρέπει πάση θυσία να αποφευχθούν ορισμένες συναντήσεις που δυνητικά θα αποτελούσαν απειλή

Γιατί φασίστας σαφώς δε γεννιέσαι. Ούτε είσαι εθνικιστής αν διαδηλώνεις για την Μακεδονία. Κάλλιστα όμως μπορεί να γίνεις. Και αυτό είναι πρόβλημα. Μα το ερώτημα είναι ποια πολιτική ευνοεί αυτή τη διεργασία. Όχι μόνο ως προς το έδαφος –η φτώχεια όντως θρέφει αλλά επ’ ουδενί δεν παράγει τον φασισμό. Όχι μόνο στην αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων: «Μα αυτοί που καταστρέφουν τη χώρα μιλούν για ακροδεξιά;». Αλλά και εν μέσω αδιαφορίας για πραγματικά ανταγωνιστικούς στόχους και ανάλογη παρέμβαση που θα μπορούσε να τραβήξει προς τ’ αλλού τα πράγματα. Γιατί σήμερα, ζούμε τον παραλογισμό τού να καταγράφεται ως λύση ή ακόμα χειρότερα και ως αριστερό αποτύπωμα η παραγγελιά του ΝΑΤΟ για το Μακεδονικό. Γιατί αν έχει καταντήσει ο ριζοσπαστισμός να εξαντλείται στον αντιφασισμό, ε τότε υπάρχει σοβαρή μυωπία. Αν ο καλός λαϊκισμός είναι οι μνημονιάρες του ΣΥΡΙΖΑ και ο κακός ο ετερόκλητος όχλος του Μακεδονικού, επίσης. Αν εξ’ ορισμού ο Μπουτάρης –και όσα εκφράζει– είναι πιο συμπαθής από τον Πατούλη πάλι εξαφανίζεται η μεγάλη εικόνα. Μα και στα «δικά μας», η αναφορά στην επανάσταση, την ανατροπή, τον κομμουνισμό, την αναρχία κ.ο.κ όχι μόνο δεν εμπόδισε ασχήμιες αλλά ενίοτε γέννησε και κοινωνικές φιγούρες που ταίριαζαν μια χαρά στην καθεστηκυία τάξη. Παρά -ή και εξ’ αιτίας- τού κατ’ όνομα προοδευτισμού και εναλλακτισμού τους. Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.

Η αντιλαϊκιστική υστερία επιτελεί όμως και έναν ακόμα ύπουλο και επικίνδυνο ρόλο. Δημιουργεί και επεκτείνει διχασμούς, παράγει πολώσεις και στρατοπεδεύσεις εντός του κοινωνικού σώματος. Γιατί πρέπει πάση θυσία να αποφευχθούν ορισμένες συναντήσεις που δυνητικά θα αποτελούσαν απειλή. Ο κοσμοπολίτης και μορφωμένος νέος δεν πρέπει να συναντηθεί μ’ έναν πληβείο συνομίληκό του. Κάποια κοινωνικά μεσοστρώματα δεν μπορούν να αποδεχτούν φιγούρες πιο «πρωτόγονες». Λες και είναι θέμα στυλ. Καθόλου λοιπόν τυχαίο δεν είναι το πρόθεμα «εθνό-». Αν τα φτωχότερα στρώματα έχουν μια στενότερη σχέση με την πατρίδα, τον τόπο και τις ρίζες τους, αυτό πρέπει να εμφανιστεί ως καθυστερημένος εθνικισμός. Απωθητικός σε άλλες κοινωνικές ομάδες περισσότερο κινητικές και σε μεγαλύτερη σχέση με ενός τύπου διανοητικές ικανότητες. Ας κρατήσει ο καθένας όσες ενστάσεις θέλει, μα είναι καλό να σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω όταν ο Μανόλης Γλέζος ή ο Μίκης Θεοδωράκης μιλούν για την ανάγκη εθνικής ενότητας. Μάλλον κάτι άλλο έχουν στο μυαλό του και όχι τη συμφιλίωση με τους «κακούς» που τόσο εύκολα καταγγέλλεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!