του Κωνσταντή Κυριακού

Δεν έτυχε ποτέ να σε γνωρίσω σαν φυσικό πρόσωπο. Μόνο να σε ακούω από τα τραγούδια σου, και μια φορά να σε δω ως θεατής σε κωμωδία του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, να την αποδίδεις με τον δικό σου μοναδικό τρόπο. Ίσως ευτύχησα να μην ζήσω εποχές που περιγράφεις στα τραγούδια σου και να ήμουν αγέννητος, αλλά είναι φοβερό πώς μπορούν και μας συγκινούν και στη δική μας εποχή.

Ήσουν και θα είσαι πάντα όταν σε ακούμε να τραγουδάς και να αφηγείσαι ο γλυκός μας παππούλης, που μας ταξιδεύεις σε άλλους κόσμους. Και σαν χρονοταξιδιώτης σε άλλες εποχές.

ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΣ για την εξεγερμένη νεολαία της εποχής σου και της έδινες μια διαχρονικότητα βάζοντας μια πανάρχαια τραγικότητα από το κλασικό δράμα με τη «Δημοσθένους Λέξις». Δίδαξες όλους, και τους σύγχρονούς σου και εμάς τους μετέπειτα που ήταν αγέννητοι, για πιο πρώιμες εποχές που εξεγέρθηκαν οι άνθρωποι, όπως ο Μαρίνος Αντύπας στο «Κιλελέρ» ή για το σύγχρονό σου Βιετνάμ και τους αντάρτες που «ανασαίνουν με καλάμι», ενάντια στον πόλεμο και υπέρ του έρωτα, να έβγαιναν οι άνθρωποι «στο δάσος βολτίτσα χέρι-χέρι».

Μίλησες για τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» και την «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή» και το Φλεβάρη φέτος για τα Τέμπη ένιωσα για πρώτη μου φορά τους στίχους του τραγουδιού, καθώς έζησα για πρώτη μου φορά μια «γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή» και όλοι μας νιώσαμε ότι «η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά».

Για τη «θεία Μάρω» που φύλαγε «και για εμάς λίγο χαλβά». «Την αλήθεια ποιος θα μάθει ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν» είπες στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» περιγράφοντας μοναδικά τη μετεμφυλιακή Ελλάδα.

Μπορούσες να μας επηρεάσεις να νιώσουμε συμπάθεια για τον Κοεμτζή, δείχνοντάς μας την ανθρώπινη του πλευρά στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».

Δίδαξες ότι «σε αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί» στο επίσης ζεϊμπέκικο με τη Σωτηρία Μπέλλου και που στην ίδια στροφή αναφέρθηκες στην προσφυγιά από την Σμύρνη. Είπες για την «Απέραντη Παράγκα» που είναι η χώρα και τον «χαφιέ που μας ακολουθεί».

Μας έδωσες αισιοδοξία στον «Τσάμικο» με το να πεις για την «Ελλάδα που αντιστέκεται» και «που επιμένει» όσο κι αν δεν καταλαβαίνουμε και δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού πηγαίνουμε.

Μας έμαθες ότι είναι ευχή και κατάρα μαζί το να ονειρευόμαστε σαν τον «Καραγκιόζη» και μίλησες για κάθε «παιδί που δεν έχει απόψε που να πάει».

Αγανακτούσες στα χρόνια της μεταπολίτευσης που πολεμούσες «για καιρό σε όλα τα πεδία» και «με τυφλή μανία» ξέσκιζες τον εχθρό και ξαφνικά σε χειρουργούσε μια «αλλήθωρη νεολαία», μια «τσογλανοπαρέα», στην «Παράβαση» με τη ματιά της αριστοφανικής κωμωδίας στο σήμερα, τότε που «ο Αριστοφάνης γύρισε από τα Θυμαράκια».

Απογοητευόσουν από τη δυστυχία της χώρας με τους «Κωλοέλληνες», και έκανες ευθέως επίθεση που επικράτησαν οι γόνοι ληστών και «των συντρόφων τους θύτες, αμνηστία οι αλήτες, τώρα διοικητές».

Μας δίδαξες ότι «ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη».

Ο ΧΡΟΝΟΣ ο αληθινός, είπες «σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος» και είναι «ο γιος μας ο μεγάλος και ο μικρός», μη ξέροντας τί να παίξεις «στα παιδιά στην αγορά στο Λαύριο», γιατί έκανες παραδοχή μιας αλήθειας της ζωής: «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;».

Μίλησες και για τον «πονηρό Πολιτευτή» που βολεύτηκε, ενώ κάποτε «στην εξορία” διάβαζε «Ρίτσο και αρχαία τραγωδία» και προέτρεπες νέους να μην χαραμίζουν τον «νεανικό» τους και «αγνό ενθουσιασμό» με το να μπαίνουν στις κομματικές αγέλες. Στο «Ολαρία Ολαρά» μας προέτρεψες και μας προτρέπεις ακόμα να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας βάζοντας να είναι ενωμένοι σε μια ζεστή αγκαλιά ο Όλιβερ Τουίστ, ο Αδόλφος, ο Ντε Σαντ, ο χίπης, η πόρνη και ο Σατανάς.

Είπες με τον πιο απλό τρόπο τί είναι όντως τα Βαλκάνια «σε χρόνο μυστικό σαν ηφαίστειο του Αίμου λεγεώνες του πολέμου», στη «Μαύρη Θάλασσα» σου με την εμβληματική Δόμνα Σαμίου, ή στον «Μπάλλο» που επανέφερες σαν στίχο του τραγουδιού τα λόγια του Νίκου Εγγονόπουλου ότι «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε».

Είπες για την πονεμένη και κατεχόμενη Κύπρο «αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ» και που «δεν έχεις τίποτ’ ακριβό να παραδώσεις». Είπες για την Ελλάδα που «είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξίες» φτιάχνουν οι κοινότητές της «άλλους γαλαξίες».

Μεγάλη κουβέντα, γιατί είναι ένα ερώτημα πού υπάρχουν όντως κοινότητες σήμερα.

ΓΙΑ ΤΗ μουσική δεν το συζητάμε. Πειραματισμοί άπειροι και πάνω από όλα ένα μεγάλο γεφύρωμα. Τα χάλκινα και ο μπαγλαμάς συναντούσαν τον Μπομπ Ντύλαν, τον Φρανκ Ζάππα και τον Χέντριξ. Η μουσική μπορούσε να σταθεί μόνη της και χωρίς τον στίχο, ο οποίος στίχος, αν όχι σε όλες, σε πολλές περιπτώσεις έκανε τα τραγούδια να είναι και ποιήματα. Ένα γεφύρωμα της γενιάς του λαϊκού με τη γενιά του ροκ. Του μοντέρνου με το παραδοσιακό. Του εγχώριου με το ξένο. Της Δύσης με την Ανατολή.

Είπες κάποια στιγμή στον «Χειμώνα Ετούτο»: «είμαι ό,τι είμαι και ό,τι τραγουδώ για εσέ» έχοντας απορρίψει τις ταμπέλες που είχες λόγω της παλαιότερης πολιτικής σου ταυτότητας με την οποία σε γνώρισε ο κόσμος, κι έλεγες ότι παραμένεις «δεκαεξάρης» που «γαμείς τα λύκεια».

Και τότε ήταν που σε είδε πολύς κόσμος να αλλάζεις και τους έκανες να απορήσουν.

Και τότε είναι που οι «Παλιοί Σου Φίλοι» κατάλαβαν ότι «έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θα αφήσεις». Και είπαν για σένα τον «Άγγελο Εξάγγελο» που ήρθε από μακριά «αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει καλύτερα να μην μας πει κανένα».

Κρίθηκες αυστηρά για τη στάση σου ως δημόσιο πρόσωπο από μια στιγμή και μετά. Όπως και για το ότι σταμάτησες να δημιουργείς ο ίδιος μουσικό έργο εδώ και δεκαετίες.

Αλλά δικαίως ή αδίκως κι αν σε έκρινε ο κόσμος αρνητικά, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Δεν έπαψε το έργο σου να είναι αυτό που είναι, και γι’ αυτό να σε υπερβαίνει όποιος κι αν ήσουν εν ζωή. Και δεν έπαψες όσο ζούσες να είσαι ένα ζωντανό κεφάλαιο της ιστορίας του τόπου, γιατί με τις αφηγήσεις σου και με τα τραγούδια σου στις δημόσιες εμφανίσεις σου, κρατούσες και αντιπροσώπευες όλες τις μνήμες της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Και ήσουν πραγματικά ένας φοβερός περφόρμερ.

Και είναι ίσως μια ταπεινή για σένα, αλλά και πάλι επιβεβαίωση το ότι, ξαναλέω, τα παραπάνω στην ανάρτηση στα γράφει ένας που δεν έζησε την πιο δημιουργική σου περίοδο και ήταν ακόμη αγέννητος. Πρόλαβες να αγαπηθείς από παππούδες, γονείς, παιδιά και εγγόνια όσο ζούσες. Ή μάλλον όσο ζούσες σε αυτό τον κόσμο, αφήνω ανοιχτό το οντολογικό ερώτημα.

ΣΑΝ «μια θάλασσα μικρή» πικρά μας αποχαιρέτησες, αλλά μας περιμένεις όμως. Σαν στη «Θαλασσογραφία» σου «να μας πας στα πέρα μέρη». Και το έχουμε πιο πολύ ανάγκη από ποτέ, γιατί δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού πηγαίνουμε. Αναρωτιόμαστε όπως εσύ στην «Ωδή» ποιοι στα αλήθεια είμαστε και πού πάμε «με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό». Κάπου θα υπάρχει απάντηση, δεν μπορεί. Και θα είσαι κι εσύ πάλι εκεί να θυμίζεις στους παλιούς σου φίλους «τις μέρες τις παλιές».

«Και χαιρετώ σας, και φιλώ σας, όντα μικρά χρωματιστά, μες τον καθρέφτη κλειδωμένα…»

* Ανάρτηση στο fb / Το σκίτσο του Διονύση Σαββόπουλου που δημοσιεύεται είναι του συγγραφέα του κειμένου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!