του Γιώργου Σιώζου
Καταμεσήμερο. Ώρα 2 το μεσημέρι.
Μετά το φαγητό, η επιθυμία ενός καφέ έντονη.
Καταφεύγω σε μια καφετέρια.
Ένας συμπαθής νεαρός σερβιτόρος, με πλησιάζει και με ένα χαμόγελο με καλησπερίζει, ρωτώντας με παράλληλα τί θα πάρω.
Τον κοιτάζω απορημένος και τον ρωτάω, εάν φύγω σε μία ώρα θα μου πει καληνύχτα;
Σαστίζει, καταλαβαίνω ότι νιώθει αμήχανα, μπορεί και να σκέφτεται ότι έχει μπλέξει με κάποιον περίεργο «κωλόγερο».
Δράττομαι της ευκαιρίας και τον ρωτάω εάν γνωρίζει τί σημαίνει εσπέρας, εσπερινός, όχι εσπερία και αποσπερίτης δεν τον ρώτησα.
Συνέρχεται από την στιγμιαία αμηχανία, μου δηλώνει πως δεν ξέρει τί σημαίνει εσπέρας -από το ύφος του καταλαβαίνω ότι δεν τον ενδιαφέρει που το αγνοεί, αλλά ούτε και νοιάζεται να το γνωρίζει – και μου σκάει το «μυστικό».
Στα «σεμινάρια» που κάνανε για την άσκηση του επαγγέλματός τους, τους «δίδαξαν», πως από τις 12 το μεσημέρι και μετά, θα πρέπει να απευθύνονται στους πελάτες, λέγοντάς τους Καλησπέρα!!!
Κούνησα με συγκατάβαση το κεφάλι, παράγγειλα καφέ, σκεπτόμενος ότι ο νεαρός ακολουθεί με «θρησκευτική» ευλάβεια, τις «Ντιρεκτίβες» κάποιων σύγχρονων «Γκουρού» του Marketing.
Συνειρμικά μου ήρθε στη σκέψη, ένα περιστατικό που μου συνέβη πριν ένα χρόνο περίπου.
Τηλεφωνώ σε ένα αντίστοιχο κατάστημα μεγάλης αλυσίδας, τους λέω την παραγγελία μου και την διεύθυνσή μου, που είναι Φιλικής Εταιρείας.
Και η τηλεφωνήτρια, προκειμένου να επιβεβαιώσει την διεύθυνση με ρωτάει:
Ποια Εταιρεία είπατε;
Με δυσκολία συγκράτησα το τηλέφωνο.
Επανέλαβα την Εταιρεία πληροφορώντας την, πως πρόκειται για Εταιρεία Περιορισμένη Ευθύνης. Σχεδόν Ανύπαρκτης.
Έρχεται ο καφές πίνω μια ρουφιξιά, ενώ απολαμβάνω ηδονικά, τις δύο πρώτες «τζούρες» του τσιγάρου.
Προσπαθώ να απομονωθώ από την «βουή του πλήθους» που επικρατεί στην αίθουσα, για να συνεχίσω την ανάγνωση ενός βιβλίου, αλλά στάθηκε αδύνατον.
Με βλέμμα απλανές, παρακολουθώ την συνεχή ροή των αυτοκινήτων που διέρχονται της λεωφόρου, ώσπου η καύτρα του τσιγάρου με επαναφέρει στην «Τάξη» της πολύβουης αιθούσης.
Ενεργοποιείται ασυναίσθητα η ακοή μου και η ματιά μου περιφέρεται διερευνητικά, στους θαμώνες του καταστήματος.
Στο διπλανό τραπέζι τρεις άρρενες, δύο μεσήλικες και ένας μεγαλύτερης ηλικίας, που η σωματική τους διάπλαση πιστοποιεί ότι έχουν πάρει εδώ και πολλά χρόνια «διαζύγιο» όχι μόνον με την γυμναστική αλλά και με την όποια αθλητική δραστηριότητα, συζητούν για τις εξελίξεις στην ομάδα Μπάσκετ του Παναθηναϊκού.
Προβληματίζονται σφόδρα, για το μέλλον της ομάδος μετά τον θάνατο και του αδελφού του Προέδρου του, Γιαννακόπουλου.
Εκφράζουν έντονες αμφιβολίες για τις ικανότητες του υιού Γιαννακόπουλου, που τους διαδέχεται στην Προεδρία.
Σύννεφα σκιάζουν τα μάτια τους, καθώς και το μέλλον της ομάδος.
Την κατήφεια διακόπτει ο γηραιότερος της παρέας, ρωτώντας την ομήγυρη εάν το Brexit θα επηρεάσει τους αγώνες της Champions League.
Πλέον η συζήτηση, αποκτά Ευρωπαϊκή διάσταση.
Εμένα ως φιλάθλου του Πανιωνίου, η κατάσταση στον Παναθηναϊκό δεν με αφορά, αλλά με «προβληματίζουν» οι επιπτώσεις του Brexit, στους αγώνες του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.
Ακριβώς πίσω μου μια άλλη παρέα, αναπτύσσει τις απόψεις της για το ποδόσφαιρο.
Τονίζουν την ανάγκη της πρόσκλησης ξένων διαιτητών, για την ομαλή διεξαγωγή του πρωταθλήματος.
Ξένη διαιτησία γενικώς, ακόμη και στο ποδόσφαιρο.
Κάποιος άλλος εκθειάζει την «Μαγκιά» του Κούγια ως δικηγόρου και ως Προέδρου της ΑΕΛ.
Ποιος σας είπε, ότι μας λείπουν τα κοινωνικά Πρότυπα.
Λίγο πιο μπροστά, νεαρές δεσποινίδες αφοσιωμένες στα κινητά τους, διαβάζουν και πληκτρολογούν μηνύματα.
Δεν ανταλλάσουν ούτε μιλιά, αλλά ούτε και ένα βλέμμα μεταξύ τους.
Και η λαϊκή τοιχογραφία συμπληρώνεται με μια μαμά, που έχει στραμμένη την προσοχή της, στην οθόνη της τηλεόρασης.
Η Τατιάνα, επιδίδεται σε «Κοινωνιολογικές» αναλύσεις.
Πού και πού όμως, απευθύνεται στη μικρή κόρη της και της συνιστά, να καθίσει φρόνιμα.