Πώς φτάσαμε στο παρά πέντε της καταστροφής ενός κράτους. Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Ήταν κι αυτοί μια κάποια λύσις, παρατηρούσε ο Καβάφης. Στη δική μας περίπτωση, όμως, το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο. «Βάρβαροι» υπάρχουν μεν, με τη μορφή της Τουρκίας, ο πρωθυπουργός της οποίας, Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε προ ημερών ότι δεν γνωρίζει κράτος με το όνομα Κύπρος. Υπάρχουν, αλλά δεν μας φτάνουν ως λύση, ούτε η ωμότητά τους επαρκεί για να μας αφυπνίσει. Η παντοειδής καταστολή του ελληνισμού, του συλλογικού ενστίκτου επιβίωσης, μοιάζει τόσο βαθιά και βαριά, μοιάζει όσο τεράστια η έκταση της κοινωνικής και εθνικής καταστροφής που αναγγέλλει, αν μια γιγάντια ηθική, κοινωνική, εθνική ανάταση δεν μπει στο δρόμο της την τελευταία στιγμή.
Λέγοντας όσα είπε, ο Ερντογάν δεν διατύπωσε παρά την πάγια θέση του κράτους του που δεν αναγνωρίζει, εδώ και δεκαετίες, την Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό δεν θα ’πρεπε να μας παραξενεύει. Αυτό που θα ’πρεπε να μας παραξενεύει είναι άλλο, ότι δηλαδή η διχοτόμηση και τα δύο κράτη στην Κύπρο είναι πολύ καλύτερα, ως λύση του Κυπριακού, από τη διάλυση του όλου κυπριακού κράτους που συζητάμε και μοιάζουμε έτοιμοι να δεχτούμε τις διάφορες διζωνικές και άλλες «μουρλές» λύσεις, όπως αυτές που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν ή τους ζουρλομανδύες που διαπραγματεύονταν Χριστόφιας και Ταλάτ. Και είναι πολύ καλύτερη η διχοτόμηση, γιατί αφήνει στους Ελληνοκύπριους μέρος του νησιού, ενώ αν γίνουν δεκτά τα σχέδια «λύσης» που διαπραγματεύονται κατά καιρούς οι Κύπριοι ιθύνοντες θα χαθεί όλη η Κύπρος, όχι μόνο η μισή.
Επικίνδυνη αρρώστια
Απορεί κανείς πώς γίνεται να απαιτούμε από την Τουρκία να σέβεται την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν δεν το πράττουν αυτό οι ιθύνοντες Λευκωσίας και Αθηνών! Γιατί αν οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου σέβονταν τον εαυτό τους και τα κράτη που διοικούν, δεν θα εμφανίζονταν ασφαλώς ποτέ, ούτε θα γίνονταν αντικείμενο συζήτησης, διαπραγμάτευσης και δημοψηφίσματος το διαβόητο σχέδιο Ανάν. Που, θυμίζουμε, δεν ήταν απλώς κακό ή άδικο, σχέδιο λύσης που έδινε «πολλά» στην τουρκική πλευρά ή κάτι τέτοιο. Ήταν σχέδιο που κατέλυε το κυπριακό κράτος, την εξουσία δηλαδή του κυπριακού λαού στον τόπο του, προς όφελος της εξουσίας τριών αξιωματούχων που θα διόριζε ο Ανάν και θα διόριζαν τους διαδόχους τους και οι οποίοι θα υποκαθιστούσαν και τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική).
Επρόκειτο για μορφή μοναρχίας στην εσωτερική δομή, προτεκτοράτου στην εξωτερική, υπό την εποπτεία ΗΠΑ, Βρετανίας και Ισραήλ (λόγω της, παραδοσιακά, τεράστιας επιρροής του τελευταίου στην αγγλοαμερικανική διπλωματία στην Αν. Μεσόγειο*). Στην πραγματικότητα, κανένα ευρωπαϊκό (ή και αφρικανικό) κράτος δεν θα δεχόταν να συζητήσει παρόμοια ρύθμιση – το 2002-4 πιάσαμε το παγκόσμιο ρεκόρ εθνικής υποτέλειας που θα ξαναβρίσκαμε ξανά το 2010 με τα μνημόνια και τις δανειακές. Όπως σημειώναμε από τότε σε ένα βιβλίο μας*, ήταν προφανές ότι μια βαθιά και επικίνδυνη αρρώστια κατέτρωγε τα σωθικά του ελλαδικού και κυπριακού κράτους και των δύο κοινωνικών σχηματισμών – και ήταν αυτή η αρρώστια που επέτρεψε αργότερα με τόση ευκολία να υπογραφούν τα, εξίσου εξωφρενικά, εθνοκτόνα και λαοκτόνα κείμενα των δανειακών και των μνημονίων, πρωτοφανή στην Ιστορία όχι της Ευρώπης, αλλά της αποικιοκρατίας!
Έλλειμμα αυτοσεβασμού
Αξίζει να θυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι Ελλάδα και Κύπρος που τάχα μου ενοχλούνται τώρα από τις δηλώσεις Ερντογάν, έχουν επιτρέψει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας και Ε.Ε., με την Άγκυρα να δηλώνει επισήμως ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και να διατηρεί στρατό κατοχής σε μεγάλο μέρος της νήσου. Ακόμα και στα βέτο που έθεσε, σε ορισμένα κεφάλαια της τουρκο-ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης η κυβέρνηση του αείμνηστου Παπαδόπουλου (η καλύτερη που είχαμε από την άποψη αυτή σε Κύπρο ή Ελλάδα), δεν περιέλαβε καν τον τόσο αυτονόητο όρο της αναγνώρισης, αντανακλώντας το πόσο λίγο είμαστε οι Έλληνες Ευρωπαίοι και πόσο πολύ Ανατολίτες, με την έννοια του κρατικού αυτοσεβασμού δηλαδή. Για ποιο λόγο, όμως, οι ξένοι πρέπει να σέβονται περισσότερο ένα κράτος από τους ίδιους τους ηγέτες (ή και τους πολίτες) του; Γιατί οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί και πολίτες πιστεύουν ότι η Ιστορία θα συγχωρέσει τέτοια (ιδιοτελή και καιροσκοπική) έλλειψη αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας; Τα ίδια ισχύουν και για την Ελλάδα, που, αν μη τι άλλο, είναι εγγυήτρια της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (το γράφουμε για τους ανόητους ή ιδιοτελείς που θα μας πούνε πάλι, αντικρούοντας και ιστορική εμπειρία και κοινή λογική, ότι, άλλο Κύπρος, άλλο Ελλάδα).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που δεν ενόχλησε τους -οργανικά δουλοπρεπείς- ηγέτες Κύπρου και Ελλάδας, ενόχλησε τους Ευρωπαίους.
Η μετέπειτα καγκελάριος Μέρκελ, αντίθετη προς την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε., απευθύνθηκε προ δεκαετίας στα κόμματα της ευρωπαϊκής δεξιάς, περιλαμβανομένων αυτών Ελλάδας και Κύπρου, λέγοντάς τους ότι κάτι δεν πάει καλά με την ένταξη στην Ε.Ε. μιας χώρας που διατηρεί στρατό κατοχής σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Ντομινίκ ντε Βιλπέν, εξέφρασε επίσης, το καλοκαίρι του 2005, αγανάκτηση για το γεγονός ότι μια χώρα που θέλει να μπει στην Ε.Ε. δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της! Το αποτέλεσμα αυτής της δήλωσης ήταν να προκαλέσει περισσότερη δυσφορία στη Λευκωσία και την Αθήνα παρά στην Άγκυρα! Μετά από ένα μήνα το Κε ντ’ Ορσέ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούν «οι Γάλλοι να είναι περισσότερο Κύπριοι από τους Κύπριους». Αφού Κύπρος και Ελλάδα ήθελαν να αρχίσουν με το στανιό οι διαπραγματεύσεις Ε.Ε. και Τουρκίας, δεν μπορούσαν οι Γάλλοι μόνοι τους να τις μπλοκάρουν υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα κρατών που δεν τα υπερασπίζονται τα ίδια!
Με άλλα λόγια, Ελλάδα και Κύπρος έκαναν το χατίρι του αμερικανο-βρετανο-ισραηλινού άξονα, «σνομπάροντας» τη Γαλλία και τη Γερμανία αντί να σφυρηλατήσουν συμμαχικές σχέσεις μαζί τους. Κατάφεραν έτσι το αδύνατο: να κερδίσουν την περιφρόνηση όλων των παικτών και να βρεθούν σε κατάσταση πρωτοφανούς ιστορικά διπλωματικής απομόνωσης, γεγονός που πλήρωσαν ακριβά αργότερα και που διευκόλυνε την απόφαση του Βερολίνου να δώσει το «πράσινο φως» για την επίθεση των «αγορών» κατά της Ελλάδας του αμερικανόφιλου, φιλοϊσραηλινού και τουρκόφιλου ΓΑΠ! Τελικά, καταφέραμε να έχουμε άσχημες σχέσεις με παραδοσιακά φιλικές δυνάμεις (Ρωσία, Γαλλία), εξυπηρετώντας αυτούς που είχαν φιλοτουρκική πολιτική (ΗΠΑ, Βρετανία, Ισραήλ), για να εισπράττουμε την περιφρόνησή τους! Πρόκειται, όντως, για κατόρθωμα.
Πολλαπλές απειλές
Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο που βρισκόμαστε, ένα βήμα δηλαδή πριν από την τελική καταστροφή του κυπριακού κράτους, καταστροφή που, αν επισυμβεί, θα υπονομεύσει τις κύριες προϋποθέσεις συνέχισης της παραμονής των Ελληνοκυπρίων στο νησί και, βεβαίως, τη γενικότερη θέση της Ελλάδας. Σήμερα, το κυπριακό κράτος απειλείται πολλαπλώς:
α) Με τον οικονομικό πόλεμο που το μετατρέπει, διά των μνημονίων και δανειακών συμβάσεων σε αποικία χρέους.
β) Με τα σχέδια ντε φάκτο λύσης του κυπριακού επί του εδάφους με παράλληλο άνοιγμα του δρόμου για την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε., που σημαίνει διπλωματικό αφοπλισμό Λευκωσίας και Αθήνας (προτάσεις Αμμοχώστου-Τύμπου).
γ) Με την επανεμφάνιση του Σχεδίου Ανάν.
δ) Με την παραχώρηση στο Ισραήλ των υδρογονανθράκων και του στρατηγικού χώρου της Κύπρου, χωρίς να λάβει η Λευκωσία σε αντάλλαγμα τα μέσα αποκατάστασης της καταλυθείσης εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της και βιωσιμότητας του κράτους της.
ε) Με την καταστροφή της σχέσης Κύπρου-Ρωσίας, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του κυπριακού κράτους και το μετασχηματισμό της Κύπρου, από κύρια διεθνή οικονομική βάση της Μόσχας σε προτεκτοράτο του Ισραήλ.
Η οικονομική επίθεση κατά της Κύπρου τον Μάρτιο δεν ερμηνεύεται με οικονομικά κίνητρα, είναι προϊόν της γεωπολιτικής ατζέντας που τέμνεται με την οικονομική στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο η εμφάνιση ενός λαϊκού κινήματος αντίστοιχου με αυτό που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1940, με τη μορφή του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, τηρουμένων των αναλογιών και προσαρμοσμένου στις σημερινές συνθήκες και προβλήματα, μπορεί να αποτρέψει μια άνευ προηγουμένου κοινωνική και εθνική καταστροφή σε Ελλάδα και Κύπρο.
(*) Για το περιεχόμενο και τις ρυθμίσεις του Σχεδίου Ανάν, βλ. Μίκη Θεοδωράκη, Γιατί ξαναλέμε ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν, Καθημερινή, 2/5/2004 και Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, Η αρπαγή της Κύπρου, Λιβάνης, Αθήνα, 2004. Πιστεύουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει, επιτέλους, να επανέλθει στο ζήτημα αυτό, επανεξετάζοντας τη στάση που κυριάρχησε το 2004, κάνοντας και την αυτοκριτική του. Δεν είναι ντροπή να παραδέχεται κανείς τα λάθη του. Δύναμη δείχνει αυτό και όχι αδυναμία. Η προσωπική μας εκτίμηση είναι, άλλωστε, ότι στις σημερινής τραγικές συνθήκες που αντιμετωπίζουμε, και όπου παίζεται το όποιο μέλλον του ελληνικού λαού και της ίδιας της Αριστεράς, οποιαδήποτε από τις επικρατούσες επί δεκαετίες πρακτικές οπορτουνισμού θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Αρκεί, άλλωστε, να θυμίσουμε το παράδειγμα του υποτιθέμενου αριστερού ΑΚΕΛ που, προδίδοντας τους ανθρώπους που επί δεκαετίες αγωνίστηκαν με τη σημαία του και τις ιδέες που ισχυρίζεται ότι εκφράζει, οδήγησε το κυπριακό κράτος στο χείλος της καταστροφής, παραδίδοντάς το τελικά στις πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά χειρότερες δυνάμεις που έχουν εμφανισθεί στην Ιστορία του νησιού.
Konstantakopoulos.blogspot.com