Ευτυχώς δεν του έμοιασα (…ακόμα τουλάχιστον).
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις κατάστημα κάπου στη γη
πουλάς εμπόρευμα, βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά, πολλά λεφτά
Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσαι στην Παναγιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι.
Ο γιος σου μοναχά να ‘ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
σκέβρωσες, σάπισες στο μαγαζί
τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί
δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.
Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;
Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έντρομε, άβουλε συ φασουλή
βρόμισες τ’ όνειρο και την ψυχή
άδειο πετσί χωρίς πνοή.