Μια χώρα γυμνή απέναντι σε μια σειρά απειλές – «φυσικές», εθνικές, οικονομικές. Μια κοινωνία που συνειδητοποιεί κάθε φορά από την αρχή πως είναι μόνη της απέναντι σε κάθε δυσκολία, και ότι πρέπει με ό,τι έχει και ό,τι της λείπει να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Ένα κράτος και ένα πολιτικό προσωπικό χρεοκοπημένο, πολιτικά, οικονομικά, και κυρίως ηθικά, που ενώ διατηρεί όλα τα αυταρχικά, συγκεντρωτικά, κατασταλτικά και φοροεισπρακτικά του χαρακτηριστικά, αποποιείται εμφατικά κάθε κοινωνικής του ευθύνης, πέραν των έκτακτων επιδομάτων.
Δυο χρόνια πανδημίας, με χιλιάδες νεκρούς, με την κοινωνία κλειστή και αποδιοργανωμένη, με το κράτος να επιβάλει ως δόγμα την ατομική ευθύνη και να προωθεί με χειρουργική ακρίβεια το κοινωνικό κατακερματισμό και τους τεχνητούς εμφύλιους, για να επιβάλει ευκολότερα ένα καθεστώς ιδιότυπου κοινωνικού απαρτχάιντ με υγειονομικό μανδύα. Και πλάι στην πανδημία μια σειρά φυσικών φαινομένων που μετατρέπονται σε καταστροφές, από την περσινή Μήδεια έως τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τον χιονιά των τελευταίων ημερών, που βαφτίζονται πρωτοφανή φαινόμενα αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, που το κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει και θα πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε με αυτά. Και στο φόντο όλων αυτών, η πολλαπλή κρίση, που άρχισε να δείχνει τα δόντια της τόσο με την ενεργειακή ανασφάλεια και την αύξηση των τιμών της ενέργειας που συμπαρασύρει τις τιμές και άλλων αγαθών, όσο και με τα τύμπανα πολέμου που ηχούν όλο και πιο δυνατά στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Υπόκωφη οργή
Μέσα στο περιβάλλον αυτό ολοένα και μεγαλώνει η κοινωνική δυσαρέσκεια. Αντανακλαστική αντίδραση, ενός κόσμου που έχει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τον φόβο της πανδημίας, την ταλαιπωρία στην ουρά για ένα ράπιντ τεστ, τον εξωφρενικά φουσκωμένο λογαριασμό ρεύματος, το κομμένο ρεύμα μετά από μια χιονόπτωση, τον εγκλωβισμό στον πιο «σύγχρονο» και ακριβοπληρωμένο δρόμο της χώρας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, πρέπει να ανεχτεί και το μπούλινγκ από τα ΜΜΕ, τους πολιτικούς και προσφάτως τους «επιστήμονες», πως φταίει η δική του αδιαφορία, η δική του ατομική ευθύνη για όλα του τα δεινά. Να ανεχτεί και τα κροκοδείλια δάκρυα, τις υποκριτικές συγνώμες και το μπαλάκι ευθυνών των κυβερνόντων.
Κάποιες φορές η οργή είναι βουβή ή υπόκωφη, φαίνεται στο βλέμμα ή τις ιδιωτικές συζητήσεις. Άλλες φορές βρίσκει τους δικούς της δρόμους έκφρασης, με όποια μέσα έχει στα χέρια της, γίνεται στιχάκι, και το «Μητσοτάκη Γ…..σαι» τρεντάρει στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ όταν η αντιπολίτευση σπεύδει να καρπωθεί αυτή την οργή, έρχεται το λαϊκό «κι εσύ γ…..σαι Τσίπρα» να δώσει τις απαντήσεις του, δείχνοντας πως ο θυμός αυτός δεν μπορεί να χωρέσει στα προγράμματα και την κλασική πολιτική αντιπροσώπευση τόσο των μεγάλων όσο και των μικρότερων κομμάτων.
Όλο και πιο σπάνια βέβαια τα παραπάνω μετασχηματίζεται σε κάποια διεκδίκηση από το κράτος. Φάνηκε και στην πρόσφατη κακοκαιρία, όπου κανείς δεν περίμενε από το κράτος κάτι καλύτερο, είτε γιατί είναι ανίκανοι είτε γιατί δεν ενδιαφέρονται για τις δυσκολίες του μέσου ανθρώπου. Μια ιδιότυπη αποδοχή της μοίρας και της εγκατάλειψής μας ή βαθιά συνειδητοποίηση πως από τις ελίτ δεν έχουμε πλέον τίποτα να περιμένουμε, καθώς είμαστε δυο διαφορετικοί κόσμοι; Σίγουρα συνυπάρχουν και τα δύο, με την όποια συνειδητοποίηση να αδυνατεί σε κάθε περίπτωση προς το παρόν να βρει διέξοδο, πέρα από κάποιες στιγμές, όπως το περασμένο καλοκαίρι, που η απόγνωση μετατράπηκε σε «ισχύς εν τη ενώσει» και έσωσε δάση και περιουσίες από τις φωτιές, εκεί που ο κρατικός μηχανισμός και η κυβέρνηση είχαν μόνο μία «λύση», την εντολή «εκκενώστε».
Συνένοχο όλο το πολιτικό σύστημα
Οι κυβερνώντες έχουν κάθε λόγο να φοβούνται τη βουβή αυτή οργή και ξεδιπλώνουν μια σειρά πολιτικές, μέτρα και παρεμβάσεις για να τη σβήσουν. Προσπαθούν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα που βιώνουμε ως αναπόφευκτο μονόδρομο: Η κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή κρίση, οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, είναι αυτές που ορίζουν τις εξελίξεις και εμείς (όπου εμείς βλέπε το 90% των επισφαλώς διαβιούντων και διαρκώς πληττόμενων μεσαίων και κατώτερων τάξεων) θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε τις συνέπειες τους, μέχρι να προσαρμοστούμε σε αυτές. Και όπου αυτό δεν φτάνει, έρχεται η ενοχή, η ατομική ευθύνη να παίξει τον δικό της διαβρωτικό ρόλο, φταίνε οι αρνητές και προσφάτως οι ανεύθυνοι οδηγοί της Αττικής Οδού, και κάπως έτσι φταίει πάντα ο ένας για τα δεινά του άλλου, και συγκαλύπτονται οι διαχρονικές ευθύνες ενός πολλαπλά ένοχου συστήματος. Τα παραπάνω μπορεί να δίνουν πρόσκαιρες ανάσες όπως συνέβη χαρακτηριστικά με τη διαχείριση της πανδημίας, αλλά αδυνατούν να καλύψουν το ολοένα και μεγαλύτερο κενό που χωρίζει τις κοινωνίες από τις ελίτ όχι μόνο στη χώρα μας αλλά διεθνώς. Ακόμη και το διχίλιαρο που, «με εντολή Μητσοτάκη» θα δοθεί ως αποζημίωση σε όσους ταλαιπωρήθηκαν στην Αττική Οδό, εκλαμβάνεται από όλους ως κοροϊδία και αδυνατεί να κάμψει την οργή, για τις ελλείψεις της πολιτικής προστασίας, που κράτησε εκατοντάδες ανθρώπους και οχήματα εγκλωβισμένα για μέρες, που ακόμη και τώρα μέρες μετά αδυνατεί να λύσει προβλήματα σε γειτονιές της πρωτεύουσας.
Μια κοινωνία μόνη, όπου η οργή και η δυσαρέσκεια δεν έχει που να στηριχθεί. Αδυνατεί να γίνει αντίσταση που θα βάλει εμπόδια στους κυρίαρχους σχεδιασμούς, πόσο μάλλον να επιβάλει εναλλακτικές. Παρ’ όλα αυτά δεν σβήνει, ούτε εκτονώνεται, αλλά παραμένει εδώ να τονίζει το κενό πολιτική συναίνεσης που υπάρχει στη χώρα μας
Τα παραπάνω δεν έχουν ως αποδέκτες μόνο τους κυβερνώντες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης (όσο πειραγμένες και αναξιόπιστες κι αν είναι αυτές), τη φθορά της κυβέρνησης αδυνατεί να την καρπωθεί οποιοδήποτε κόμμα της αντιπολίτευσης. Η αναξιοπιστία τέμνει οριζόντια όλο το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους δοκιμάστηκαν σε θέσεις ευθύνης. Ειδικά η κεντροαριστερή εναλλακτική, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και ίσως ολίγον ΠΑΣΟΚ, παρόλο που προσπαθεί να εμφανιστεί ως αντίπαλο δέος (με προτάσεις μομφής και άλλους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς), αναπαράγοντας σχήματα του δικομματικού παρελθόντος, αδυνατεί να πείσει και να συνδεθεί με τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Φταίνε για αυτό οι νωπές μνήμες της δικής της διαχείρισης, φταίει η σύμπλευση στα βασικά (διαχείριση πανδημίας, υπερψήφιση νομοσχεδίων από κοινού) παρά τις κοκορομαχίες στη Βουλή, φταίει η ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση πως σε όλα τα μεγάλα θέματα το κράτος έχει συνέχεια, και πως τα μεγάλα κόμματα, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αυτού που υπηρετεί πιστά τις κατευθύνσεις της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και γεωπολιτικών μνημονίων που δένουν σφιχτά τη χώρα μας.
Υπάρχει διέξοδος;
Τι μένει; Μια κοινωνία μόνη επιβαρυμένη από τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, όπου η οργή και η δυσαρέσκεια δεν έχει που να στηριχθεί. Αδυνατεί να γίνει αντίσταση που θα βάλει εμπόδια στους κυρίαρχους σχεδιασμούς, να μετασχηματιστεί σε δύναμη ικανή να περιγράψει, πόσο μάλλον να επιβάλει εναλλακτικές. Παρ’ όλα αυτά δεν σβήνει, ούτε εκτονώνεται, αλλά παραμένει εδώ να τονίζει το κενό πολιτική συναίνεσης που υπάρχει στη χώρα μας. Αποτελεί μια ανοιχτή ρωγμή, διαρκώς τροφοδοτούμενη από νέα γεγονότα, που από την ωρίμανσή της, τη σύνδεση της με πολιτικούς στόχους, το ανέβασμα της συνείδησής της θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα το μη βιώσιμο μέλλον που ετοιμάζουν για τη χώρα και την κοινωνία μας, να μην αποτελέσει μονόδρομο.
Οι ελίτ έχουν άλλες προτεραιότητες
«Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, ενώ ταυτόχρονα χτίζει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες». Το παραπάνω θα μπορούσε να ήταν το μόνιμο σλόγκαν των ελίτ της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Συχνά το ακούμε από τα χείλη των κυβερνητικών εκπροσώπων και του πρωθυπουργού σαν άλλο ξαναζεσταμένο success story.
Την ίδια στιγμή βέβαια η πρωτεύουσα φρακάρει για μια ολόκληρη βδομάδα λόγω μιας κακοκαιρίας, ενώ δεκάδες συνάνθρωποι μας πεθαίνουν από τον κορωνοϊό πριν φτάσουν στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Δεν πρόκειται απλά για ανικανότητα ή έλλειψη συντονισμού όπως συχνά λέγεται. Απλά οι ελίτ έχουν άλλες προτεραιότητες. Αυτοί ζουν στον κόσμο τους και εμείς στον δικό μας.
Όταν μιλάνε για «πράσινη ανάπτυξη», έχουν το νου τους στις μπίζνες των ΒΑΠΕ, και σπεύδουν να επιταχύνουν την απολιγνιτοποίηση και το ξεπούλημα της ΔΕΗ, καθιστώντας τη χώρα μας διάτρητη στην ενεργειακή κρίση. Η δική τους «πράσινη ανάπτυξη» σημαίνει για την κοινωνία, αυξημένα τιμολόγια ρεύματος, και υψηλά περιβαλλοντικά τέλη, κατεστραμμένα δάση και βουνοκορφές.
Όταν μιλάνε για «ψηφιακή μετάβαση» έχουν στο νου τους τη μεγαλύτερη επιτήρηση, το κέρδος των πολυεθνικών του κλάδου από τα δεδομένα των πολιτών και την πρόσδεση κάθε κοινωνικής δραστηριότητας στα δικά τους στάνταρ, ενώ στο «ψηφιακό κράτος» βλέπουν την αποψίλωση των όποιων δημόσιων υπηρεσιών. Αυτό που μένει για την κοινωνία είναι η προώθηση της ψηφιακής ανεργίας, η εμπέδωση της τηλεζωής, η «ψηφιακή γραφειοκρατία».
Όταν μιλάνε για την «πολιτική προστασία» λίγο νοιάζονται για την πραγματική ασφάλεια των πολιτών και την ενίσχυση των υποδομών. Έχουν περισσότερο στο νου τους τα διάφορα τεχνοκρατικά μοντέλα, και το μοίρασμα των κονδυλίων σε ημετέρους εργολάβους και τα λογής οικονομικά συμφέρονται. Γι’ αυτό καταλήγουν πάντα στην εντολή «εκκενώστε» αφήνοντας την κοινωνία απροστάτευτη.
Όταν μιλάνε για «διεθνείς συμμαχίες», βλέπουν το εθνικό συμφέρον ως πεδίο διαπραγμάτευσης, που όλο και περισσότερο προσδένεται στους τυχοδιωκτισμούς της δύσης. Αυτό που για εμάς είναι η πατρίδα μας, οι μνήμες, τα χώματα, οι άνθρωποι μας, είναι για αυτούς ένα οικόπεδο προς εκποίηση στους ισχυρούς συμμάχους.
Μια κοσμοπολίτικη και ραγιάδικη ελίτ, που έχει τα συμφέροντα της προσδεμένα, στο Λονδίνο, την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, έτοιμη να εξυπηρετήσει συμφέροντα ως υπεργολάβος και μεταπράτης. Που θεωρεί πάρεργο την επιβίωση και την ανάπτυξη της χώρας μας, και έχει δυσανεξία σε αυτό τον λαό και ό,τι δημιουργεί. Μια ελίτ που έχει καταλάβει το κράτος, τους μηχανισμούς προπαγάνδας, τα κόμματα και διεκδικεί το μονοπώλιο στη δημόσια σφαίρα. Μια ελίτ που βλέπει τις απώλειες ανθρώπινων ζωών ως στατιστικές και τις καταστροφές ως πολιτικό κόστος. Ο αγώνας για να απαλλαγούμε ως λαός και ως χώρα από αυτή την ελίτ και το πολιτικό σύστημα που την υπηρετεί, ανοίγοντας εναλλακτικούς δρόμους για την κοινωνία και την χώρα, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικός.