Η επέκταση του κράτους-έθνους, σαν ιστορική μορφή πολιτικής οργάνωσης, συνοδεύει τη γέννηση και τον θρίαμβο του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανάπτυξή του είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής, διαφορετικής σε κάθε χώρα, ανάμεσα στην ενοποίηση των αγορών, την εγκαθίδρυση των θεσμών του κράτους και τη δημιουργία των εθνών. Το έθνος δεν είναι λοιπόν, μια αρχέγονη οντότητα, δηλαδή μια δοσμένη μορφή, αλλά το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εδαφικής, διοικητικής και πολιτισμικής-γλωσσικής ενοποίησης.
Η εθνική συνείδηση προμηθεύει εξάλλου, στην εδαφική διάσταση του κράτους, «το πολιτισμικό υπόστρωμα που εξασφαλίζει την αλληλεγγύη των πολιτών» (Χάμπερμας). Η γέννηση του συστήματος των εθνών-κρατών στην Ευρώπη, συνοδεύεται (και έχει σαν προϋπόθεση) τη διαδικασία ιμπεριαλιστικής αποικιοποίησης και κατάκτησης του κόσμου.
Αυτό που ορίζεται σαν «διευθέτηση της Βεστφαλίας» που εμφανίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, είναι μια άνιση και επιμέρους διευθέτηση. Ορισμένα κράτη, πράγματι, παρέμειναν πολυεθνικά. Άλλα, σαν τη Γερμανία, πέρασαν μια αργή και γραφειοκρατική διαδικασία ενοποίησης, με ελάχιστη λαϊκή νομιμοποίηση. Πολλές αφρικανικές και αραβικές χώρες, απότοκο των αποικιακών διαιρέσεων, αντιπροσωπεύουν ένα εύθραυστο «πρόπλασμα» σύγχρονου κράτους-έθνους, που φέρει από την αρχή το βάρος της ένταξης στην παγκόσμια αγορά και άρα της εξάρτησής του από αυτήν.
Τα κράτη αυτά δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να υλοποιήσουν μια κοινωνική αναδιανομή, που θα τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν έναν δημόσιο χώρο και μια ενεργή κοινωνία πολιτών. Η δημιουργία των κρατών-εθνών θα επεκτεινόταν έτσι στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Το διεθνές δίκαιο που μορφοποιήθηκε από τον 17ο αιώνα, στη βάση της ηγεμονίας των Ολλανδών, παρέμεινε ουσιαστικά ένα διακρατικό δίκαιο, επικεντρωμένο σε – διακρατικές – συμφωνίες. Η μορφολογία αυτή παραμένει κυρίαρχη, παρά τη σημερινή διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Ο ΟΗΕ είναι μια συνέλευση κρατών και το Διαρκές Συμβούλιο Ασφαλείας του, είναι μια κλειστή λέσχη, αποτελούμενη από τις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αποφάσεις των συναντήσεων κορυφής, όπως αυτή του Κιότο για το περιβάλλον και της Ρώμης (για τη θέσμιση ενός διαρκούς διεθνούς ποινικού δικαστηρίου) υποβάλλονται σε τροποποιήσεις στο εσωτερικό των χωρών-μελών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσωπεί επίσης μια θεσμική σύμβαση, ανάμεσα σε μια εξασθενημένη διακρατική εξουσία και μια αναδυόμενη υπερεθνική εξουσία. Στην παρούσα και ευαίσθητη φάση μετάβασης, ο κόσμος καλείται για τούτο να τοποθετηθεί ανάμεσα στο δίκαιο των κρατών και στο υπό διαμόρφωση κοσμοπολίτικο δίκαιο.
Απόντος ενός διεθνούς νομικού δικαίου, η κατάσταση αυτή ευνοεί το δίκαιο του πιο ισχυρού, που επιβάλλεται με τη συνενοχή του ΟΗΕ, όταν είναι εφικτό, και χωρίς αυτόν, όταν αυτό είναι αδύνατον (όπως δήλωσε ξεκάθαρα η Μαντλήν Ώλμπράιτ, κατά τη διάρκεια του πολέμου στα Βαλκάνια). Όσο περισσότερο το επικαλούμαστε, τόσο πιο προβληματικό και αβέβαιο καθίσταται το διεθνές δίκαιο.
Οι αμφισημίες του «δικαιώματος επέμβασης» καταδεικνύουν πολύ καλά αυτή την αντίφαση. Οι υποστηρικτές του ταλαντεύονται ανάμεσα στη νομική και την ηθική έννοια του δικαίου, σχετικά με την υποχρέωση επέμβασης. Η εξαγγελία αυτού του νέου δικαιώματος θεωρείται σαν στοιχείο επικύρωσης της εξαφάνισης της εθνικής κυριαρχίας, μπροστά στην όλο και πιο αποδεκτή καθολικότητα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων».
Στην πραγματικότητα αυτό το δικαίωμα μονόπλευρης επέμβασης, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ανθρωπιστική και τη στρατιωτική πλευρά, ουσιαστικά συρρικνώνεται στην επέμβαση των ισχυρών στις υποθέσεις των πιο αδύναμων χωρών, χωρίς καμία αμοιβαιότητα. Μεταφράζεται δηλαδή σε ένα ηθικό άλλοθι για την νέα ιμπεριαλιστική κυριαρχία.
Η διάλυση της οργανωμένης νεωτερικότητας
Οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επινόησαν (ειδικά στη Γαλλία) τον απαξιωτικό όρο «souverainisme» (σ.μ. προστασία της υφιστάμενης κυριαρχίας των κρατών-εθνών) προκειμένου να στιγματίσουν τις αντιστάσεις ενάντια στην εμπορευματοποιημένη παγκοσμιοποίηση και τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Συμφωνούμε στη διαπίστωση πως οι εθνικιστικές, σωβινιστικές και ξενοφοβικές απαντήσεις είναι μια απατηλή και αντιδραστική αντιμετώπιση των δικαιολογημένων φόβων που προκαλεί η ανάπτυξη και η κυριαρχία της φιλελεύθερης ζούγκλας.
Όμως δεν είναι μόνο ο εθνικισμός, σαν συντηρητική ιδεολογία του έθνους, που τίθεται σε αμφισβήτηση. Αμφισβητείται και η άλλη πλευρά της κυριαρχίας (σ.μ. souverainete’ στα γαλλικά), της λαϊκής και δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας. Η κρίση κυριαρχίας πλήττει πράγματι και χώρες που δεν συγκροτήθηκαν ποτέ σε κυρίαρχα έθνη, ή άλλες που δεν καταφέρνουν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, ή όσες θέλουν να ανατρέψουν την παγκόσμια ιεραρχία υποταγής και εξάρτησης.
Ο souveranisme των ισχυρών καλά κρατεί: ύμνοι για την ισχυρή Ευρώπη, επαναπροσδιορισμοί των εντολών του ΝΑΤΟ, μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και συχνά χωρίς καμία διεθνή νομιμοποίηση.
Με την πίεση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, οι σύγχρονοι πολιτικοί όροι, που κληρονομήσαμε από τον αιώνα των Φώτων, διαστρεβλώνονται: έθνη, λαοί, εδάφη, σύνορα, εκπροσωπήσεις. Είναι αυτό που ο Χάμπερμας χαρακτήριζε σαν «σταδιακή διάλυση της οργανωμένης νεωτερικότητας». Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος χαράς, τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση αυτή καταλήγει να αμφισβητεί «την ίδια την ύπαρξη της πολιτικής».
«Η πεμπτουσία της κρίσης της κυριαρχίας είναι η διάλυση του λαού και της πολιτικής ανάμεσα στις συμπληγάδες της συντακτικής και της εγκαθιδρυμένης εξουσίας» (Μπαλιμπάρ). Η έννοια του λαού είχε μια διπλή λειτουργία, σαν φαντασιακή κοινότητα αναφοράς, και σαν συλλογικό υποκείμενο δημοκρατικής εκπροσώπησης. Στην έννοια αυτή, με άλλους όρους, συνενώνονταν οι πόθοι για μια δημοκρατική παγκοσμιοποίηση από τη μια, και η αναγκαιότητα του να ανήκεις σε ένα συγκεκριμένο έθνος από την άλλη.
Με τη διάλυση του λαού, μπαίνει σε κρίση η συμβολική κατασκευή που μετέτρεψε το σύγχρονο κράτος σε κράτος-έθνος. Κενή από περιεχόμενα και στόχους λόγω της ιδιωτικοποίησης του κόσμου, η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε εκτόπλασμα. Σε αυτή τη σταδιακή εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και των κοινών αγαθών, ο souverainisme επιχειρεί να απαντήσει ισχυριζόμενος πως δεν υπάρχει καμία πιθανή συλλογική βούληση αλλού, πέρα από το έθνος. Θα βρισκόμασταν λοιπόν, κατά τον Μπαλιμπάρ, σε μια μη βιώσιμη μεταβατική φάση, πέρα από την κλασσική εθνική κυριαρχία και πριν από την έλευση μετα-εθνικής κυριαρχίας, που θα χρειαζόταν να τις προσδιορίσουμε.
Μέσα στην αβεβαιότητα ανάμεσα στο «όχι πια» και στο «όχι ακόμη», ξεπροβάλλουν απαντήσεις ανησυχητικές. Από τη μια, η οπισθοχώρηση του πολιτικού έθνους προς ένα ζωολογικό (ή εθνοτικό) έθνος, της δημοκρατικής νομιμοποίησης προς μια γενεαλογική νομιμοποίηση, της πολιτικής κοινότητας προς κάποιες ταυτότητες αγελαίες, αποσπασματικές, προς το δίκαιο του αίματος (σ.μ. στο κείμενο λατινικά, ius sanguinis). H εθνικοποίηση της πολιτικής και τα καθαρτήρια φαντάσματα εντάσσονται σε αυτή την οπισθοδρομική δυναμική.
Μετατροπή της πολιτικής σε θρησκευτικό δόγμα
Η αναζήτηση νέων γεωπολιτικών πεδίων, πιο ευρύχωρων, είναι μια άλλη πιθανή διέξοδος αυτής της κατάστασης. Σε ορισμενες περιοχές, για παράδειγμα στον αραβικό κόσμο, η κοινότητα των πιστών μπορεί να εμφανιστεί σαν μια πιθανή εναλλακτική λύση στην αποτυχία των κρατών και των όλο και πιο εύθραυστων εθνικών λαϊκισμών.
Αυτή η μετατροπή της πολιτικής σε θρησκευτικό δόγμα δεν είναι αποκλειστικότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Μπορούμε να την εντοπίσουμε στην πρόκληση του Σαρόν που γκρέμισε τα τζαμιά, και γενικότερα, στο δίλημμα που αντιμετωπίζει το Ισραήλ, ανάμεσα στο να διατηρήσει ένα «εβραϊκό κράτος» ή να οικοδομήσει ένα δημοκρατικό κράτος, όπου οι Εβραίοι θα δεχόντουσαν να αποτελέσουν, κάποια στιγμή, μειοψηφία.
Η υπεράσπιση του πολιτικού έθνους (αστικού και δημοκρατικού ) σημαίνει για ορισμένους τον μοναδικό τρίτο δρόμο, ανάμεσα στην περιχαράκωση στο εθνικό κράτος και στη διάχυση της πολιτικής μέσα στον εμπορευματοποιημένο κοσμοπολιτισμό, ανάμεσα στον μαχόμενο κοινοτισμό και στον ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό. Ο δρόμος αυτός, δοκιμαζόμενος από υπαρκτά ζητήματα σαν τη μετανάστευση, τα δικαιώματα των ξένων, τη σχέση ιθαγένειας-εθνικότητας, θα αποδειχτεί εντελώς απίθανος.
Έτσι οι προφητείες του Χάμπερμας, που μιλούσε για μια «ιθαγένεια πολυπολιτισμική», για «κοσμοπολιτικές ταυτότητες» και για έναν «θεσμοθετημένο πατριωτισμό», μοιάζανε σαν επικοινωνιακή ουτοπία, που θα ήταν ανέφικτη εξαιτίας τηςπροσπάθειας του φιλελευθερισμού να διαλύσει την κοινωνία. Η ιστορική εμφάνιση των κρατών-εθνών συνοδεύτηκε με σοκαριστικό τρόπο, από πολέμους και επαναστάσεις. Το στοίχημα για μια νέα μορφή κοσμοπολιτικής δημοκρατίας, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα αποτελούσαν ένα κανονιστικό πλαίσιο, θα παρουσιαζόταν αντίθετα σαν η εκδήλωση πίστης ενός αφηρημένου ορθολογισμού και ουνιβερσαλισμού (δες τον Χάμπερμας).
«Χάρη στα πολιτικά τους συντάγματα γεννιούνται οι λαοί»: Αυτή η θέση του Χάμπερμας, αν διαθέτει κάποια προγραμματική αξία, ταυτόχρονα απωθεί την ιστορική διάσταση σαν δομικό στοιχείο της λαϊκής νομιμοποίησης. Κάτι που δεν μας εκπλήσσει, αν θεωρήσουμε σαν «παραλογισμό» το «δήθεν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», που κατά τη γνώμη του, έχει καταντήσει μια από τις εθνοκεντρικές αντιδράσεις που διαρηγνύουν την αλληλεγγύη. Η αντίφαση γίνεται εκκρηκτική, ανάμεσα στην άσκηση των νόμιμων συλλογικών δικαιωμάτων (στον τομέα της παιδείας, της γλώσσας, του εδαφικού ελέγχου) και την διάλυση του κόσμου, που αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος στην οικουμενική εμπορευματοποίηση.
Η μεγάλη μοιρασιά του κόσμου
Αυτό το μπέρδεμα των ζωνών επιρροής, των εδαφών και των συνόρων, δεν γίνεται ποτέ με τρόπο φιλικό. Ο πόλεμος μπορεί να έχει μια κυκλική παρουσία, αλλά ποτέ δεν γεννιέται από το πουθενά. Μετασχηματίζεται παγκοσμιοποιούμενος. Η θεωρία του αμερικάνικου ασύμμετρου πολέμου, με μηδενικές απώλειες, στηρίζεται στο μονοπώλιο του τρόμου υψηλής τεχνολογίας, στον οποίο η βόμβα της Χιροσίμα, καθιερώνοντας το διαχωρισμό ανάμεσα σε μαχητές και αμάχους, ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολίτες, αντιπροσωπεύει την προανάκρουση και το σύμβολο. Οι εθνικοί πόλεμοι μετατρέπονται σε γενικευμένους εμφύλιους πολέμους.
Τα θύματα μεταξύ των αμάχων γίνονται «ανεπιθύμητες παράπλευρες απώλειες». Ένας ηθικός πόλεμος, παρ’ όλο που διεξάγεται στο όνομα του κοινού καλού και της ανθρωπότητας, με την πιο ευγενική και υψηλή έννοια, δεν αποδέχεται ούτε εχθρούς ούτε ανθρωπιστικά δικαιώματα. Γίνεται μια σταυροφορία, στην οποία ο αντίπαλος δεν συμπεριλαμβάνεται στο ανθρώπινο είδος, και είναι αντικείμενο θήρας και λιντσαρίσματος. Πρόκειται για έναν πόλεμο χωρίς όρια, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όπου δεν έχει κανένα νόημα η αντιστοιχία μέσων και σκοπών.
Η νέα φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και η πολεμική της διάσταση ανταποκρίνονται σε νέες πολιτικές μορφές. Η συγκέντρωση του πλούτου, του κεφαλαίου, της γνώσης, της ένοπλης ισχύος ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη. Ο ιμπεριαλισμός δεν εξαφανίζεται, μετασχηματίζεται σαν αποτέλεσμα της ευρύτερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων, της πληροφορίας, της βίας. Εξάλλου, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, ο διαμελισμός των εδαφών, ο νόμος της άνισης ανάπτυξης παραμένουν και οξύνονται.
Η «αποεδαφικοποίηση» των εθνών καθορίζει νέες οριοθετήσεις των ηπείρων, των χωρών ή των περιοχών. Τα σύνορα μετατοπίζονται, από την περιφέρεια προς το κέντρο (ο Νότος διεισδύει στον Βορρά) αλλά δεν καταργούνται. Τα νέα σύνορα, σαν αυτά της συνθήκης Σένγκεν, υψώνονται με τη μορφή «επιχρυσωμένων φυλακών». Όπως και να το ονομάσουμε, ιμπεριαλισμό ή αυτοκρατορία, πρόκειται πάντα για ένα σύστημα κυριαρχίας ταυτόχρονα οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτισμικής, αλλά και οικολογικής, με σταδιακή ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών.
Η αλλαγή μεγέθους, που καθορίζεται από την παγκοσμιοποίηση, δεν επιφέρει την απλή μετάβαση από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο. Οι οικονομικοί, νομικοί, στρατιωτικοί και οικολογικοί χώροι δεν είναι ομογενοποιημένοι μπροστά σε αυτές τις αλλαγές. Προκύπτει έτσι ένα σύστημα με έντονες ανισότητες, όχι μόνο ανάμεσα στην Ε.Ε. στην ALENA και τη MERCOSUR, αλλά και στο εσωτερικό κάθε ζώνης, αρκεί να σκεφτούμε την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, ή με μεταβλητές εσωτερικές ομαδοποιήσεις.
Το παράδειγμα της Ε.Ε.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι ένα καλό παράδειγμα των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν τις αναδυόμενες δημοκρατικές κυριαρχίες. Η Ευρώπη παραμένει «ένα άλυτο πολιτικό πρόβλημα» (Μπαλιμπάρ) που μπορεί να βρει μια ανησυχητική λύση στην επινόηση μιας «πλασματική εθνικότητας» ή στην εφεύρεση ενός νέου περιεχομένου της λέξης λαός.
Ενάντια στη διπλή ουτοπία της αντιδραστικής οπισθοδρομικής περιχαράκωσης και ενός προοδευτικού ανοίγματος, ο Χάμπερμας προτιμά μια συντακτική εξουσία αποδεσμευμένη από την έννοια του λαού, που να βρίσκει έκφραση-διέξοδο σε έναν ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο.
Ένας παρόμοιος ήπιος φεντεραλισμός θα μπορούσε να προϊδεάσει, με τον δικό του τρόπο, για μια μετα-εθνική δημοκρατία. Όμως αυτό το σχέδιο είναι προορισμένο να αποτύχει, στο βαθμό που η φιλελεύθερη κατάλυση των δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης, όχι μόνο δεν επιφέρει τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής συλλογικότητας, αλλά ενισχύει τους φόβους όσων ανησυχούν για τις ταυτότητες, και σηματοδοτεί τη ρήξη ανάμεσα στον ευρωφεντεραλισμό των ελίτ και τον ευρωσκεπτικισμό των λαών.
Μια από τις εν εξελίξει συζητήσεις σχετικά με την κρίση της εθνικής κυριαρχίας συνίσταται στον διαχωρισμό των εννοιών της ιθαγένειας και της εθνικότητας, δηλαδή στην ιδιωτικοποίηση των εθνικών ταυτοτήτων (όπως έγινε και με την ιδιωτικοποίηση των θρησκευτικών ταυτοτήτων), στους δημόσιους χώρους του κόσμου.Η μεγάλη σύγχρονη εξίσωση, εθνικότητα ίσον ιθαγένεια, αρχίζει πράγματι να λειτουργεί «με αντίθετο τρόπο από τη δημοκρατική του διάσταση» (Μπαλιμπάρ).
Μια επιθυμητή απάντηση σε αυτή την οπισθοδρόμηση θα ήταν η ριζοσπαστικοποίηση του δικαίου του εδάφους (σ.μ. λατινικά στο κείμενο, ius soli) και η κατοχύρωση της «ιθαγένειας της κατοικίας», «στην οποία η κοινωνική ιθαγένεια θα υπερείχε της εθνικής ιθαγένειας». Με άλλα λόγια, θα χρειαστεί ή να καταργήσουμε εντελώς το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική ιθαγένεια, ή να αποσυνδέσουμε την ιθαγένεια από το εθνικό της περιεχόμενο.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μιας εκκοσμικευμένης, λαϊκής ιθαγένειας, μιας ιθαγένειας χωρίς «κοινότητα». Η ιθαγένεια αυτή σαν διευθέτηση του πλουραλισμού των ταυτοτήτων αποτελεί μια διέξοδο στο δίλημμα ανάμεσα σε έναν αφηρημένο ουνιβερσαλισμό και σε έναν «εκδικητικό κοινοτισμό».
Παραμένει ένα πρόβλημα, διόλου δευτερεύον: Ποια κοινωνική δύναμη είναι σήμερα σε θέση να προωθήσει ένα τέτοιο σχέδιο κοινωνικής ιθαγένειας, για να κάνει ένα νέο βήμα στην κατεύθυνση της πολιτικής οικουμενικοποιήσης της ανθρωπότητας; Πρέπει να θέσουμε στο τραπέζι τα ζητήματα των σχέσεων των τάξεων και των φύλων (που και οι δύο είναι δυνητικοί φορείς μιας τέτοιας (σ.μ. – θετικής –) οικουμενικοποίησης), τα ζητήματα των συλλογικών ταυτοτήτων και των πολιτικών μορφών της κοινωνικής χειραφέτησης.
* Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ (1946-2010) υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Παρίσι – VIII και διευθυντής των μαρξιστικών περιοδικών Critique Communiste και Contretemps