του Κώστα Βενιζέλου
Φέτος τον Ιούλιο, που ήδη διανύουμε, συμπληρώνονται 48 χρόνια από το πραξικόπημα της Χούντας και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σχεδόν μισός αιώνας από το καλοκαίρι του 1974. Η χούντα έκανε το έγκλημα και στη συνέχεια κατέρρευσε κάτω από το βάρος των ασήκωτων ευθυνών της, τις επιπτώσεις της προδοσίας, ωστόσο, τις βιώνουν ακόμη στο νησί.
Η μεταπολιτευτική Αθήνα πρόσεξε στην πρώτη περίοδο περισσότερο τα «νώτα» της, επικεντρώθηκε στην εδραίωση της δημοκρατίας, κρατώντας απόσταση από την Κύπρο, που θυσιάσθηκε για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το γνωστό «η Κύπρος κείται μακράν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποτελεί δόγμα, το οποίο προσαρμόζεται σε διαφορετικές περιόδους μέχρι τις μέρες μας.
Οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ, οι δυτικοί σύμμαχοι ήταν ευχαριστημένοι που δεν υπήρξε σύγκρουση Ελλάδος και Τουρκίας.
Η Άγκυρα άρπαξε έδαφος της Κύπρου, οικοδόμησε ένα ψευδοκράτος, μετέφερε πληθυσμό, εποίκους και εδραιώνει την παρουσία της. Εδραιώνει την τουρκική παρουσία και τον έλεγχο της περιοχής μέσω του νησιού.
Και οι Έλληνες της Κύπρου; Σήκωσαν το βάρος των επιπτώσεων της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής. Η πολιτική διαχείριση, ωστόσο, στηρίχθηκε σε φοβικά σύνδρομα και στην ηττοπάθεια.
Η ανάδειξη, μετά την εισβολή στην Κύπρο, ενός αφηγήματος για το Κυπριακό, απέτυχε να αναδειχθεί διεθνώς. Δυστυχώς το αφήγημα του θύματος της εισβολής δεν υποστηρίχθηκε πειστικά από το ίδιο. Η απουσία της Τουρκίας από τη μεγάλη εικόνα, η συζήτηση επί ίσοις όροις με τους εκπροσώπους της στα κατεχόμενα, διαμόρφωσε και τη διεθνή εικόνα του Κυπριακού, ως ενός θέματος εσωτερικής διαφοράς και συνταγματικών ρυθμίσεων.
Η μη διεκδίκηση του αυτονόητου
Το πρόβλημα διαχρονικά, κι αυτό αφορά όλους τους πυλώνες του Ελληνισμού, είναι η αδυναμία προβολής και διασφάλισης του αυτονόητου. Αυτού, δηλαδή, που ισχύει για όλους τους λαούς και τις χώρες. Στη δική μας περίπτωση, η προσαρμογή στις επιδιώξεις του ισχυρού και στις υποδείξεις των μεγάλων παικτών, στοίχισε στην εθνική υπόθεση.
Σημειώνεται ότι το 1974, μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, σημειώθηκε μια εξέλιξη αρκούντως καθοριστική για την πορεία του Κυπριακού. Στο αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή («Γεγονότα και Κείμενα», Όγδοος τόμος), καταγράφονται εκτενώς οι τριμερείς διαπραγματεύσεις Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας, μεταξύ 25-30 Ιουλίου 1974, στη Γενεύη: «Την 30η Ιουλίου καταλήγουν σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων «οι υπουργοί εσημείωσαν την ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο, δηλών ότι εκείνη της ελληνοκυπριακής κοινότητος και εκείνη της τουρκοκυπριακής κοινότητος». Προστίθεται, όμως, ότι «οι υπουργοί συνεφώνησαν να μελετήσουν κατά την προσεχή των συνάντηση τα ανακύπτοντα εκ της υπάρξεως των αυτονόμων διοικήσεων προβλήματα, χωρίς τούτο να προδικάζη τα μέλλοντα να εξαχθούν εκ της καταστάσεως ταύτης συμπεράσματα…».
Η συμφωνία αυτή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας και ειδικότερα η αποδοχή από μέρους της Αθήνας της ύπαρξης δυο διοικήσεων, πριν ακόμη εκδηλωθεί η δεύτερη φάση της εισβολής, συνιστούσε εν πολλοίς την αναγνώριση των επικείμενων τότε αποτελεσμάτων των τουρκικών σχεδιασμών. Βαθμηδόν και μέσα από πολλές υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με τουρκική επιμονή και ελληνική υποχωρητικότητα, αυτό συζητείται σήμερα.
Όπως έχει αποδειχθεί διαχρονικά, η ακολουθούμενη πολιτική της προσαρμογής στα αποτελέσματα της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, αποβαίνει καταστροφική για την ελληνική πλευρά
Η στάση της Τουρκίας έναντι της Κύπρου παραμένει διαχρονικά η ίδια: Οι επιδιώξεις ήταν σταθερές και τις προωθούσε αφήνοντας την ελληνική πλευρά στην Κύπρο να αναλώνεται στο λεγόμενο διακοινοτικό διάλογο. Σε ένα πεδίο που δεν έχει προβεί σε παραχωρήσεις σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή πλευρά που εγκλωβίστηκε σε μια διαδικασία υποχωρήσεων, με στόχο να πειστεί η Τουρκία να συνεργαστεί. Η Άγκυρα αντιλήφθηκε την τακτική της Λευκωσίας από την αρχή και κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντικά οφέλη και πλεονεκτήματα στις συζητήσεις για την εσωτερική πτυχή του προβλήματος. Σήμερα η Τουρκία ζητά εκ προοιμίου αναγνώριση του ψευδοκράτους. Αξιώνει προκαταβολικά αναγνώριση της «κυριαρχικής ισότητας» και «το ίσο διεθνές καθεστώς». Κοντολογίς, διαπραγματεύσεις δυο κρατών με στόχο την καλή γειτονία.
Σημειώνεται ότι η διεθνής διάσταση του Κυπριακού, ως θέματος εισβολής, τέθηκε σε διαδικασία του ΟΗΕ, μόνο με την κατάθεση συνολικής πρότασης για την Ασφάλεια, από τον πρώην υπουργό της Ελλάδος, Ν. Κοτζιά.
Τι μπορεί να γίνει
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο οι διαπιστώσεις και η ανάλυση των δεδομένων, αλλά το τι μέλλει γενέσθαι. Τι μπορεί να γίνει, ώστε ο ελληνισμός να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της τουρκικής επιθετικότητας; Η εμμονή σε μια αδιέξοδη πορεία δεν προσφέρει προοπτικές επίτευξης βιώσιμης συμφωνίας στο Κυπριακό. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχθεί διαχρονικά, η ακολουθούμενη πολιτική της προσαρμογής στα αποτελέσματα της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, αποβαίνει καταστροφική για την ελληνική πλευρά. Είναι σαφές πως στην αναζήτηση νέας στρατηγικής πρέπει να αναδειχθούν τα πλεονεκτήματα που έχει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Η στρατηγική και γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου, αποτελεί διαχρονικά ένα γεγονός που προκάλεσε τις πολλές κατακτήσεις του νησιού, αλλά και πολλές πολιτικές περιπλοκές. Η αξιοποίηση αυτού του εργαλείου δεν έγινε καθώς η άσκηση πολιτικής, η διαμόρφωση τακτικής στηρίχθηκε, κυρίως από το 1974 και εντεύθεν, σε αμυνογενείς προσανατολισμούς.
Η γεωπολιτική διάσταση έχει ενταχθεί, κυρίως μετά την τουρκική εισβολή του 1974, στη λογική της διαχείρισης του Κυπριακού προβλήματος. Όχι υπέρ των κυπριακών συμφερόντων αλλά των τουρκικών, των αμερικανικών, των βρετανικών, ενδεχομένως κι άλλων. Είναι προφανές πως οι συζητήσεις που διεξάγονται στο Κυπριακό, οι προτάσεις που υποβάλλονται από τρίτους, όπως και τα σχέδια λύσης, έχουν ως βασικό συστατικό τη γεωπολιτική σημασία του νησιού. Από τη μορφή και το περιεχόμενο της λύσης, θα καθορισθεί εν πολλοίς και αυτός που θα έχει και τον στρατηγικό έλεγχο του νησιού. Η ανατροπή αυτών των επιδιώξεων θα απομακρύνει συνταγές θνησιγενών λύσεων του προβλήματος.
Είναι ίσως γι’ αυτό που έχει σημασία τόσο η μορφή και το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού όσο και η εμπλοκή τρίτων για την εφαρμογή ή την εποπτεία της συμφωνίας.
Είναι προφανές πως το αδιέξοδο και η μη-λύση δεν είναι λύση. Για να μπορέσουν οι διαπραγματεύσεις να προσανατολισθούν προς τον στόχο της επίτευξης μιας συμφωνίας θα πρέπει να υπάρξει αναθεώρηση της ακολουθούμενης στρατηγικής. Έτοιμες νέες συνταγές δεν υπάρχουν κι οι παλιές είναι κακές.
Χρειάζονται, συνεπώς, πρωτοβουλίες παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις (χωρίς διαχωριστικά χαρακτηριστικά) στο πλαίσιο μιας αναθεωρημένης στρατηγικής. Κι αυτό μπορεί να γίνει από την Αθήνα και τη Λευκωσία σε πανεθνικό επίπεδο. Με κοινό στόχο να βρεθεί διέξοδος και λύση. Η συμβίωση Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων έχει νόημα εάν δεν έχει εσωτερικούς φραγμούς και παρεμβατικά δικαιώματα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να πεισθούν οι Τουρκοκύπριοι να αναθεωρήσουν τη σχέση τους με την Τουρκία, να απεξαρτηθούν απ’ αυτήν. Οι Τουρκοκύπριοι είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν ή την Τουρκία και την απομόνωσή τους ή, με τους Ελληνοκύπριους, να προχωρήσουν μαζί προς το κοινό μέλλον.
Η διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα, αλλά είναι επείγον να γίνει καθώς διαφορετικά δεν θα προλάβουμε να αποτρέψουμε τους τουρκικούς σχεδιασμούς (αναβάθμιση ψευδοκράτους, ταϊβανοποίηση ή προσάρτηση στην Τουρκία).
Σχεδόν μισός αιώνας κατοχής. Η λέξη απελευθέρωση θεωρείται «εθνικιστική», οι ηγεσίες στη Λευκωσία είναι «κουρασμένες», η Τουρκία αναβαθμισμένη και ισχυρή αξιοποιεί τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της ελληνικής πλευράς. Βρίσκει έδαφος και προχωρεί.